Στον ανθρώπινο οργανισμό τα λιπίδια (λίπη) εισέρχονται μέσω της τροφής και βιοσυντίθενται σ’ αυτόν με κύριο σημείο παραγωγής τους το συκώτι. Προκειμένου τα λιπίδια (κυρίως η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια) να διαλυτοποιηθούν και να μεταφερθούν στο υδατικό περιβάλλον του οργανισμού μας, από και προς το συκώτι, χρησιμοποιούν ως μεταφορικά μέσα τις λιποπρωτεΐνες.
Κύριο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η λιποπρωτεΐνη LDL, της οποίας ο κεντρικός ρόλος είναι η μεταφορά χοληστερόλης από το ήπαρ προς τους ιστούς και συνεπώς τις αρτηρίες όπου, όταν είναι σε περίσσεια, δημιουργούν αθηρώματα – δηλαδή πλάκες που στενεύουν και φράζουν τον αυλό τους («κακή χοληστερίνη») – και η HDL που εκτελεί την αντίστροφη διαδρομή, η οποία σε περίσσεια αποτρέπει την δημιουργία αθηρωμάτων («καλή χοληστερίνη»).
Με τον όρο δυσλιπιδαιμία εννοείται η παθολογική κατάσταση της διαταραχής των λιπιδίων στο αίμα. Στα πλαίσια αυτής λογίζεται τόσο η αύξηση (ολικής χοληστερόλης, LDL και τριγλυκεριδίων) όσο και η ελάττωση (HDL) των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών από την οποία προκαλείται βλάβη στον οργανισμό.
Η δυσλιπιδαιμία διακρίνεται σε πρωτοπαθής όταν είναι γονιδιακής (κληρονομικής) αιτιολογίας και σε δευτεροπαθή όταν οφείλεται σε παθολογικές καταστάσεις ή και στην κακή διατροφή.
Οι πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες είναι σπανιότερες από τις δευτεροπαθείς, χαρακτηρίζονται από σημαντικές διαταραχές στα επίπεδα των λιπιδίων και δύνανται να παρουσιάζουν συχνότερα σε σχέση με τις δευτεροπαθείς χαρακτηριστικά κλινικά ευρήματα. Ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό για την εμφάνιση ισχαιμικών (μειωμένη παροχή αίματος) καρδιαγγειακών νοσημάτων σε μικρότερες ηλικιακές ομάδες (3η και 4η δεκαετία της ζωής).
Οι δευτεροπαθείς δυσλιπιδαιμίες σχετίζονται με κακές υγειονοδιαιτητικές συνθήκες καθώς και με συνοδά νοσήματα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, το νεφρωσικό σύνδρομο, ο υποθυρεοειδισμός, η παχυσαρκία ή και τα φάρμακα (π.χ. διουρητικά).
Συμπτώματα
Η δυσλιπιδαιμία έχει χαρακτηρισθεί αθόρυβη και ύπουλη καθώς το συνηθέστερο είναι ότι δεν προκαλεί συμπτώματα, δρώντας βλαπτικά στον αυλό των αρτηριών με το να τον στενεύει. Παραβλάπτεται έτσι η παροχή αίματος σε ζωτικά όργανα προκαλώντας συμπτώματα ισχαιμίας (μειωμένης παροχής αίματος).
Σπανιότερα όταν τα επίπεδα των λιπιδίων στον ορό είναι ιδιαιτέρως διαταραγμένα (όπως στις πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες) μπορεί να παρατηρηθούν αθροίσεις λιπιδίων στο δέρμα (όπως τα ξανθελάσματα στα βλέφαρα ή τα ξανθώματα των τενόντων), γεροντότοξο (μια λευκωτή στεφάνη στην περιφέρεια της ίριδας) ή παγκρεατίτιδα σε υπερτριγλυκεριδαιμία που συνήθως είναι δυσίατες.
Οι διάφορες παράμετροι του μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών και η σημασία της παρέμβασης σε αυτές σε άτομα με κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου έχουν αξιολογηθεί από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρία.
Τα χαρακτηριστικά τους:
Λιποπρωτεΐνη Α
Η λιποπρωτεΐνη Α είναι μια αθηρογόνος λιποπρωτεϊνη που έχει συσχετιστεί θετικά με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Έχει υποστηριχτεί ότι σε άτομα με υψηλά επίπεδα λιποπρωτεΐνης Α πρέπει να αντιμετωπίζονται πιο επιθετικά οι συνυπάρχουσες διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων.
Απολιποπρωτεΐνη Β
Ο υπολογισμός της απολιποπρωτεΐνης Β αντιπροσωπεύει το σύνολο των αθηρογόνων σωματιδίων. Ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι η απολιποπρωτεΐνη Β αποτελεί καλύτερο προγνωστικό δείκτη για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με την LDL χοληστερόλη και ιδιαίτερα με τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης που επιτυγχάνονται με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής.
LDL χοληστερόλη
Τα υψηλά επίπεδα της LDL χοληστερόλης αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Επιπρόσθετα, η ελάττωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης ελαττώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου τόσο σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη όσο και σε άτομα με καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου.
Ο αριθμός των LDL σωματιδίων μπορεί να υπολογιστεί με πυρηνικό μαγνητικό συντονισμό. Πολλές προοπτικές και διασταυρωμένες μελέτες έδειξαν ότι ο αριθμός των LDL σωματιδίων αποτελεί καλύτερο δείκτη για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε σύγκριση με τη συγκέντρωση της LDL χοληστερόλης.
Η χαμηλή συγκέντρωση της HDL χοληστερόλης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό εύρημα σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου
HDL χοληστερόλη
Τα HDL σωματίδια προστατεύουν από την αθηροσκλήρωση, ενώ πολλές μελέτες έδειξαν ότι υπάρχει αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα της HDL χοληστερόλης και την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου τόσο σε διαβητικούς όσο και σε μη διαβητικούς πληθυσμούς. Η χαμηλή συγκέντρωση της HDL χοληστερόλης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό εύρημα σε άτομα με Σ.Δ. ή καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου.
Non-HDL χοληστερόλη
Η non-HDL χοληστερόλη αντικατοπτρίζει τη συγκέντρωση της χοληστερόλης των αθηρογόνων λιποπρωτεΐνών. Μάλιστα ορισμένες μελέτες έχουν υποστηρίξει ότι η non-HDL χοληστερόλη είναι καλύτερος προγνωστικός δείκτης για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με την LDL χοληστερόλη.
Θεραπεία
Η θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας γενικότερα προϋποθέτει ολιστική αντιμετώπιση: διόρθωση αιτίου δευτεροπαθούς δυσλιπιδαιμίας (πχ. υποθυρεοειδισμού), καθώς και ανίχνευση και αντιμετώπιση συνοδών νοσημάτων που αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο (πχ. παχυσαρκία, κάπνισμα, υπέρταση, υπερκατανάλωση αλκοόλ κ.α.).
Θεμέλιο στην αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας αποτελεί η υγειινοδιαιτητική αγωγή η οποία συνεπικουρείται όταν και εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον θεράποντα ιατρό από την φαρμακευτική αγωγή.
Leave a Reply