Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.
Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.
Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.
Ο μηχανισμός παραγωγής της ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρεμποδίζεται από τη δράση των ορμονών που εκκρίνει ο πλακούντας. Τα επίπεδα των πλακουντιακών ορμονών αυξάνονται γραμμικά στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν αντιστάσεις στη δράση της ινσουλίνης. Το αποτέλεσμα είναι οι ανάγκες σε ινσουλίνη να αυξάνονται. Στο τρίτο τρίμηνο η μέση 24ωρη ινσουλίνη αυξάνεται κατά 50% σε σχέση με την προ κυήσεως κατάσταση.
Το πάγκρεας για να αντεπεξέλθει στις ανωτέρω συνθήκες είναι αναγκασμένο να δουλέψει περισσότερο για να δημιουργήσει έως και διπλάσια ποσότητα ινσουλίνης.
Πώς επηρεάζεται το έμβρυο
Εάν η ανταπόκρισή του παγκρέατος στις αυξημένες απαιτήσεις δεν είναι ικανοποιητική, τότε εμφανίζεται υπεργλυκαιμία τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο.
Συνήθως αυτή η υπεργλυκαιμία εμφανίζεται μετά τα γεύματα και προκαλεί αύξηση στο μέγεθος του εμβρύου. Αυτό συμβαίνει διότι η υπεργλυκαιμία προκαλεί αυξημένη έκκριση ινσουλίνης, η οποία είναι αναβολική ορμόνη και προκαλεί αυξημένη συσσώρευση θρεπτικών συστατικών στο έμβρυο και αύξηση του μεγέθους πέραν του κανονικού (μακροσωμία).
Η γλυκόζη με τη σειρά της που συσσωρεύεται στο έμβρυο μετατρέπεται σε λίπος. Η μετατροπή αυτή απαιτεί οξυγόνο με αποτέλεσμα το έμβρυο να βιώνει επεισόδια μειωμένης συγκέντρωση οξυγόνου (υποξία). Η εμβρυϊκή υποξία προκαλεί την έκκριση κατεχολαμινών από τα επινεφρίδια, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν καταστάσεις όπως υπέρταση, καρδιακή υπερτροφία και υπερπλασία του μυελού.
Η μακροσωμία καθιστά δύσκολη την διαδικασία του φυσιολογικού τοκετού και βάζει το έμβρυο σε κίνδυνο τραυματισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτιμάται η μέθοδος της καισαρικής τομής. Επίσης, τα παιδιά που γεννιούνται με μεγάλο βάρος τείνουν να είναι παχύσαρκα και να εμφανίζουν προβλήματα με τον μεταβολισμό τους στο μέλλον.
Πόσο συχνός είναι ο διαβήτης κύησης
Έχει παρατηρηθεί ότι το ποσοστό των γυναικών με διαβήτη κύησης είναι περίπου 3-6%. Στο στόχαστρο της ασθένειας βρίσκονται κυρίως όσες διαθέτουν ιστορικό διαβήτη στην οικογένεια, είναι παχύσαρκες ή έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών. Υπάρχουν ωστόσο και πολλές περιπτώσεις όπου δεν χρειάζεται κανένας επιβαρυντικός παράγοντας για να εμφανιστεί η ασθένεια.
Αντιμετώπιση
Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.
Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.
Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.
Featured photo credit: bies via Foter.com / CC BY-NC-SA
Leave a Reply