Γράφει η Ντόρα Σιμοπούλου – Ντόβα, ρευματολόγος και διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Η κορτιζόνη (ή για την ακρίβεια η υδροκορτιζόνη ή κορτιζόλη) είναι μια ορμόνη, ανήκει στα στεροειδή, και παράγεται φυσιολογικά στο φλοιό των επινεφριδίων. Είναι απαραίτητη για τη ζωή. Ο ρόλος της είναι εξαιρετικά σημαντικός στη ρύθμιση του μεταβολισμού και στην αντιμετώπιση φλεγμονών και στρεσογόνων ερεθισμάτων – αντιφλεγμονώδης, ανοσοκατασταλτικός και αναλγητικός. Οι εντυπωσιακές της ιδιότητες οδήγησαν στη σύνθεσή της στο εργαστήριο, στην κυκλοφορία της σε πολλές μορφές (ενέσιμη – ενδοφλέβια, ενδαρθρική, ενδομυϊκή κ.α. – δισκία, κολλύρια, αλοιφές, εισπνεόμενα κ.α.) και στη χρήση της στην ιατρική. Είναι ισχυρό φάρμακο που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση πολλών ασθενειών. Ωστόσο έχει κατηγορηθεί για πολλές παρενέργειες. Ας δούμε όμως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος…
Η κορτιζόνη καταπολεμά τη φλεγμονή και καταστέλλει αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος. Η χρήση της σε αλλεργικό σοκ έχει σώσει τη ζωή πολλών ασθενών. Η δράση της σε δυνητικά απειλητικές εκδηλώσεις ανοσολογικών νοσημάτων όπως οι αγγειίτιδες ή η νεφρίτιδα του λύκου, σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα, έχει αλλάξει σημαντικά την πρόγνωση αυτών των ασθενειών. Η αντιφλεγμονώδης δράση της κορτιζόνης χρησιμοποιείται και για τον αρχικό έλεγχο της αρθρίτιδας με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Επίσης, η καταστολή του ανοσοποιητικού χρησιμοποιείται ευρέως στις μεταμοσχεύσεις οργάνων. Καθώς φλεγμονή μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε σύστημα του οργανισμού αντιλαμβάνεται κανείς το εύρος του πεδίου χρήσης της: δέρμα (δερματίτιδες – έκζεμα), οφθαλμοί (αλλεργία, ραγοειδίτιδα, σκληρίτιδα), αναπνευστικό (άσθμα), γαστρεντερικό (νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα), αγγεία – αγγειίτιδες, μυοσκελετικό (ρευματοειδής αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα), αυτοάνοσα συστηματικά νοσήματα (ΣΕΛ, μυοσίτιδες), αλλεργίες, κ.α. Ωστόσο πρέπει να γίνει σαφές ότι η κορτιζόνη μπορεί να μην αντιμετωπίζει την αιτία της φλεγμονής και θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν και άλλα φάρμακα.
Η χρήση της κορτιζόνης για μικρό χρονικό διάστημα και σε χαμηλή δόση είναι γενικώς ασφαλής. Η χορήγηση μεγάλων δόσεων ή για παρατεταμένο χρονικό διάστημα συνοδεύεται από παρενέργειες. Ο ιατρός είναι σε θέση να προβλέψει ορισμένες από αυτές και να τις αντιμετωπίσει. Δυνητικές παρενέργειες είναι: οστεοπόρωση, λέπτυνση και αύξηση της ευθραυστότητας του δέρματος, επιβράδυνση επούλωσης τραυμάτων, κλινική εκδήλωση λανθάνοντος σακχαρώδους διαβήτη, κατακράτηση νατρίου και υγρών, αύξηση βάρους, διαταραχές της περιόδου, καταρράκτης, οστεονέκρωση, μυοπάθεια από στεροειδή, ψυχωσικές εκδηλώσεις, ανάπτυξη συνδρόμου του Cushing ή δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδική ανταπόκριση κυρίως σε περίοδο stress, ευπάθεια σε λοιμώξεις, γαστρικό έλκος.
Ορισμένες από τις παρενέργειες αυτές είναι παροδικές και εξαφανίζονται μετά τη διακοπή της κορτιζόνης, άλλες όμως είναι μόνιμες. Ο ιατρός είναι υπεύθυνος να σταθμίσει το κόστος–όφελος και να χορηγήσει την κορτιζόνη όταν χρειάζεται και για όσο διάστημα είναι αναγκαίο. Επίσης είναι υπεύθυνος να καθορίσει τον τρόπο διακοπής της κορτιζόνης, καθώς όταν αυτή λαμβάνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα, σταματά η παραγωγή της κορτιζόνης από τον ίδιο τον οργανισμό, και συνεπώς αν γίνει απότομη διακοπή της εξωγενούς χορήγησης χωρίς κατάλληλη προετοιμασία του οργανισμού, υπάρχει ο κίνδυνος οξεία επινεφριδικής ανεπάρκειας. Ο ίδιος ο ασθενής που λαμβάνει κορτιζόνη θα πρέπει να περιορίσει τη λήψη αλατιού και ζάχαρης και να ακολουθεί υγιεινό πρόγραμμα διατροφής και άσκηση.
Leave a Reply