Η διάγνωση της οστεοπόρωσης στηρίζεται στο ιστορικό, στην απλή ακτινογραφία και κυρίως στο προ-συμπτωματικό στάδιο (δηλαδή πριν συμβεί κάταγμα), στη μέτρηση οστικής πυκνότητας. Η μέτρηση αυτή γίνεται με τη μέθοδο της απορρόφησης διπλής δέσμης ακτίνων Χ, που είναι γνωστή ως DEXA (Dual Energy X-ray Αbsorptiometry).
Σε ασθενείς κάτω των 60 ετών η μέτρηση γίνεται στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες στο άνω άκρο του μηριαίου οστού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και βάσει των οδηγιών της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, γίνεται η διάκριση σε φυσιολογική οστική πυκνότητα, οστεοπενία, οστεοπόρωση και σοβαρή οστεοπόρωση.
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας χρησιμοποιείται όχι μόνο για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης, αλλά και για τη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων σχετικά με την ανάγκη ή μη αντιοστεοπορωτικής αγωγής, όπως επίσης και για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σαφές ότι η θεραπεία της οστεοπόρωσης, με βάση μόνο την μέτρηση οστικής πυκνότητας, παρουσιάζει μειονεκτήματα. Έχει διαπιστωθεί ότι η πλειοψηφία των καταγμάτων ευθραυστότητας συμβαίνει σε άτομα με οστεοπενία, ενώ δεν είναι σπάνια και μεταξύ ατόμων με φυσιολογική οστική πυκνότητα.
Θεραπεία
Ο στόχος της θεραπευτικής διαχείρισης της οστεοπόρωσης είναι η πρόληψη των καταγμάτων. Για τον εντοπισμό του πληθυσμού που κινδυνεύει να υποστεί ένα τέτοιο κάταγμα, και άρα κρίνεται αναγκαίο να λάβει αγωγή, έχει αναπτυχθεί ο αλγόριθμος FRAX (Fracture Risk Assessment Tool) , ο οποίος υπολογίζει τον απόλυτο 10ετή κίνδυνο κατάγματος για κάθε συγκεκριμένο ασθενή, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένους καλά τεκμηριωμένους παράγοντες κινδύνου για οστεοπορωτικό κάταγμα, με ή χωρίς τον συνυπολογισμό της οστικής πυκνότητας. Οι παράγοντες κινδύνου που ελέγχονται κατά την εφαρμογή του FRAX είναι το φύλο, η ηλικία, ο δείκτης μάζας σώματος, το ατομικό ιστορικό κατάγματος, το ιστορικό κατάγματος ισχίου στους γονείς, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η χρόνια λήψη κορτιζόνης, το κάπνισμα, η χρόνια λήψη αλκοόλ και η παρουσία άλλων νοσημάτων που σχετίζονται με δευτεροπαθή οστεοπόρωση.
Σύμφωνα με τις νεότερες κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης, ο αλγόριθμος πρέπει να χρησιμοποιείται όταν η ανάγκη για χορήγηση θεραπείας δεν είναι ξεκάθαρη. Η εφαρμογή του δεν έχει θέση αν υπάρχει επιβεβαιωμένο οστεοπορωτικό κάταγμα, ή όταν στην μέτρηση της DEXA διαπιστώνεται οστεοπόρωση (Tscore: >-2.5). Ωστόσο η εφαρμογή του FRAX θα ξεκαθαρίσει ποιοι ασθενείς με οστεοπενία θα πρέπει να λάβουν αγωγή και ποιοι όχι. Τελικός σκοπός είναι να γίνει διάκριση μεταξύ των ασθενών υψηλού κινδύνου, οι οποίοι θα επωφεληθούν τα μέγιστα από τη θεραπεία, από τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου.
Φάρμακα
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται γα την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης έχουν ως στόχο την αναστολή της οστικής απορρόφησης ή/και την αύξηση της οστικής παραγωγής. Παράλληλα ο ασθενής πρέπει να τροποποιήσει όσους από τους παράγοντες κινδύνου είναι εφικτό, και να λαμβάνει συμπληρωματικά επαρκείς ποσότητες ασβεστίου και βιταμίνης D. Το ποιο φάρμακο θα χρησιμοποιηθεί και αν η φαρμακευτική αγωγή θα περιέχει ή όχι ασβέστιο ή/και βιταμίνη D, καθορίζεται από το θεράποντα γιατρό με βάση τα κλινικά δεδομένα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ασθενή.
Leave a Reply