Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι ένας όρος που περιγράφει τη μειωμένη ικανότητα του οργανισμού – και κυρίως των μυϊκών ιστών και των ιστών του λίπους – να ανταποκριθεί στη δράση της.
Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας, επιτελώντας διάφορες λειτουργίες, εκ των οποίων μία είναι η διοχέτευση της γλυκόζης στα κύτταρα. Τα κύτταρα την χρησιμοποιούν για να παραγουν ενέργεια και για να αποθηκεύσουν την περισσευούμενη για μελλοντική χρήση.
Ο οργανισμός όμως ενός ανθεκτικού στην ινσουλίνη ατόμου αντιλαμβάνεται την κατάσταση αυτή ως έλλειψη της ορμόνης, παράγοντας επιπλέον ποσότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία υψηλών επιπέδων ινσουλίνης στο αίμα (υπερινσουλιναιμία) και την υπερβολική διέγερση ορισμένων ιστών που έχουν παραμείνει ευαίσθητοι στην ινσουλίνη. Με την πάροδο του χρόνου αυτή η διαδικασία προκαλεί ανισορροπία μεταξύ γλυκόζης και ινσουλίνης, η οποία αν μείνει χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε διάφορα μέρη του σώματος.
Τα αίτια
Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι μια κατάσταση που παρατηρείται συχνά, τόσο σε πολλές ασθένειες όσο και σε φαινομενικά υγιή άτομα.
Τα αίτια δεν είναι πλήρως κατανοητά, ωστόσο θεωρείται ότι οφείλεται εν μέρει σε γενετικούς παράγοντες και στον τρόπο ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι με ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη δεν έχουν καθόλου συμπτώματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις το σώμα είναι ικανό να συμβαδίσει με την ανάγκη για επιπλέον παραγωγή ινσουλίνης για πολλά χρόνια.
Όταν όμως η παραγωγή αρχίζει να μην μπορεί να συμβαδίσει με τις ανάγκες του σώματος, τότε επέρχεται η υπεργλυκαιμία, όπου η ποσότητα της γλυκόζης φτάνει σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο. Η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη είναι συνεπώς ένας αιτιολογικός παράγοντας για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2.
Από την άλλη, η αύξηση των επιπέδων των λιπιδίων μπορεί να προκαλέσει εναπόθεση λιπαρών πλακών στις αρτηρίες, που μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακή νόσο και εγκεφαλικό. Άλλες παθολογικές καταστάσεις με τις οποίες έχει συνδεθεί η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη είναι η παχυσαρκία, η υπέρταση, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος.
Σημειώνεται πάντως ότι πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από τα παραπάνω δεν έχουν ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη και, ομοίως, πολλά άτομα που έχουν ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη δε θα τις αναπτύξουν ποτέ. Συνήθως οι δύο καταστάσεις απλά συνυπάρχουν και θεωρείται ότι η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη μπορεί να συντελεί στην ανάπτυξη ή στην επιδείνωσή τους.
Θεραπεία
Η θεραπεία της ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη περιλαμβάνει τη μείωση του υπερβολικού βάρους, την τακτική σωματική άσκηση μέτριας έντασης και την αύξηση των φυτικών ινών μέσω της διατροφής, ώστε να μειωθούν τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα.
Η απώλεια βάρους και η τακτική άσκηση μπορούν να μειώσουν την αρτηριακή πίεση, να αυξήσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη, να μειώσουν τα επίπεδα τριγλυκεριδίων και της LDL χοληστερόλης, καθώς και να αυξήσουν τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης.
Οι θεραπείες με φάρμακα επίσης μπορεί να είναι αναγκαίες για τον έλεγχο οποιονδήποτε παθολογικών καταστάσεων ή ασθενειών προκύψουν.
Leave a Reply