Γράφει η Ντόρα Σιμοπούλου – Ντόβα, ρευματολόγος
Ο ρευματοειδής παράγοντας (RF) είναι ένα αυτοαντίσωμα, δηλαδή ένα αντίσωμα το οποίο στρέφεται κατά όχι ενός ξένου «εισβολέα» (π.χ. ενός μικροβίου), αλλά ενός φυσιολογικού μορίου του ανθρωπίνου σώματος. Συγκεκριμένα ο ρευματοειδής παράγοντας είναι αντίσωμα έναντι του τμήματος Fc της ανοσοσφαιρίνης IgG. Ανιχνεύεται στο 70-85% περίπου των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα και σχετίζεται με πιο σοβαρή νόσο, πιο συχνά εξωαρθρικές εκδηλώσεις και δυσμενέστερη μακροχρόνια πρόγνωση. Η εμφάνιση του μπορεί να προηγείται από την κλινική εκδήλωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Ο ρευματοειδής παράγοντας δεν είναι απόλυτα ειδική εξέταση για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Περίπου στο 3-5% του γενικού πληθυσμού κάτω των 45 ετών ανιχνεύονται χαμηλοί τίτλοι ρευματοειδούς παράγοντα και το ποσοστό αυτό αυξάνει με την ηλικία. Επίσης, ο ρευματοειδής παράγοντας εμφανίζεται και σε άλλα νοσήματα που σχετίζονται με έντονη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος και υπερσφαιριναιμία. Είναι πολύ συχνός στο σύνδρομο Sjogren και στην κρυοσφαιριναιμία, ενώ απαντάται και σε άλλα ρευματολογικά νοσήματα καθώς και σε χρόνιες λοιμώξεις.
Η χρησιμότητά του είναι στη διαφορική διάγνωση ρευματολογικών νοσημάτων, σε συνδυασμό πάντα με πλήρη κλινική εξέταση, στη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, τον καθορισμό της πρόγνωσης και το σχεδιασμό της θεραπευτικής στρατηγικής.
Πηγή: simopoulou.wordpress.com
Photo credit: Polygon Medical Animation / Foter / CC BY-NC-ND
Leave a Reply