Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.
Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.
Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.
Οι παράγοντες κινδύνου ποικίλουν, ωστόσο αυξημένο (σε ποσοστό έως και 14%) έχουν μεταξύ άλλων οι περιπτώσεις όπου η έγκυος είναι ηλικίας άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 ετών, έχει παχυσαρκία ή αυξάνεται υπερβολικά το βάρος της κατά τη διάρκεια της κύησης ή ακόμη έχει ιστορικό που σχετίζεται με τη νόσο.
Ο –μη ρυθμισμένος– σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης αυξάνει τους κινδύνους για εμφάνιση επιπλοκών τόσο στο έμβρυο όσο και στη μητέρα (όπως η ανάπτυξη υπέρτασης ή προεκλαμψίας) και για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρακολουθείται συχνά κατά τη διάρκειά της. Επίσης, μετά τον τοκετό θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση της μητέρας, διότι υπολογίζεται ότι 40% των γυναικών αυτών μπορεί να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Ασυμπτωματική νόσος
Το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη εγκυμοσύνης δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται.
Ένας απλός τρόπος είναι κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας και τη λήψη τροφής, η λήψη 50 γραμμαρίων γλυκόζης και ο προσδιορισμός σακχάρου αίματος μια ώρα μετά. Αν τα επίπεδα σακχάρου του αίματος είναι υψηλότερα των 140 mg/dl, τότε πρέπει να γίνει μια εξέταση με την ονομασία «καμπύλη γλυκόζης» σύμφωνα με τις οδηγίες του ειδικού.
Οι επιπλοκές του διαβήτη κύησης
Ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης αυξάνει τον κίνδυνο για μια σειρά από επιπλοκές. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εμφάνιση υπερτασικής νόσου στη μητέρα, ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου, το υδράμνιο (πλεονάζον αμνιακό υγρό γύρω από το έμβρυο), η εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών και η μακροσωμία του εμβρύου.
Μετά τον τοκετό μπορεί επίσης να εμφανιστεί στη μητέρα υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, καθώς και σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας στο έμβρυο.
Αντιμετώπιση
Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.
Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.
Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.
Leave a Reply