Ο αιματοκρίτης (HCT) είναι μια τιμή που προκύπτει από αιματολογική εξέταση και δείχνει το ποσοστό του όγκου που καταλαμβάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι ο πιο πολυπληθής τύπος κυττάρου του αίματος και ο βασικός μηχανισμός που διαθέτει ο οργανισμός μας για τη μεταφορά οξυγόνου στους διάφορους ιστούς μέσω της ροής του αίματος.
Η τιμή αυτή χρησιμοποιείται μαζί με εκείνην της αιμοσφαιρίνης (πρωτεΐνη του αίματος η οποία δεσμεύει και μεταφέρει οξυγόνο) για να διαπιστωθεί αν το εκάστοτε άτομο έχει αναιμία.
Φυσιολογικές τιμές
Τα φυσιολογικά επίπεδα του αιματοκρίτη διαφέρουν ανά ηλικία, αλλά μετά την εφηβεία καθορίζονται με βάση το φύλο. Για τους άνδρες συνήθως κυμαίνονται μεταξύ 40-52% ενώ για τις γυναίκες σε 36-48%, όταν δεν βρίσκονται σε εγκυμοσύνη. Μετά τα 60 οι άντρες και οι γυναίκες έχουν ελαφρά χαμηλότερες τιμές αιματοκρίτη, κάτι που αντανακλά τον χαμηλότερο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αυτήν την ηλικία. Οι γυναίκες μάλιστα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι κατά την εγκυμοσύνη οι φυσιολογικές τιμές είναι χαμηλότερες από ότι συνήθως. Στην περίπτωση της μονής κύησης είναι στο 34% και 30% στην πολύδυμο κύηση.
Χαμηλός αιματοκρίτης
Όταν ο αιματοκρίτης είναι εκτός των ορίων αναφοράς, τότε το άτομο έχει ανάλογα χαμηλό ή υψηλό αιματοκρίτη. Η χαμηλή τιμή μπορεί να υποδηλώνει λιγότερα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα από το κανονικό, τα οποία παράγονται στο μυελό των οστών και ο οποίος με τη σειρά του τα απελευθερώνει στο αίμα.
Η χαμηλή τιμή αιματοκρίτη σημαίνει ότι τα διάφορα όργανα του σώματος δεν λαμβάνουν αρκετό οξυγόνο, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν τα συμπτώματα της αναιμίας. Σε αυτά περιλαμβάνονται η εύκολη κόπωση, η λιποθυμική τάση, το αίσθημα ταχυκαρδίας, η δύσπνοια, η απώλεια αντοχής και η αδυναμία συγκέντρωσης.
Υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν χαμηλό ή υψηλό αιματοκρίτη, ενώ παροδική και μικρή πτώση προκαλείται από τις ιώσεις, το άγχος, την αϋπνία και την κόπωση. Χαμηλό αιματοκρίτη προκαλούν επίσης οι διατροφικές ανεπάρκειες, η κατάκλιση, η υπερφόρτωση με υγρά, ορισμένες ορμονικές διαταραχές, αλλά και η εγκυμοσύνη όπως προαναφέρθηκε.
Αναιμία
Η αναιμία είναι μια κατάσταση κατά την οποία η τιμή της αιμοσφαιρίνης είναι χαμηλότερη των 13,5g% στους άνδρες και χαμηλότερη των 12g% στις γυναίκες. Τα άτομα που έχουν χαμηλό αιματοκρίτη, συχνά την εκδηλώνουν. Οι βασικότερες αιτίες της είναι η απώλεια σημαντικής ποσότητας αίματος, η οποία μπορεί να οφείλεται:
– σε τραυματισμό, αιμορραγία, χειρουργική επέμβαση ή καρκίνο του παχέος εντέρου,
– σε διατροφικές ελλείψεις, όπως σιδήρου, βιταμίνης Β12 ή φυλλικού οξέος,
– σε παθήσεις του μυελού των οστών λόγω καρκίνου, χημειοθεραπείας ή νεφρικής ανεπάρκειας,
– και στα μη φυσιολογικά επίπεδα αιμοσφαιρίνης, που μπορεί να προκύπτουν από τη δρεπανοκυτταρική αναιμία.
Τα συνηθέστερα νοσήματα που μπορεί να συνοδεύονται από αναιμία χρόνιας νόσου είναι:
– οι λοιμώξεις όπως το AIDS, η φυματίωση, οι μυκητιάσεις, η οστεομυελίτιδα και τα χρόνια αποστήματα,
– τα φλεγμονώδη νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και οι συστηματικές αγγειίτιδες,
– καθώς και τα κακοήθη νεοπλάσματα συμπαγών οργάνων, τα λεμφώματα και το πολλαπλούν μυέλωμα.
Αντιμετώπιση
Προκειμένου να διευκρινιστούν με ακρίβεια οι λόγοι μιας αναιμίας απαιτούνται αιματολογικές εξετάσεις πέραν της τιμής του αιματοκρίτη. Όταν υπάρχει πραγματική αναιμία (ανεξάρτητα από το αν υπάρχει εγκυμοσύνη) αυτή οφείλεται συνήθως σε έλλειψη σιδήρου και αποκαλείται σιδηροπενική αναιμία. Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συμπεριληφθούν τροφές πλούσιες σε σίδηρο. Το κόκκινο κρέας και τα φρούτα πλούσια σε βιταμίνη C όπως το πορτοκάλι και το ακτινίδιο μπορούν να βοηθήσουν.
Εκτός όμως από τη σιδηροπενική αναιμία, ο χαμηλός αιματοκρίτης μπορεί να οφείλεται και σε άλλες καταστάσεις όπως η έλλειψη βιταμινών ή ιχνοστοιχείων και κάποια χρόνια ασθένεια. Θα πρέπει λοιπόν να γίνουν περαιτέρω εξετάσεις για το σίδηρο, τη Β12, τη φεριτίνη και το φυλλικό οξύ, ανάλογα με την ηλικία του ατόμου. Αναλόγως θα δρομολογηθεί και η θεραπευτική προσέγγιση.
Leave a Reply