Η νόσος του Hodgkin είναι ένας τύπος λεμφώματος. Τα λεμφώματα είναι τύποι καρκίνου που αναπτύσσονται στο λεμφικό σύστημα το οποίο αποτελεί μέρος της άμυνας του οργανισμού. Το παθολογοανατομικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του λεμφώματος είναι το κύτταρο Reed – Sternberg, ένα γιγάντιο πολυπύρηνο κύτταρο, το οποίο συνήθως είναι ένα μετασχηματισμένο Β λεμφοκύτταρο.
Η αιτία που προκαλεί την ασθένεια Hodgkin’s είναι ακόμη άγνωστη γι’ αυτό και οι έρευνες συνεχίζονται. Η ασθένεια πάντως όπως και οι άλλες μορφές καρκίνου δεν είναι μεταδοτική από άτομο σε άτομο, αλλά ούτε και κληρονομική.
Μπορεί να προσβάλλει άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, αλλά συμβαίνει συχνότερα σε ενήλικες στα πρώτα χρόνια της 4ης δεκαετίας της ζωής.
Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται η μόλυνση από συγκεκριμένους ιούς (HIV/AIDS, HTLV-1, EBV), οι ασθένειες και φάρμακα που αποδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ ρίσκο έχουν και οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς.
Η θεραπεία της ασθένειας Hodgkin’s έστω κι’ αν έχει επηρεάσει διάφορες άλλες περιοχές, είναι συνήθως επιτυχής. Αρκετοί ασθενείς τώρα μπορούν να θεραπευθούν ή να θέσουν υπό έλεγχο την αρρώστια τους για πολλά χρόνια.
Διάγνωση
Αν υπάρχει υποψία για τη νόσο του Hodgkin, ο γιατρός λαμβάνει το ιατρικό ιστορικό του ασθενή και κάνει μια σχολαστική κλινική εξέταση. Γίνονται επίσης αναλύσεις αίματος και ακτινολογικός έλεγχος θώρακα, οστών, ήπατος και σπλήνα. Μάλιστα, από ένα διογκωμένο λεμφογάγγλιο θα ληφθεί ιστός, διαδικασία η οποία ονομάζεται βιοψία και αποτελεί τον μόνο σίγουρο τρόπο για να διαγνωστεί η ύπαρξη ή όχι καρκίνου.
Ο ειδικός θα παρατηρήσει στο μικροσκόπιο τον ιστό που αφαιρέθηκε από το λεμφογάγγλιο αναζητώντας κύτταρα Reed – Sternberg.
Συμπτώματα
Το πιο κοινό σύμπτωμα της νόσου του Hodgkin είναι μια ανώδυνη διόγκωση των λεμφογαγγλίων του λαιμού, της μασχάλης ή της βουβωνικής περιοχής. Άλλα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετό, νυχτερινές εφιδρώσεις, αίσθημα κούρασης, χάσιμο βάρους ή κνησμό (φαγούρα του δέρματος).
Εντούτοις, αυτά τα συμπτώματα δεν καθορίζουν με βεβαιότητα την ύπαρξη καρκίνου. Μπορεί να προκληθούν από πολλές συνηθισμένες ασθένειες, όπως η γρίπη ή άλλες λοιμώξεις. Πάντως είναι σημαντικό να επισκεφθεί κανείς ένα γιατρό, εάν τα συμπτώματα επιμείνουν για περισσότερο από 2 εβδομάδες. Κάθε ασθένεια πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αντιμετωπίζεται το συντομότερο δυνατό και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένο νόσο.
Το μη Hodgkin, το δεύτερο είδος λεμφώματος το οποίο έχει διαφορετική θεραπευτική αντιμετώπιση, παρουσιάζει παρόμοια συμπτώματα με τις διαφορές στο ότι μπορεί να μην συνοδεύεται από πυρετό ή ο μυελός των οστών να προσβάλλεται από καρκινικά κύτταρα (λευχαιμική εικόνα), ενώ επηρεάζεται και το πεπτικό σύστημα.
Σημειωτέον όμως ότι τα συμπτώματα αυτά μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με την ασθένεια Hodgkin’s και να είναι απλώς συνηθισμένα συμπτώματα κάποιας άλλης ασθένειας.
Θεραπεία
Η θεραπευτική αγωγή για τη νόσο του Hodgkin συνήθως περιλαμβάνει ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία ή μερικές φορές και τα δύο. Οι αποφάσεις για την αγωγή εξαρτώνται από το στάδιο της νόσου, τα σημεία του σώματος που βρίσκεται, τα συμπτώματα που παρουσιάζονται, την ηλικία και τη γενική κατάσταση της υγείας του ασθενή.
Η ακτινοθεραπεία επιχειρεί να καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα και να σταματήσει την ανάπτυξή τους. Συνήθως οι ασθενείς κάνουν τη χημειοθεραπεία 5 ημέρες την εβδομάδα για αρκετές εβδομάδες χωρίς να χρειαστούν νοσηλεία σε κλινική. Η χημειοθεραπεία γίνεται με φαρμακευτικές ουσίες που επιχειρούν να εξολοθρεύσουν τα καρκινικά κύτταρα. Τέλος, η χημειοθεραπεία διεξάγεται συνήθως σε «κύκλους», δηλαδή μια περίοδος χημειοθεραπείας ακολουθείται από μια περίοδο παύσης, μετά ακολουθεί μια περίοδος χημειοθεραπείας και ούτω καθεξής.
Παρενέργειες
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της νόσου του Hodgkin είναι πολύ ισχυρές, γι’ αυτό και συχνά προκαλούν παρενέργειες, που μπορεί να είναι μικρής ή μεγάλης διάρκειας. Αυτές εξαρτώνται τόσο από τον τύπο της αγωγής όσο και από το μέρος του σώματος που δέχεται την αγωγή.
Σε αυτές μπορεί να περιλαμβάνονται η αύξηση της ενεργητικότητας και της όρεξης για φαγητό, η αϋπνία, φούσκωμα στα βλέφαρα, τα χέρια, τα πόδια και τα δάκτυλα, ανωμαλίες στην αρτηριακή πίεση, ενώ ο ασθενής μπορεί να είναι και ευάλωτος στις μολύνσεις. Επίσης μπορεί να παρουσιαστούν υψηλά επίπεδα ζαχάρου στο αίμα, ενώ μια άλλη πιθανή παρενέργεια είναι η αύξηση του βάρους. Σημειώνεται όμως ότι οι παρενέργειες είναι παροδικές και εξαφανίζονται σταδιακά μετά την συμπλήρωση της θεραπείας.
Μετά τη θεραπεία ο γιατρός στην αρχή θα εξετάζει τον ασθενή κάθε μήνα και αργότερα σταδιακά θα αραιώσει τις επισκέψεις.
Leave a Reply