Blog

pexels-photo-618923.png

Αν είναι σε καλή φόρμα, μια γυναίκα έχει λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσει διαβήτη κύησης κατά την εγκυμοσύνη, αναφέρει νέα έρευνα.

Σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης είναι ο διαβήτης που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και υποχωρεί (στις περισσότερες περιπτώσεις) μετά τον τοκετό. Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Ερευνητές που παρακολούθησαν 1.300 γυναίκες ανακάλυψαν ότι υψηλά επίπεδα φόρμας πριν την εγκυμοσύνη συνδέθηκαν με μείωση 21% του διαβήτη κύησης. Τα ευρήματα δείχνουν ότι γυναίκες θα πρέπει να σκέφτονται να βρουν τη φόρμα τους πριν τη σύλληψη, σύμφωνα με ερευνητές από την Αϊόβα.

Η ερευνήτρια Kara Whitaker, δήλωσε ότι οι γυναίκες είναι πολύ προσεκτικές κατά την εγκυμοσύνη με αυτά που τρώνε και με την άσκηση που κάνουν. Η έρευνα έδειξε ότι θα πρέπει να ασχολούνται με αυτές τις υγιεινές συμπεριφορές και πριν συλλάβουν.

Οι ερευνητές σημείωσαν ότι ο διαβήτης κύησης αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 μετά τον τοκετό. Πριν συλλάβει μια γυναίκα μπορεί να βρεθεί σε φόρμα κάνοντας τουλάχιστον 150 λεπτά μέτρια έως έντονη άσκηση (30 λεπτά την ημέρα για 5 εβδομάδες), δήλωσε η Whitaker.

Το έντονο περπάτημα θα μπορούσε να αποτελέσει μέτρια σωματική δραστηριότητα, ενώ το τρέξιμο έντονη.

Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία 25 ετών από 1.333 γυναίκες. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο Medicine & Science in Sports & Exercise.

Με πληροφορίες από iatronet.gr.


Fotolia_111603904_Subscription_Monthly_M.png

20 Απριλίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η κακή υγεία των μυών μπορεί ενδεχομένως να αποτελεί επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ακόμα και σε νέους ανθρώπους που ασκούνται επαρκώς, αποκάλυψε νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Diabetologia.

Ερευνητές από το McMaster University του Hamilton και του York University στο Τορόντο ανέλυσαν δείγματα μυών νέων ενηλίκων, με και χωρίς διαβήτη τύπου 1, που ασκούνταν περισσότερο από τη συνιστώμενη άσκηση σε εβδομαδιαία βάση. Στους νέους ενήλικες με διαβήτη, οι βιοψίες μυών αποκάλυψαν δομικές και λειτουργικές αλλαγές στα μιτοχόνδρια. Τα μιτοχόνδρια παρήγαγαν χαμηλότερες από τις φυσιολογικές ποσότητες ενέργειας και απελευθέρωναν φυσιολογικές ποσότητες τοξινών που προκαλούν κυτταρική βλάβη.

Αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιο αργό μεταβολισμό, μεγαλύτερη δυσκολία ελέγχου των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και γρηγορότερη έναρξη αναπηρίας. Σύμφωνα με τους ερευνητές τα ευρήματα δείχνουν πως η κακή μυϊκή υγεία θα πρέπει να προστεθεί στις γνωστές επιπλοκές του διαβήτη τύπου 1 μαζί με νευρική βλάβη, καρδιοπάθεια και νεφρικές διαταραχές. Πρόσθεσαν, επίσης, ότι πλέον γνωρίζουμε πως ακόμα και ενεργητικοί άνθρωποι με διαβήτη έχουν αλλαγές στους μυς τους, που θα μπορούσαν να βλάπτουν την ικανότητα ρύθμισης του σακχάρου.

Είναι γνωστό πως οι σκελετικοί μύες είναι το μεγαλύτερο μεταβολικό όργανο και ο κύριος ιστός καθαρισμού του σακχάρου μετά την κατανάλωση γεύματος, επομένως πρέπει να τους κρατάμε όσο γίνεται πιο υγιείς.

Τα συμπεράσματα των ερευνητών δείχνουν ότι οι οδηγίες άσκησης για ανθρώπους με διαβήτη τύπου 1 μπορεί ενδεχομένως να πρέπει να αναθεωρηθούν για το καλό επίπεδο της μυϊκής υγείας.

Με πληροφορίες από: www.iatronet.gr.


108314345_fb128d39cc_o.jpg

Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.

Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.

Ο μηχανισμός παραγωγής της ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρεμποδίζεται από τη δράση των ορμονών που εκκρίνει ο πλακούντας. Τα επίπεδα των πλακουντιακών ορμονών αυξάνονται γραμμικά στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν αντιστάσεις στη δράση της ινσουλίνης. Το αποτέλεσμα είναι οι ανάγκες σε ινσουλίνη να αυξάνονται. Στο τρίτο τρίμηνο η μέση 24ωρη ινσουλίνη αυξάνεται κατά 50% σε σχέση με την προ κυήσεως κατάσταση.

Το πάγκρεας για να αντεπεξέλθει στις ανωτέρω συνθήκες είναι αναγκασμένο να δουλέψει περισσότερο για να δημιουργήσει έως και διπλάσια ποσότητα ινσουλίνης.

Πώς επηρεάζεται το έμβρυο

Εάν η ανταπόκρισή του παγκρέατος στις αυξημένες απαιτήσεις δεν είναι ικανοποιητική, τότε εμφανίζεται υπεργλυκαιμία τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο.

Συνήθως αυτή η υπεργλυκαιμία εμφανίζεται μετά τα γεύματα και προκαλεί αύξηση στο μέγεθος του εμβρύου. Αυτό συμβαίνει διότι η υπεργλυκαιμία προκαλεί αυξημένη έκκριση ινσουλίνης, η οποία είναι αναβολική ορμόνη και προκαλεί αυξημένη συσσώρευση θρεπτικών συστατικών στο έμβρυο και αύξηση του μεγέθους πέραν του κανονικού (μακροσωμία).

Η γλυκόζη με τη σειρά της που συσσωρεύεται στο έμβρυο μετατρέπεται σε λίπος. Η μετατροπή αυτή απαιτεί οξυγόνο με αποτέλεσμα το έμβρυο να βιώνει επεισόδια μειωμένης συγκέντρωση οξυγόνου (υποξία). Η εμβρυϊκή υποξία προκαλεί την έκκριση κατεχολαμινών από τα επινεφρίδια, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν καταστάσεις όπως υπέρταση, καρδιακή υπερτροφία και υπερπλασία του μυελού.

Η μακροσωμία καθιστά δύσκολη την διαδικασία του φυσιολογικού τοκετού και βάζει το έμβρυο σε κίνδυνο τραυματισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτιμάται η μέθοδος της καισαρικής τομής. Επίσης, τα παιδιά που γεννιούνται με μεγάλο βάρος τείνουν να είναι παχύσαρκα και να εμφανίζουν προβλήματα με τον μεταβολισμό τους στο μέλλον.

Πόσο συχνός είναι ο διαβήτης κύησης

Έχει παρατηρηθεί ότι το ποσοστό των γυναικών με διαβήτη κύησης είναι περίπου 3-6%. Στο στόχαστρο της ασθένειας βρίσκονται κυρίως όσες διαθέτουν ιστορικό διαβήτη στην οικογένεια, είναι παχύσαρκες ή έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών. Υπάρχουν ωστόσο και πολλές περιπτώσεις όπου δεν χρειάζεται κανένας επιβαρυντικός παράγοντας για να εμφανιστεί η ασθένεια.

Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.

Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.

Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.

Featured photo credit: bies via Foter.com / CC BY-NC-SA


triglycerides1.jpg

Τα τριγλυκερίδια είναι οργανικές χημικές ενώσεις που ονομάζονται και ουδέτερα λίπη. Μπορεί να είναι στερεά στη συνήθη θερμοκρασία δωματίου, οπότε πρόκειται για λίπη, είτε να είναι υγρά, οπότε και αποκαλούνται έλαια. Αποτελούν τα λίπη του αίματος και συνιστούν σημαντικό βαρόμετρο μεταβολικής υγείας, καθώς οι υψηλές τιμές μπορεί να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις.

Τα τριγλυκερίδια περιέχονται τόσο στη φυτική τροφή και κατά κύριο λόγο μέσα σε σπόρους και καρπούς, όσο και στην τροφή ζωικής προέλευσης  όπως το ζωικό λίπος, το βούτυρο γάλακτος, το συκώτι ή και άλλα κρέατα και εντόσθια.

Στο σώμα μας τα τριγλυκερίδια συντίθενται κατά κύριο λόγο μέσα στα ηπατικά κύτταρα (δηλαδή μέσα στο συκώτι), καθώς και μέσα στα λιποκύτταρα, δηλαδή μέσα στα κύτταρα του λιπώδους ιστού του σώματος.

Τα επιθυμητά επίπεδα των τριγλυκεριδίων

Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA) εισήγαγε νέες συστάσεις στην κλινική πρακτική για τα τριγλυκερίδια και τις καρδιαγγειακές νόσους συστήνοντας τη μείωση των επιπέδων της τριγλυκεριδαιμίας σε μικρότερη των 100 mg/dl, αντί αυτών των κάτω των 150 mg/dl, τα οποία γίνονταν αποδεκτά μέχρι πρόσφατα.

Που οφείλεται η αύξηση

Η αύξηση των τριγλυκεριδίων οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού του οργανισμού και σε αυξημένη πρόσληψη με το φαγητό.

Η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, το κάπνισμα, η υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ, δίαιτες υψηλές σε υδατάνθρακες, διάφορα φάρμακα, ακόμη και διάφορες παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και χρόνιες νόσοι των νεφρών έχουν σαν αποτέλεσμα την άνοδο των τριγλυκεριδίων στο αίμα. Άλλα αίτια που σχετίζονται με αυξημένες τιμές τριγλυκεριδίων είναι:

  1. η γενετική προδιάθεση,
  2. η αύξηση του βάρους σώματος,
  3. ο υποθυρεοειδισμός,
  4. η κύηση,
  5. κάποια αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος,
  6. το νεφρωσικό σύνδρομο (το σύνδρομο αυτό περιλαμβάνει μεγάλη απώλεια πρωτεΐνης στα ούρα, χαμηλά επίπεδα πρωτεΐνης στο αίμα, οίδημα και αυξημένη χοληστερόλη) και
  7. ορισμένα φάρμακα (κορτιζόνη, οιστρογόνα, κυκλοσπορίνη, ταμοξιφαίνη, β-αδρενεργικοί αποκλειστές για την υπέρταση).

Τι προκαλεί η αύξησή τους

Οι επιπλοκές λόγω υψηλών τιμών χοληστερόλης περιλαμβάνουν:

  1. Αρτηριοσκλήρυνση
  2. Στεφανιαία νόσο
  3. Εγκεφαλικό επεισόδιο
  4. Οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου
  5. Οι πολύ υψηλές τιμές τριγλυκεριδίων περιλαμβάνουν την παγκρεατίτιδα

Θεραπεία

Η θεραπεία της υψηλής χοληστερίνης σήμερα στηρίζεται στις τιμές της LDL (κακής) χοληστερίνης. Στόχος είναι η επίτευξη LDL χοληστερίνης σε επιθυμητά επίπεδα. Ανάλογα την περίπτωση ο γιατρός θα συστήσει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, ενώ θα προτείνει και ορισμένες αλλαγές σε καθημερινές διατροφικές συνήθειες.

Διατροφή

  1. Μείωση ή και αποφυγή κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών.
  2. Μείωση τροφών υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη όπως γλυκά, μη φυσικοί χυμοί και γενικότερα σνακ με πολλή ζάχαρη.
  3. Μείωση στην κατανάλωση υδατανθράκων από ψωμί και αρτοσκευάσματα, ζυμαρικά, ρύζι ή και πατάτες.
  4. Κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και προϊόντων ολικής αλέσεως.
  5. Αποφυγή τροφών με υψηλή περιεκτικότητα κορεσμένου λίπους, όπως βούτυρο, γλυκά, κόκκινο κρέας και πλήρη γαλακτοκομικά.
  6. Περιορισμό στην κατανάλωση της φρουκτόζης σε 50-100 γραμμάρια την ημέρα. Η φρουκτόζη ή σάκχαρο των φρούτων, είναι μονοσακχαρίτης που βρίσκεται σε πολλά φαγητά και φρούτα.
  7. Τροφές που είναι πλούσιες σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (όπως ελαιόλαδο, ξηρούς καρπούς και λιπαρά ψάρια, ακόμη και κατεψυγμένα) μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
  8. Τουλάχιστον 30 λεπτά άσκησης τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας μπορούν επίσης να βοηθήσουν.

pexels-photo-290316.png

21 Μαρτίου, 2018 Angelos KlitsasΆρθρα0

Ταχυπαλμία ονομάζεται η αυξημένη συχνότητα καρδιακής λειτουργίας που γίνεται αντιληπτή σαν να χτυπά γρήγορα η καρδιά (συνήθως περιγράφεται και ως «φτερούγισμα»). Μπορεί να είναι περιστασιακή ή να εμφανίζεται συχνότερα και να συνοδεύεται ή όχι από άλλα συμπτώματα, όπως ζάλη, λιποθυμία, δυσφορία κ.ά.

Ανάλογα με την αιτία που την προκαλεί, μπορεί να είναι αθώα ή ακόμα και φυσιολογική ή να οφείλεται σε σοβαρές παθήσεις. Τα συχνότερα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν ταχυπαλμία είναι η σωματική δραστηριότητα, ο πυρετός, η αναιμία, το αλκοόλ κ.ά.

Αξιοσημείωτα είναι μάλιστα, ειδικά σε ό,τι αφορά το αλκοόλ, τα ευρήματα νέας μελέτης που έδειξε πως όσο περισσότερο πίνει κάποιος τόσο γρηγορότερα χτυπά η καρδιά του. Συγκεκριμένα, Γερμανοί γιατροί που παρακολούθησαν την κατανάλωση αλκοόλ και τους καρδιακούς παλμούς περισσότερων από 3.000 γυναικών, με μέση ηλικία τα 35 έτη, στο φεστιβάλ μπύρας του 2015 κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε ηλεκτροκαρδιογράφημα και αλκοτέστ. Υψηλότερες συγκεντρώσεις αλκοόλ στην αναπνοή συνδέθηκαν με περισσότερους από 100 παλμούς το λεπτό, σύμφωνα με την έρευνα.

Η έρευνα παρουσιάστηκε στο συνέδριο της European Society of Cardiology στη Βαρκελώνη. Ο Dr. Moritz Sinner, του University Hospital στο Μόναχο, δήλωσε ότι δεν μπορούμε ακόμα να καταλήξουμε ότι οι υψηλότεροι καρδιακοί παλμοί λόγω αλκοόλ είναι επιβλαβείς. Ωστόσο, άνθρωποι με καρδιακά προβλήματα ήδη έχουν υψηλότερους καρδιακούς παλμούς, που σε πολλές περιπτώσεις προκαλούν αρρυθμία όπως κολπική μαρμαρυγή, δήλωσε. Επομένως, φαίνεται λογικό οι υψηλότεροι καρδιακοί παλμοί μετά την κατανάλωση αλκοόλ να μπορούν να οδηγήσουν ενδεχομένως σε αρρυθμία.

“Οι περισσότεροι άνθρωποι στην έρευνα ήταν νέοι και υγιείς. Αν πραγματοποιούσαμε την ίδια έρευνα σε ηλικιωμένους ή καρδιοπαθείς, ενδεχομένως θα είχαμε βρει σχέση μεταξύ αλκοόλ και αρρυθμιών,” δήλωσε ο ερευνητής.

Το αλκοόλ μπορεί ενδεχομένως να δημιουργήσει ανισορροπία μεταξύ του συμπαθητικού και του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος, σύμφωνα με ερευνητές οι οποίοι τώρα μελετούν αν μπορεί αυτό να συμβεί.

Με πληροφορίες από: www.iatronet.gr


Diabetes.png

14 Μαρτίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Τα άτομα που ζούνε με τη νόσο είναι σημαντικό να βρούνε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο φαγητό, στην άσκηση και στην ινσουλίνη προκειμένου να έχουν μια καλή και υγιεινή ζωή.

Ο συχνός έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητος για τη σωστή ρύθμιση του διαβήτη. Η μέτρηση των επιπέδων δείχνει το πόσο καλά διαχειρίζεται ο διαβητικός τους παράγοντες που επηρεάζουν το σάκχαρό του και την ινσουλίνη και είναι σημαντικό να γίνεται συχνά στην πορεία της ημέρας. Η θεραπεία του καθενός προσαρμόζεται στα αποτελέσματά της, ενώ βοηθάει και στην πρόληψη των χρόνιων διαβητικών επιπλοκών.

Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία έχει δημοσιεύσει ένα βίντεο με πρακτικές οδηγίες για τον αυτοέλεγχο.


Diabetes-types.png

5 Μαρτίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης ως γνωστόν μέχρι σήμερα διακρίνεται σε τύπου 1, ή «νεανικός» διαβήτης και τύπου 2 ή διαβήτης των ενηλίκων. Πρόκειται για μια χρόνια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, δηλαδή υπεργλυκαιμία, και οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης ή και μειονεκτική δράση της.

Όμως ερευνητές από τη Σουηδία και την Φινλανδία με επικεφαλής τον καθηγητή Λάιφ Γκρουπ του Πανεπιστημίου Λουντ, σε άρθρο που δημοσίευσαν πρόσφατα στο επιστημονικό έντυπο The Lancet Diabetes and Endocrinology, υποστηρίζουν ότι ο διαβήτης δεν διακρίνεται σε τύπου 1 και τύπου 2 αλλά σε πέντε μορφές και προτείνουν οι θεραπείες να γίνουν ακόμα πιο στοχευμένες ώστε να είναι και πιο αποτελεσματικές.

Ο διαβήτης, σήμερα, προσβάλλει περίπου ένα στα 11 άτομα, παγκοσμίως, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού επεισοδίου, τύφλωσης, νεφρικής ανεπάρκειας και ακρωτηριασμού.

Στην περίπτωση του τύπου 1, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα ινσουλινοπαραγωγά κύτταρα του παγκρέατος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αρκετή ορμόνη ινσουλίνη για να ελέγχονται τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Στην περίπτωση του τύπου 2, ο διαβήτης θεωρείται απόρροια του τρόπου ζωής.

Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για 14.775 άτομα με διαβήτη και κατέληξαν στην πρόταση ότι οι πάσχοντες θα πρέπει να ταξινομούνται σε πέντε ομάδες που έχουν γενετικές και άλλες διαφορές (ηλικία έναρξης, σοβαρότητα συμπτωμάτων, κίνδυνος επιπλοκών κ.α.). Οι διαφορές αυτές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς με τον ίδιο τρόπο σε μία θεραπεία.

Οι ομάδες που προτείνουν οι σκανδιναβοί επιστήμονες είναι:

  • Ομάδα 1: Ο σοβαρός αυτοάνοσος διαβήτης, που είναι σε γενικές γραμμές ίδιος με τον διαβήτη τύπου 1, εμφανιζόμενος κυρίως σε παιδιά, αλλά περιλαμβάνει και μερικές περιπτώσεις αυτοάνοσου διαβήτη που εκδηλώνονται σε μεγάλη ηλικία.
  • Ομάδα 2: Ο σοβαρός διαβήτης που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια ινσουλίνης, μοιάζει με την ομάδα 1 (πλήττει επίσης άτομα σε νεαρή ηλικία), αλλά δεν αποδίδεται στο ανοσοποιητικό σύστημα, άρα δεν πρόκειται για αυτοάνοση πάθηση.
  • Ομάδα 3: Ο σοβαρός διαβήτης που χαρακτηρίζεται από ινσουλινοαντίσταση και εμφανίζεται σε υπέρβαρα άτομα, των οποίων ο οργανισμός παράγει μεν ινσουλίνη, αλλά το σώμα δεν ανταποκρίνεται σε αυτήν.
  • Ομάδα 4: Ο ήπιος διαβήτης που είναι σχετικός με την παχυσαρκία, αφορά άτομα πολύ υπέρβαρα, αλλά μεταβολικά πολύ κοντά στο φυσιολογικό παρά στην ομάδα 3.
  • Ομάδα 5: Ο ήπιος διαβήτης που σχετίζεται με την ηλικία και εκδηλώνεται σε ηλικιωμένους, με τη νόσο να είναι συνήθως πιο ελαφριά από τις προηγούμενες ομάδες.

«Κάνουμε ένα πραγματικό βήμα προς την ιατρική ακριβείας, η οποία ιδανικά θα εφαρμόζεται στη διάγνωση και σε καλύτερα στοχευμένη θεραπεία», εξηγεί ο Δρ Γκρουπ και συμπληρώνει ότι οι τρεις πρώτες πιο σοβαρές ομάδες ασθενών θα πρέπει να θεραπεύονται με πιο επιθετικό τρόπο από ό,τι οι δύο τελευταίες που είναι πιο ελαφριές.

Οι ασθενείς της ομάδας 2, παρόλο που νοσούν από διαβήτη από παιδική ηλικία, με τη νέα ταξινόμηση θεωρούνται ασθενείς «τύπου 2», αφού δεν έχουν αυτοάνοση πάθηση, όμως η φαρμακευτική θεραπεία τους μοιάζει με εκείνη της ομάδας 1. Αν και οι περισσότεροι σε αυτή την ομάδα παίρνουν μετφορμίνη, οι σκανδιναβοί ειδικοί προτείνουν ότι με βάση τη νέα κατηγοριοποίηση, οι ασθενείς χρειάζονται πιο άμεσα χορήγηση ινσουλίνης, όπως συμβαίνει στην ομάδα 1.

Οι ασθενείς της ομάδας 2 έχουν τον υψηλότερο κίνδυνο απώλειας της όρασης λόγω επιπλοκών στα μάτια, ενώ οι ασθενείς της ομάδας 3 έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για νεφρική και ηπατική νόσο. Οι τελευταίοι ασθενείς έχουν μικρή αναλογία χορήγησης μετφορμίνης, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσαν κατ’ εξοχήν να επωφεληθούν από αυτό το φάρμακο.

Οι ασθενείς των δύο ήπιων ομάδων 4 και 5 μπορούν να αντιμετωπιστούν κυρίως με μετφορμίνη και αλλαγές στον τρόπο ζωής.

Οι επιστήμονες δεν αποκλείουν ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 500 υπο-ομάδες διαβητικών ασθενών, ανάλογα με τα διαφορετικά γενετικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά τους. Συνεπώς, στο μέλλον δεν αποκλείεται ακόμη και οι πέντε ομάδες να αυξηθούν.

Με πληροφορίες από: Health.in.gr

Photo credit: Freepik


Fat-Belly-Finger.jpg

Πρόκειται για ένα ερώτημα που ακούγεται συχνά από όσους προσπαθούν να μειώσουν το περιττό σωματικό τους βάρος, είτε αυτό αφορά την υγεία τους είτε την εμφάνισή τους. Η απάντηση είναι πως υπάρχει φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά ενδείκνυται μόνο μετά από 6μηνη αποτυχημένη προσπάθεια δίαιτας και άσκησης, ενώ αυτή συνίσταται αποκλειστικά και μόνο για λόγους υγείας.

Είναι σημαντικό να προηγείται της έναρξης μια προσεκτική εκτίμηση των κινδύνων και του οφέλους από τη θεραπεία. Η φαρμακευτική θεραπεία μπορεί να αποτελέσει χρήσιμη προσθήκη της δίαιτας και της άσκησης, όταν αυτές μόνες τους έχουν αποτύχει σε άτομα με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο του 30 kg/m2. Επίσης, μπορεί να χορηγηθεί σε άτομα με ΔΜΣ: 27 – 29.9 kg/m2 όταν συνυπάρχουν επιπλοκές της παχυσαρκίας, δηλαδή διαβήτης, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή καρδιαγγειακή νόσος.

Όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους, γενικά η χρήση φαρμάκων επιτυγχάνει μια μέτρια μείωση του βάρους κατά 2 έως 10 κιλά. Το μεγαλύτερο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται τους πρώτους 6 μήνες της θεραπείας. Ο στόχος της θεραπείας είναι η μείωση του βάρους κατά 5% εντός το πρώτου 6μηνου. Εάν μετά από 12 εβδομάδες θεραπείας με κάποιο φάρμακο δεν υπάρχει απώλεια βάρους, τότε η θεραπεία διακόπτεται ως μη αποτελεσματική.

Οι επιλογές φαρμακευτικήs αγωγής είναι πολλές:

– Μία εξ αυτών αναστέλλει την παγκρεατική και τη γαστρική λιπάση, μειώνοντας έτσι την απορρόφηση των λιπών με συνέπεια τη μείωση του βάρους. Συνιστάται όμως η συγχορήγηση πολυβιταμινούχου σκευάσματος ώστε να αναπληρώνονται οι δυσαπορροφούμενες λιποδιαλυτές βιταμίνες.
– Μία άλλη μειώνει την όρεξη και κατά συνέπεια και το βάρος του σώματος.
– Κάποιες φαρμακευτικές ουσίες μειώνουν τη λήψη τροφής προάγοντας το αίσθημα του κορεσμού. Επειδή όμως μπορούν να προκαλέσουν εθισμό έχουν πάρει έγκριση μόνο για τη βραχυπρόθεσμη θεραπεία της παχυσαρκίας.
– Άλλες, τέλος, δρουν στο πεπτικό σύστημα επιβραδύνοντας τη γαστρική κένωση και στον υποθάλαμο, μειώνοντας την όρεξη.

Φυσικά, όπως ισχύει με όλα τα φάρμακα, έτσι και τα παραπάνω μπορούν να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες, γι’ αυτό και η χρήση τους γίνεται μόνο όταν το όφελος υπερβαίνει του κινδύνου, ενώ υπάρχουν πάντα και αντενδείξεις ανάλογα με την υγεία του ατόμου.

Η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί ένα σημαντικό «όπλο» στη διαχείριση του περιττού σωματικού βάρους σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μιας και ένα μεγάλο ποσοστό αυτών είναι υπέρβαρο. Η μείωση του βάρους επιφέρει ευνοϊκά αποτελέσματα στη γλυκαιμική ρύθμιση αλλά και στον περιορισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Αυτό που θα πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ο υπέρβαρος είναι ότι η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί μία λύση, όταν οι κυριότεροι τρόποι μείωσης του βάρους – η δίαιτα και η άσκηση –  αποδεικνύονται αναποτελεσματικοί. Η θεραπεία επιλέγεται όταν δεν συντρέχουν άλλοι παράγοντες, όπως το ιστορικό νεφρολιθίασης, υπέρτασης, κλπ.


article-2.png

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα υγείας με συνεχώς αυξανόμενο επιπολασμό.

Πρόκειται για μια πάθηση όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η παχυσαρκία καταλαμβάνει την πιο σημαντική θέση μεταξύ των αιτίων που ενοχοποιούνται για τις επιδημιολογικές διαστάσεις που παρουσιάζει σε όλο τον κόσμο ο διαβήτης τύπου 2. Η ίδια ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) βάσει του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) που είναι ο λόγος του βάρους σε κιλά δια του ύψους σε μέτρα στο τετράγωνο.

Η επίπτωσή της αυξάνεται παγκοσμίως με ταχύ ρυθμό, με κύριους υπεύθυνους την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση της πρόσληψης λιπών και ευαπορρόφητων υδατανθράκων σε συνδυασμό με τη μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Από τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 περίπου το 90% χαρακτηρίζονται ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Ο κίνδυνος εμφάνισης του είναι διπλάσιος στα υπέρβαρα άτομα, πενταπλάσιος στα παχύσαρκα και δεκαπλάσιος στα παθολογικά παχύσαρκα άτομα σε σχέση με τα φυσιολογικού βάρους άτομα αντίστοιχης ηλικίας.

Εκτός όμως από την τιμή του ΔΜΣ υπάρχουν τρεις παράγοντες σχετικοί με το βάρος που συμβάλουν στην εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2. Αυτοί είναι η αύξηση του σωματικού βάρους στο χρόνο, η διάρκεια της παχυσαρκίας και η κατανομή του λίπους στο σώμα.

Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η παχυσαρκία και ιδίως κεντρικού τύπου (συσσώρευση λίπους κυρίως στον κορμό) όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, αλλά συμβάλει και στην επίταση των μεταβολικών διαταραχών που τον συνοδεύουν, όπως δυσλιπιδαιμία, υπερινσουλιναιμία και υπέρταση, με αποτέλεσμα η συνύπαρξη των καταστάσεων αυτών να οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο.

Αντιμετώπιση

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο τόσο στη θεραπεία, την αποτροπή ή την επιβράδυνση εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2, όσο και στην καλή ρύθμιση και κυρίως μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου όταν διαγνωσθεί η νόσος.

Φαρμακευτική αγωγή χορηγείται στην περίπτωση που οι διαιτητικές οδηγίες και η αυξημένη σωματική δραστηριότητα για διάστημα 3-6 μηνών δεν επιτυγχάνει το στόχο της απώλειας 5 – 10% του σωματικού βάρους.

Σε γενικές γραμμές η μείωση της παχυσαρκίας με οποιοδήποτε μέσο οδηγεί σε μείωση της πιθανότητας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η απώλεια βάρους σε αυτά τα άτομα έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου, μέχρι και σε σημείο πλήρους υποχώρησης της νόσου, καθώς και μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα.


smoke.png

5 Φεβρουαρίου, 2018 Angelos KlitsasΆρθρα0

Η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι μια χρόνια πάθηση των πνευμόνων, η οποία χαρακτηρίζεται από εμμένουσα απόφραξη των αεραγωγών που είναι συνήθως προοδευτική και σχετίζεται με έντονη χρόνια φλεγμονώδη αντίδραση των αεραγωγών και του πνεύμονα σε βλαβερά σωματίδια ή αέρια.

Θεωρείται επιδημία-μάστιγα του σύγχρονου ανθρώπου και ο βασικός παράγοντας που την προκαλεί είναι το κάπνισμα. Το 90% περίπου των πασχόντων από ΧΑΠ είναι ή υπήρξαν καπνιστές. Για το υπόλοιπο 10% ευθύνεται το παθητικό κάπνισμα, η ενδοοικιακή ρύπανση κυρίως από καύση ξύλων, η ατμοσφαιρική ρύπανση αλλά και ορισμένα επαγγέλματα.

Συμπτώματα

Tα συχνότερα συμπτώματα της νόσου είναι ο βήχας, η αποβολή πτυέλων και η δύσκολη αναπνοή κατά τη μυϊκή προσπάθεια, τα οποία εμφανίζονται με σταδιακή επιδείνωση.

Η νόσος χειροτερεύει προοδευτικά, ιδιαίτερα αν ο ασθενής συνεχίζει να καπνίζει και δεν λαμβάνει θεραπεία. Σε κάποια φάση μάλιστα η ΧΑΠ οδηγεί και στις επιπλοκές της, που είναι η αναπνευστική και η καρδιακή ανεπάρκεια. Στην κατάσταση αυτή η μόνη θεραπευτική παρέμβαση που επιβραδύνει πολύ αυτή τη φθίνουσα πορεία και χαρίζει χρόνια αλλά και ποιότητα ζωής στον άρρωστο είναι η διακοπή του καπνίσματος, που όσο πιο νωρίς γίνεται τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα.

Τα νεότερα δεδομένα

Σύμφωνα με την Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία:

  1. Εννέα ενήλικες καπνιστές στους 100 στην χώρα μας πάσχουν από τη νόσο (8.4%), δηλαδή περίπου 600.000 Έλληνες.
  2. Το 56% δηλαδή 300.000 αυτών δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν.
  3. Οι μισοί πάσχοντες συνεχίζουν να καπνίζουν.
  4. Οι άνδρες πάσχουν 2,5 φορές περισσότερο από τις γυναίκες (11,6% έναντι 4,8%).
  5. Η ΧΑΠ είναι η 5η αιτία θανάτου παγκοσμίως και θα ανέβει στην 3η έως το 2020.
  6. Ευθύνεται κάθε χρόνο για περισσότερους από τρία εκατομμύρια θανάτους στον πλανήτη μας και εκτιμάται ότι προκαλεί παγκοσμίως περισσότερα από 29 εκατομμύρια χρόνια ζωής σε συνθήκες αναπηρίας (disability-adjusted life-years).
  7. Το συνολικό κόστος σε φάρμακα, νοσηλείες και για την όλη αντιμετώπιση της νόσου είναι τεράστιο (π.χ. στις ΗΠΑ ξοδεύονται 24 δις. δολάρια ετησίως).
  8. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατέταξε την ΧΑΠ σε μία από τις 5 πιο επικίνδυνες αρρώστιες της επόμενης χιλιετίας και συντονίζει προσπάθειες για την αντιμετώπισή της, όπως αυτή με το ακρωνύμιο GOLD (Global Initiative for Chronic Obstructive Lung Disease).

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με συμμετοχή 16.000 ασθενών, στην οποία συμμετείχε και η χώρα μας. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το 7% των Ελλήνων ασθενών με ΧΑΠ που θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο λόγω παρόξυνσης, θα πεθάνει εντός 3 μηνών. Στις κυριότερες αιτίες περιλαμβάνονται το κάπνισμα και η χρήση σομπών και τζακιών που τελευταία λόγω κρίσης αυξήθηκε.

Πρόληψη

Υπάρχει η δυνατότητα πρόληψης τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η νόσος μπορεί να προληφθεί με την αποφυγή των παραγόντων κινδύνου και κυρίως με τη διακοπή καπνίσματος. Όλοι οι καπνιστές άνω των 40 ετών με ιστορικό καπνίσματος τουλάχιστον 10 ετών επί 1 πακέτο πρέπει να υποβάλλονται σε σπιρομέτρηση.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ




Κλείτσας Άγγελος Παθολόγος Καλαμαριά - Σήμα αναγνώρισης ασθενών από Doctoranytime



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.



Web design by Siteworks



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved. Web design by Siteworks