Blog

2242-1024x536.png

17 Νοεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΛοιμώξεις0

Ο όρος «αντίσταση στα αντιβιοτικά» παραπέμπει στην ικανότητα των διαφόρων μικροοργανισμών (βακτηρίδια, ιοί, παράσιτα, μύκητες) να πολλαπλασιάζονται όταν έχουν εγκατασταθεί μέσα στον οργανισμό, παρά την παρουσία ενός αντιβιοτικού φαρμάκου το οποίο κανονικά θα τα σκότωνε ή θα τα περιόριζε.

Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις, αφού η εξάλειψη των λοιμώξεων από το σώμα καθίσταται δυσκολότερη, ενώ παράλληλα υφίστανται και περισσότερη οικονομική επιβάρυνση τα Συστήματα Υγείας.

Η αιτία για την οποία συμβαίνει αυτό το φαινόμενο είναι ότι τα μικρόβια, καθώς εξελίσσονται, προσαρμόζονται προς το περιβάλλον τους. Αν κάτι τα εμποδίζει να αυξηθούν και να εξαπλωθούν –όπως είναι ένα αντιβιοτικό– τότε αναπτύσσονται νέοι μηχανισμοί μέσω γονιδιακών αλλαγών, οι οποίοι είναι ικανοί να αντιστέκονται στην δράση των αντιβιοτικών. Μέσω αυτής της αλλαγής της δομής των γονιδίων του μικροβίου, εξασφαλίζεται ότι και οι απόγονοι του ανθεκτικού μικροβίου θα είναι και αυτοί ανθεκτικοί.

Η διασπορά στελεχών ανθεκτικών στα περισσότερα αντιβιοτικά ευθύνεται για την πρόκληση σοβαρών λοιμώξεων, ιδίως σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς με αποτέλεσμα την παράταση της νοσηλείας τους, την αύξηση της θνητότητας και την αύξηση του κόστους νοσηλείας για τα ιδρύματα.

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις ευρωπαϊκές χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα μικροβιακής αντοχής.

Ευθύνη όλων

Η ευαισθητοποίηση του κοινού είναι απαραίτητη ώστε να περιοριστεί η υπερκατανάλωση των αντιβιοτικών με απώτερο στόχο τον περιορισμό της μικροβιακής αντοχής.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι τα αντιβιοτικά είναι χημικές ουσίες που χορηγούνται για την αντιμετώπιση βακτηριακών και όχι ιογενών λοιμώξεων που προσβάλλουν τον ανθρώπινο οργανισμό. Για παράδειγμα, δεν είναι αποτελεσματικά στο κοινό κρυολόγημα, στη γρίπη, στη βρογχίτιδα και στην πλειονότητα των ωτιτίδων.

Η ξεκούραση, η καλή διατροφή και τα πολλά υγρά είναι μέτρα που μπορούν να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Συνίσταται επίσης να αποφεύγεται η προμήθεια ή η φύλαξη των αντιβιοτικών για μελλοντική χρήση, ενώ –τέλος– η υγιεινή των χεριών και ο προληπτικός εμβολιασμός είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι και αποτελεσματικοί τρόποι πρόληψης της νόσησης και της διασποράς λοιμώξεων.

Photo credit: Freepik


Diabetes-letters.jpg

6 Νοεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα —το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού. Αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η υπογλυκαιμία είναι ένα από τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του το άτομο με σακχαρώδη διαβήτη. Συμβαίνει όταν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα μειώνονται κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα (συνήθως κάτω από 70 mg/dl) και εμφανίζεται σε άτομα που λαμβάνουν θεραπεία με ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά φάρμακα.

Οι περιπτώσεις στις οποίες η υπογλυκαιμία εμφανίζεται συχνότερα, είναι όταν:

– Το άτομο παραλείψει ή καθυστερήσει κάποιο από τα γεύματα της ημέρας ή η ποσότητα του φαγητού του είναι λιγότερη από το συνηθισμένο.
– Καταναλώσει αλκοόλ, ακόμη και σε μέτρια ποσότητα.
– Κάνει έντονη άσκηση, χωρίς να ελαττώσει τη δόση της ινσουλίνης ή να αυξήσει την ποσότητα του φαγητού.
– Για οποιονδήποτε λόγο κάνει περισσότερη ινσουλίνη απ’ ό,τι χρειάζεται ή παίρνει μεγαλύτερη δόση αντιδιαβητικών δισκίων.

Συμπτώματα

Στα πιο κοινά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, τα οποία μπορεί να ποικίλουν από άτομο σε άτομο, περιλαμβάνονται η πείνα, εφίδρωση, πονοκέφαλος, ζάλη, θολή όραση, τρέμουλο, ναυτία, ταχυκαρδία, υπνηλία, έλλειψη συγκέντρωσης, νευρικότητα, συμπεριφορά μεθυσμένου, αδυναμία και ξαφνική κούραση.

Ορισμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη αισθάνονται κάποια από τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, όταν το σάκχαρό τους είναι σε υψηλότερα επίπεδα από τα 70 mg/dl. Συνήθως έχουν υψηλές τιμές σακχάρου για μεγάλα χρονικά διαστήματα και αρχίζουν να νιώθουν άσχημα όταν το σάκχαρό τους είναι κοντά στα 100 mg/dl. Η καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου θα βοηθήσει τα άτομα αυτά να νιώθουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας σε χαμηλότερες τιμές σακχάρου.

Ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία

Ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ένα άτομο έχει χαμηλό σάκχαρο, αλλά δεν το αντιλαμβάνεται. Από τη στιγμή που η υπογλυκαιμία δεν γίνεται αντιληπτή, δεν γίνεται προσπάθεια για να διορθωθεί, η κατάσταση εξελίσσεται και επιδεινώνεται και είναι πολύ πιθανό να καταλήξει σε κώμα.

Αυτού του είδους η υπογλυκαιμία συμβαίνει συνήθως σε ινσουλινοθεραπευόμενα άτομα που έχουν αυστηρούς στόχους. Επίσης, η ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία συμβαίνει συχνότερα σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που έχουν τη νόσο αρκετό καιρό και εκδηλώνουν συχνά υπογλυκαιμίες.

Το άτομο θα πρέπει να συμβουλευτεί τον γιατρό του όταν δεν καταλαβαίνει τις υπογλυκαιμίες ή με την πάροδο του χρόνου γίνονται λιγότερο αντιληπτές και σε χαμηλότερες τιμές σακχάρου στο αίμα.

Νυχτερινή υπογλυκαιμία

Η νυχτερινή υπογλυκαιμία συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου και συχνά δεν γίνεται αντιληπτή. Το άτομο στην περίπτωση αυτή μπορεί να ξυπνήσει με έντονο πονοκέφαλο και ιδρώτα, ενώ ο ύπνος του μπορεί να ήταν ανήσυχος και με εφιάλτες. Το επόμενο πρωί μάλιστα μπορεί να δει πολύ υψηλό σάκχαρο ως αποτέλεσμα της νυχτερινής υπογλυκαιμίας.

Πρόληψη

Ο καλύτερος τρόπος πρόληψης των υπογλυκαιμιών είναι ο συχνός έλεγχος των επιπέδων σακχάρου, αλλά και η σωστή προετοιμασία για την αντιμετώπισή τους. Ο συχνός έλεγχος του σακχάρου είναι απαραίτητος ιδιαίτερα σε άτομα που έχουν χάσει βάρος ή είναι σε σχήματα εντατικής ινσουλινοθεραπείας και έχουν αυστηρούς στόχους ρύθμισης ή ασκούνται έντονα και τακτικά.

Επίσης, σημαντικό είναι το άτομο να ακολουθεί ένα σταθερό πρόγραμμα διατροφής και άσκησης και να προσαρμόζει κατάλληλα τη διατροφή και τη δόση της ινσουλίνης ή των δισκίων τις ημέρες που προβλέπεται έντονη σωματική κόπωση, σε συνεννόηση πάντα με τον γιατρό.

Photo credit: PracticalCures via Foter.com / CC BY


OE7LZ00.jpg

3 Νοεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η τακτική κατανάλωση σακχαρωδών αναψυκτικών όχι μόνο συντελούν σε αύξηση του σωματικού βάρους αλλά προάγουν την εκδήλωση διαβήτη τύπου 2 και μεταβολικού συνδρόμου, ένας συνδυασμός παθήσεων που αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακής νόσου. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε νέα ανασκόπηση στοιχείων που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Journal of the Endocrine Society.

Με τον όρο μεταβολικό σύνδρομο οι επιστήμονες περιγράφουν την συνύπαρξη τριών ή περισσότερων εκ των ακολούθων παραγόντων κινδύνου: κοιλιακή παχυσαρκία, υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων, μειώμενη HDL (καλή) χοληστερόλη, αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και υψηλότερα του φυσιολογικού επίπεδα γλυκόζης νηστείας (αλλά όχι επαρκώς υψηλά για την διάγνωση διαβήτη).

«Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση μόλις δύο μερίδων αναψυκτικών με ζάχαρη την εβδομάδα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη, καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου», εξηγεί ο συγγραφέας της ανασκοπησης Φααντιελ Εσσοπ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Stellenbosch της Νότιας Αφρικής.

Και προσθέτει ότι «άλλες έχουν διαπιστώσει ότι η κατανάλωση ενός μόνο αναψυκτικού με ζάχαρη την ημέρα σχετίζεται με αυξημένη αρτηριακή πίεση, ενώ ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι άλλες μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα σακχαρώδη ροφήματα αυξάνουν την αρτηριακή πίεση στους εφήβους».

Στο πλαίσιο της ανασκόπησης οι ερευνητές αξιολόγησαν στοιχεία από 36 μελέτες που είχαν εστιάσει στην επίδραση των σακχαρωδών αναψυκτικών στην καρδιακή και μεταβολική υγεία και οι οποίες είχαν γίνει την προηγούμενη δεκαετία.

Αν και τα αποτελέσματα των μελετών διέφεραν αρκετά μεταξύ του, οι περισσότερες αναδείκνυαν τη σχέση μεταξύ ποτών με ζάχαρη και εκδήλωσης μεταβολικού συνδρόμου.

Δεν είναι ξεκάθαρο πως τα σακχαρώδη αναψυκτικά αυξάνουν την πιθανότητα μεταβολικού συνδρόμου αλλά ο Δρ Εσσοπ εικάζει ότι η αυξημένη κατανάλωσή τους σχετίζεται σαφώς με αυξημένη περίμετρο της μέσης, παράγοντας μεταβολικού συνδρόμου, και αύξηση του σωματικού βάρους. Επίσης, τα αναψυκτικά έχουν σχετιστεί με μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη (άλλος ένας παράγοντας κινδύνου διαβήτη), φλεγμονή, μη φυσιολογικά επίπεδα χοληστερόλης και υπέρταση.

«Όσοι πίνουν αναψυκτικά με ζάχαρη δεν αισθάνονται κορεσμό όπως τα άτομα που τρώνε στέρεες τροφές, αν και μπορεί ουσιαστικά να έχουν πάρει τις ίδιες θερμίδες και αυτή η έλλειψη πληρότητας ενδεχομένως να τους ωθεί να φάνε ή να πιουν περισσότερο», εξηγεί ο ερευνητής.

Πηγή: health.in.gr
Photo credit: Freepik


Stroke-disease.jpg

30 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΆρθρα0

Τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια αποτελούν σημαντικό αίτιο αναπηρίας. Προκαλούνται όταν η ροή του αίματος στον εγκέφαλο ελαττώνεται σημαντικά ή διακόπτεται απότομα. Αν συμβεί λόγω αιμορραγίας, τότε κάνουμε λόγο για αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο ή όπως αλλιώς λέγεται εγκεφαλική αιμορραγία. Αν οφείλεται δε σε απόφραξη ενός αγγείου, τότε ονομάζεται ισχαιμικό.

Το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο είναι μία σχετικά συχνή και σοβαρή νόσος με συνέπειες για την ποιότητα της ζωής αλλά και απειλητική για την ίδια τη ζωή. Η αντιμετώπιση του πρέπει να γίνεται σε οργανωμένο νοσοκομείο με δυνατότητα για απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική ή μαγνητική τομογραφία, αγγειογραφία), μονάδα εντατικής θεραπείας, νευροχειρουργό κ.λπ.

Παράγοντες κινδύνου

Οι παράγοντες κινδύνου του ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου:

  1. Η ύπαρξη ενός παρόμοιου επεισοδίου στο παρελθόν, είτε για τον ίδιο τον ασθενή είτε για έναν από τους γονείς.
  2. Η ύπαρξη παροδικού εγκεφαλικού επεισοδίου.
  3. Η ύπαρξη εμφράγματος του μυοκαρδίου (σημαίνει ότι όλο το αγγειακό σύστημα πάσχει).
  4. Η ηλικία: Αν είναι κανείς πάνω από 55 ετών αυξάνονται σαφώς οι πιθανότητες να προσβληθεί, αν και εγκεφαλικό επεισόδιο περιγράφεται σε κάθε ηλικία, ακόμα και σε παιδιά.
  5. Η αρτηριακή υπέρταση.
  6. Η στένωση των καρωτίδων από αθηροσκλήρωση.
  7. Το κάπνισμα.
  8. Η υψηλή χοληστερόλη αίματος.
  9. Ο αρρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης.
  10. Η παχυσαρκία.
  11. Η καθιστική ζωή.
  12. Άλλα νοσήματα της καρδιάς όπως καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμίες, κολπική μαρμαρυγή, κ.λπ.
  13. Η θεραπεία με οιστρογόνα/αντισυλληπτικά.
  14. Ο αλκοολισμός.
  15. Παθήσεις που σχετίζονται με την πήξη του αίματος, πχ. θρομβοφιλία.
  16. Η χρήση ευφοριογόνων ουσιών.

Η μείωση της υψηλής αρτηριακής υπέρτασης ή/και της χοληστερόλης, καθώς και η διακοπή του καπνίσματος περιορίζουν σημαντικά τον κίνδυνο.

Συμπτώματα

Το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο εκδηλώνεται με απότομη έναρξη ενός ή περισσοτέρων συμπτωμάτων:

  1. Αδυναμία στα χέρια ή τα πόδια
  2. Μούδιασμα στα χέρια ή τα πόδια
  3. Δυσκολία στην ομιλία
  4. Δυσκολία στο περπάτημα (αστάθεια βάδισης)
  5. Ίλιγγος και ζάλη
  6. Ελάττωση της όρασης ή διπλωπία
  7. Πονοκέφαλος και εμετός
  8. Σε μεγάλα εγκεφαλικά επεισόδια, ο ασθενής χάνει τις αισθήσεις του και πέφτει σε κώμα.

Σημειωτέον ότι κάθε ένα από αυτά τα συμπτώματα μπορεί να οφείλεται και σε άλλες νευρολογικές καταστάσεις. Η απότομη έναρξη είναι εκείνη που «δείχνει» προς ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση του εγκεφαλικού επεισοδίου γίνεται με τη χρήση φαρμάκων ή χειρουργικά. Μετά τις πρώτες 48 ώρες, και αφού έχει σταθεροποιηθεί ο ασθενής, αρχίζει πρόγραμμα παθητικής κινητοποίησης από φυσιοθεραπευτές, εργοθεραπευτές και λογοθεραπευτές όπου υπάρχει ανάγκη. Οι συνοδοί εκπαιδεύονται για την αναγκαιότητα της συνέχισης του προγράμματος και μετά τις συνεδρίες των ειδικών.

Στη συνέχεια και με την πρόοδο της αποκατάστασης το πρόγραμμα περιλαμβάνει ενεργητικές υποβοηθούμενες ασκήσεις επί κλίνης, ισορροπία σε καθιστή θέση με και χωρίς υποστήριξη, κινητοποίηση στο κρεβάτι, εκτίμηση από εργοθεραπευτή των ικανοτήτων για προσωπική φροντίδα και λήψη τροφής και από τον λογοθεραπευτή για δυνατότητα επικοινωνίας.

Προληψη

  1. Έλεγχος της αρτηριακής πίεσης.
  2. Σωστή ιατρική παρακολούθηση της ενδεχόμενης καρδιακής νόσου και ιδίως των αρρυθμιών.
  3. Έλεγχος των καρωτίδων με υπερηχογραφία (εφόσον κρίνει ο γιατρός ότι χρειάζεται).
  4. Αιματολογικές εξετάσεις σε συχνότητα ανάλογη με την ηλικία.
  5. Έλεγχος για σακχαρώδη διαβήτη.
  6. Έλεγχος της χοληστερίνης (διατροφή – άσκηση – φαρμακευτική αγωγή αν χρειάζεται)
  7. Περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ.
  8. Διακοπή του καπνίσματος.
  9. Έλεγχος σωματικού βάρους.

OBFD2Y0.png

27 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΆρθρα0

Μακροχρόνια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Καναδά το διάστημα 1952 – 2011, υποδεικνύει ότι υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ της κατάθλιψης και του αυξημένου κινδύνου πρόωρης θνησιμότητας σε άντρες και γυναίκες, παρά τις βελτιώσεις στις γνώσεις για την ψυχική υγεία.

Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Canadian Medical Association Journal, δείχνουν ότι η σχέση έχει αυξηθεί πρόσφατα, ιδιαίτερα στις γυναίκες.

Ερευνητές εξέτασαν στοιχεία 3.410 ενηλίκων και ανακάλυψαν ότι ενώ η σχέση στους άντρες υπήρχε σε κάθε δεκαετία της έρευνας. στις γυναίκες ξεκίνησε το 1990. Γενικά ο κίνδυνος θνησιμότητας που συνδέεται με την κατάθλιψη είναι ισχυρότερος στα χρόνια που ακολουθούν το καταθλιπτικό επεισόδιο. Το εύρημα οδήγησε τους ερευνητές να εικάσουν ότι ο κίνδυνος θα μπορούσε να μειωθεί με την επίτευξη ύφεσης της νόσου.

Σύμφωνα με τους ερευνητές. η κατάθλιψη συνδέεται και με τη φτωχή διατροφή. την έλλειψη άσκησης. το κάπνισμα και την αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ. που μπορούν να οδηγήσουν σε χρόνια προβλήματα υγείας. αλλά οι συγκεκριμένοι παράγοντες δεν εξηγούν τον αυξημένο κίνδυνο που φάνηκε στη συγκεκριμένη έρευνα.

Πηγή: iatronet.gr


Blood-tests.jpg

23 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΆρθρα0

Η γενική εξέταση αίματος είναι μια εξέταση ρουτίνας και ταυτόχρονα μια από τις σημαντικότερες, καθώς τα ευρήματα της δίνουν διαγνωστικές πληροφορίες για τη συνολική κατάσταση και εικόνα της υγείας μας.

Είναι απαραίτητη για τον έλεγχο νοσημάτων όπως μικροβιακές και ιογενείς λοιμώξεις, αιμοσφαιρινοπάθειες και αναιμίες, αιμορραγίες ή θρομβώσεις και λευχαιμίες. Χάρη σε αυτήν προσδιορίζονται η αιμοσφαιρίνη, ο αιματοκρίτης, ο αριθμός των ερυθροκυττάρων, των λευκοκυττάρων και των αιμοπεταλίων, καθώς και σειρά άλλων αιματολογικών παραμέτρων, ενώ βοηθάει και στην παρακολούθηση της πορείας πολλών παθήσεων και νοσημάτων καθώς και στην αποτελεσματικότητα της χορηγούμενης θεραπείας.

Πολλοί ασθενείς χρειάζονται τις μετρήσεις της εξέτασης για να εκτιμηθεί η γενική κατάσταση της υγείας τους. Εάν είναι υγιείς και έχουν μετρήσεις μέσα στα φυσιολογικά όρια, τότε συνήθως δεν χρειάζεται νέα γενική αίματος, εκτός αν κάτι αλλάξει στην υγεία τους ή το ζητήσει ο γιατρός.

Πότε πρέπει να γίνεται

Αν ο ασθενής παρουσιάζει συμπτώματα κούρασης, αδυναμίας ή έχει κάποια λοίμωξη, φλεγμονή η αιμορραγία, τότε η γενική αίματος μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση. Σημαντικά αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια επιβεβαιώνουν την παρουσία λοίμωξης και καθοδηγούν την περαιτέρω διερεύνηση για την ταυτοποίηση της υποκείμενης αιτίας.

Όταν τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι μειωμένα (αναιμία) απαιτείται και η μελέτη του μεγέθους και του σχήματος τους για να μπορεί να προσδιορισθεί η αιτία. Ο αριθμός των αιμοπεταλίων που είναι χαμηλός ή υπερβολικά μεγάλος πιθανά εξηγεί μια μεγάλη αιμορραγία ή θρόμβωση ή συνδέεται και με ασθένεια στον μυελό των οστών.

Πολλές καταστάσεις έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση ή την ελάττωση σε κάποιον από τους κυτταρικούς πληθυσμούς του αίματος. Ορισμένες απαιτούν θεραπεία, ενώ άλλες αποκαθίστανται από μόνες τους. Ασθένειες όπως ο καρκίνος (και η αντιμετώπισή του με χημειοθεραπεία), μεταβάλλουν την παραγωγή κυττάρων από το μυελό των οστών και είτε αυξάνουν την παραγωγή της μιας κατηγορίας σε βάρος των υπολοίπων είτε ελαττώνουν τη συνολική παραγωγή. Κάποια φάρμακα μειώνουν των αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων, ενώ ακόμη και η έλλειψη σε βιταμίνες ή ιχνοστοιχεία μπορεί να προκαλέσει αναιμία.

Η γενική εξέταση αίματος απαιτείται να γίνεται σε τακτική βάση για να παρακολουθούνται αυτές οι καταστάσεις και οι θεραπείες ή και μία φορά τον χρόνο για προληπτικούς λόγους όταν δεν υφίσταται κάποιο νόσημα.

Μπορεί ο τρόπος ζωής να επηρεάσει τις τιμές;

Έχει διαπιστωθεί ότι ο τρόπος ζωής δεν επηρεάζει τις τιμές της γενικής αίματος, σε αντίθεση με ότι ισχύει για την «καλή» και την «κακή» χοληστερίνη, παρά μόνο εάν υπάρχει μια υποκείμενη έλλειψη όπως βιταμίνης Β12, φολικού οξέως ή σιδήρου. Ένας ασθενής δεν έχει τη δυνατότητα να αυξήσει άμεσα τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων ή να μεταβάλλει το μέγεθος και το σχήμα των ερυθρών του αιμοσφαιρίων.

Γενικότερα δεν απαιτείται κάποια ειδική δίαιτα, ωστόσο είναι καλό να αποφεύγεται το λιπαρό γεύμα πριν την εξέταση.


HSP_15607_CornPlaster_Application_no_packaging_PR_Screen.jpg

9 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η διαβητική νευροπάθεια είναι μια επιπλοκή που προκαλείται από τον σακχαρώδη διαβήτη, μια χρόνια μεταβολική νόσο όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Η λειτουργία των νεύρων στην περίπτωση που εκδηλωθεί η σοβαρή αυτή επιπλοκή, επηρεάζεται με αποτέλεσμα να μη μεταδίδουν σωστά τους ερεθισμούς από το σώμα προς τον εγκέφαλο. Προκαλείται έτσι μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος.

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη οι οποίοι δεν ελέγχουν κανονικά τη γλυκόζη στο αίμα τους για να την διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα, διατρέχουν περισσότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβητική νευροπάθεια.

Συμπτώματα

Η διαβητική νευροπάθεια μπορεί να επηρεάσει πολλά σημεία και λειτουργίες του σώματος. Σε πολλές περιπτώσεις δημιουργείται μούδιασμα με απώλεια της αίσθησης και οδυνηρό μυρμήγκιασμα στα μέρη του σώματος, που επηρεάζονται από το νεύρο που πάσχει.

Στα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνονται:

– Μούδιασμα στα πόδια και στα δάκτυλα
– Πληγές –συνήθως στα πόδια– που δημιουργούνται από κοψίματα ή τραύματα που δεν επουλώνονται εύκολα, αλλά και δεν προκαλούν τόσο πόνο όσο θα αναμενόταν
– Μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος
– Διάρροια ή δυσκοιλιότητα που οφείλονται στις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλεί η νευροπάθεια στο έντερο
– Προβλήματα και δυσκολίες της στύσης στους άνδρες

Τα άτομα που έχουν προσβληθεί από διαβητική νευροπάθεια δεν νιώθουν κανονικά τον πόνο στην περιοχή που έχει επηρεαστεί. Εάν πληγωθούν ή τραυματιστούν στο σημείο που επηρεάστηκε δεν το αντιλαμβάνονται διότι απουσιάζει το χρήσιμο για την περίπτωση μήνυμα που στέλλει ο πόνος.

Επιπρόσθετα, μπορεί να δημιουργηθεί μυϊκή ατροφία και σταδιακά να υπάρξει δυσκολία στο περπάτημα. Το δέρμα στα πόδια αδυνατίζει και μπορεί να δημιουργήσει ραγάδες που εξελίσσονται σε πληγές. Εάν οι πληγές που αναπτύσσονται στο μέρος του σώματος που επηρεάζεται από τη διαβητική νευροπάθεια μολυνθούν και χειροτερεύσουν είναι δύσκολο να αποθεραπευτούν. Το αποτέλεσμα αυτό κάποια στιγμή μπορεί να οδηγήσει στον ακρωτηριασμό.

Πρόληψη

Όπως ισχύει σε όλα τα προβλήματα υγείας, η καλύτερη θεραπεία της διαβητικής νευροπάθειας είναι η πρόληψη. Ο καλός μεταβολικός έλεγχος του διαβήτη, η επίτευξη δηλαδή τιμών σακχάρου αίματος νηστείας ή μετά τα γεύματα που να προσεγγίζουν κατά το δυνατό τις αντίστοιχες τιμές των μη διαβητικών ατόμων, αποτελεί σημαντικό στοιχείο αποφυγής επιπλοκών.

Ακόμη και στη θεραπεία όμως κάθε μορφής διαβητικής νευροπάθειας η άριστη ρύθμιση του διαβήτη αποτελεί τον κοινό παρανομαστή των θεραπευτικών σχημάτων. Χορηγούνται επίσης αναλγητικά ή και άλλα φάρμακα κατά περίπτωση, ενώ το άτομο θα πρέπει επίσης να σταματήσει την κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα. Τέλος, συνίσταται να μην παραλείπεται ο προληπτικός έλεγχος, συνήθως κάθε χρόνο, διότι η αντιμετώπιση είναι ευκολότερη όσο πιο νωρίς αποκαλυφθούν οι τυχόν βλάβες.


943.jpg

6 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Νέες αναλύσεις της μελέτης DEVOTE, μια πολυεθνική κλινική μελέτη η οποία διερεύνησε την καρδιαγγειακή ασφάλεια ανάμεσα σε σκευάσματα ινσουλίνης, έδειξαν ότι τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 τα οποία βιώνουν σοβαρή υπογλυκαιμία (χαμηλά επίπεδα γλυκόζης πλάσματος) εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου.

Ο κίνδυνος ήταν τέσσερις φορές υψηλότερος 15 ημέρες μετά από ένα επεισόδιο και 2,5 φορές υψηλότερος οποιαδήποτε στιγμή μετά από ένα επεισόδιο σοβαρής υπογλυκαιμίας. Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ημερήσιες διακυμάνσεις στα επίπεδα γλυκόζης πλάσματος σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου.

Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) και δημοσιεύτηκαν ταυτόχρονα στο επιστημονικό περιοδικό Diabetologia.

«Τα επεισόδια σοβαρής υπογλυκαιμίας δεν αποτελούν μόνο πηγή άγχους και δυνητικό κίνδυνο για τους ασθενείς αλλά συνδέονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Τα αποτελέσματα αυτά υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης χαμηλής διακύμανσης στα επίπεδα γλυκόζης πλάσματος και της μείωσης του κινδύνου εμφάνισης σοβαρής υπογλυκαιμίας κατά τη θεραπεία ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2», τόνισε ο δρ Μπερναρντ Ζινμαν από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Lunenfeld-Tanenbaum του Νοσοκομείου Όρος Σινά, και του Πανεπιστημίου του Τορόντο, μέλος της διευθύνουσας επιτροπής της DEVOTE.

H DEVOTE ήταν η πρώτη μελέτη καρδιαγγειακής έκβασης (CVOT) η οποία σύγκρινε δύο βασικές ινσουλίνες για περισσότερες από 104 εβδομάδες και στην οποία τυχαιοποιήθηκαν περισσότερα από 7.500 άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2.

Όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη είχαν υψηλό κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο ή προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο και λάμβαναν ήδη τη συνήθη αγωγή ώστε να μειώσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Με πληροφορίες από health.in.gr.

Photo credit: Freepik


2908.jpg

Ο όρος «υπερινσουλιναιμία» περιγράφει μια κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός παράγει μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης σε σχέση με αυτές που έχει ανάγκη.

Η ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας επιτελώντας διάφορες λειτουργίες, εκ των οποίων μία από τις βασικότερες είναι η διοχέτευση της γλυκόζης, που λαμβάνεται από τα τρόφιμα, στα κύτταρα. Τα κύτταρα την χρησιμοποιούν για να παραγάγουν ενέργεια και για να αποθηκεύσουν την περισσευούμενη για μελλοντική χρήση.

Η πιο κοινή αιτία που προκαλεί υπερινσουλιναιμία είναι η ινσουλινοαντίσταση, μια κατάσταση όπου τα κύτταρα αντιστέκονται στο να προσλάβουν την ινσουλίνη και συνεπώς αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τη γλυκόζη.

Το πάγκρεας για να το αντισταθμίσει αυτό παράγει περισσότερη ινσουλίνη. Όσο όμως αυξάνεται η έκκριση ινσουλίνης, εμφανίζεται και αντίσταση στη δράση της. Και έτσι, εφόσον το πάγκρεας έχει τη συνεχή δυνα­τότητα έκκρισης μεγάλων ποσοτήτων ινσουλίνης ώστε να διατηρεί φυσιολογική τη γλυκόζη αίματος, δεν εμφανίζεται σακχαρώδης διαβήτης, υπάρχει όμως ελαττωμένη ανοχή στη γλυκόζη. Επειδή το πάγκρεας δεν μπορεί να διατηρήσει απε­ριόριστα τη συνεχή έκκριση μεγάλων ποσοτήτων ιν­σουλίνης, η «εξάντλησή» του μπορεί να οδηγήσει τελικά σε διαβήτη.

Άλλες καταστάσεις με τις οποίες συνδέεται η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι η παχυσαρκία, η δυσανεξία στη γλυκόζη (προδιαβήτης) και το μεταβολικό σύνδρομο, η κακή διατροφή, η έλλειψη φυσικής άσκησης, διάφορες φαρμακευτικές αγωγές και η ηλικία.

Πώς εκδηλώνεται

Η υπερινσουλιναιμία χωρίς παθολογικές τιμές σακχάρου ευθύνεται για τις ωριαίες μεταβολές της ενεργητικότητας και της διάθεσής μας, που εκδηλώνεται με εξάντληση, αδυναμία, καταβολή, διαταραχές μνήμης, ευερεθιστικότητα, αδυναμία συγκέντρωσης και εναλλαγή νύστας – πείνας, τα οποία βελτιώνονται άμεσα με τη λήψη τροφής ή καφέ. Η υπερινσουλιναιμία με ή χωρίς παχυσαρκία οδηγεί στην εξάντληση του παγκρέατος με συνέπεια την εμφάνιση πολλά χρόνια αργότερα του σακχαρώδους διαβήτη.

Αντιμετώπιση

Δεδομένου ότι η υπερινσουλιναιμία συχνά συνδέεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και την παχυσαρκία, η μείωση του σωματικού βάρους αποτελεί έναν από τους καλύτερους τρόπους για να βελτιωθεί η ευαισθησία στην ινσουλίνη.

Όταν δεν συντρέχει κάποια άλλη νόσος, η περιορισμένη κατανάλωση θερμίδων καθώς και η μείωση της κατανάλωσης λιπαρών, αλατιού και αλκοόλ, μπορούν να βοηθήσουν. Τέλος, συνίσταται η διακοπή του καπνίσματος και η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας περίπου 30 με 60 λεπτά μέτριας άσκησης τη μέρα.

Photo credit: Freepik


Blood-Sugar.jpg

11 Σεπτεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα, το απλό δηλαδή σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του  οργανισμού. Αναπτύσσεται όταν το σώμα δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η υπογλυκαιμία είναι μία από τις καταστάσεις που θα πρέπει να προσέξει ένας διαβητικός. Εκδηλώνεται όταν το σάκχαρο του αίματος πέφτει κάτω από 70ml/dl μαζί με μια σειρά από ορισμένα συμπτώματα: πείνα, εφίδρωση, πονοκέφαλος, ζάλη, θολή όραση, τρέμουλο, ναυτία, ταχυκαρδία, υπνηλία, έλλειψη συγκέντρωσης, νευρικότητα, συμπεριφορά μεθυσμένου, αδυναμία και ξαφνική κούραση. Τα συμπτώματα αυτά είναι τα πιο κοινά, ωστόσο μπορεί να ποικίλουν από άτομο σε άτομο.

Στην περίπτωση της υπογλυκαιμίας ο ασθενής μπορεί να εφαρμόσει τον λεγόμενο «κανόνα του 15» για να την αντιμετωπίσει, χωρίς όμως να φτάσει στο άλλο άκρο, την υπεργλυκαιμία:

1. Μετρήστε το σάκχαρό σας και βεβαιωθείτε ότι η τιμή είναι κάτω από 70ml/dl, γιατί πολλές φορές τα συμπτώματα δεν είναι πάντα αντιληπτά.
2. Καταναλώστε αμέσως 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα.
3. Περιμένετε 15 λεπτά και μετρήστε ξανά το σάκχαρό σας. Αν και πάλι το σάκχαρο αίματος είναι κάτω από 70ml/dl καταναλώστε άλλα 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα και ξαναπάτε στο βήμα 1.

Γρήγοροι υδατάνθρακες είναι εκείνοι που ανεβάζουν πολύ γρήγορα το σάκχαρο. Τα 15γρ γρήγορου υδατάνθρακα αντιστοιχούν στα εξής:

– Δεκαπέντε γραμμάρια λευκή ζάχαρη ή μέλι (3 κουταλάκια του γλυκού ή 1 κουταλιά της σούπας ή 2 – 3 φακελάκια)
– Μισό ποτήρι χυμό (120ml)
– Τρία με τέσσερα δισκία γλυκόζης (κάθε δισκίο περιέχει 4γρ.)
– Μισό κουτάκι αναψυκτικό με προσθήκη ζάχαρης
– Ένα αθλητικό ποτό (1 κουτάκι περιέχει περίπου 16γρ.)

Για άμεση αντιμετώπιση μιας σοβαρής υπογλυκαιμίας χορηγείται 1mg γλυκαγόνης ενδομυϊκά ή υποδόρια. Συνεπώς είναι σημαντικό οι φίλοι και η οικογένεια του ατόμου να μπορούν να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, καθώς και να γνωρίζουν πώς να την αντιμετωπίσουν.

Photo credit: Freepik




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.