Blog

diabetes-777001_1280.jpg

31 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η Διαβητολογική Εταιρεία Βόρειας Ελλάδας (ΔΕΒΕ) στις 30 Ιανουαρίου πραγματοποίησε στο Makedonia Palace στη Θεσσαλονίκη μια ειδική  ημερίδα για νοσηλευτές και διαιτολόγους με τον τίτλο «Σακχαρώδης Διαβήτης: Ένα σύγχρονο πρόβλημα υγείας».

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Τα τελευταία χρόνια ο δυτικός τρόπος ζωής και τα αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας που παρατηρούνται ανά το ευρύτερο κοινό, έχουν πυροδοτήσει μια επιδημική τάση ανάπτυξης του διαβήτη τύπου ΙΙ. Ο συγκεκριμένος τύπος θεωρείται το πιο σοβαρό χρόνιο νόσημα στην Ευρώπη, ενώ στις ΗΠΑ χαρακτηρίστηκε το πιο επικίνδυνο μαζί με την υπέρταση και τη στεφανιαία νόσο.

Για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη η εύρεση της σωστής ισορροπίας ανάμεσα στο φαγητό, στην άσκηση και στην ινσουλίνη είναι μείζονος σημασίας για να έχουν μια καλή και υγιεινή ζωή, ενώ ο συχνός έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητος για τη σωστή ρύθμιση της νόσου.

Για το θέμα αυτό, καθώς και για τους γλυκαιμικούς στόχους, μίλησα στη συγκεκριμένη ημερίδα, όπου με χαρά δέχτηκα την ευγενική πρόσκληση του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΒΕ προκειμένου να καταθέσω την εμπειρία μου.

Με κλικ στην παρακάτω εικόνα παραπέμπεστε στο βίντεο της ομιλίας.

Video


FORA-CARE-005-e14111144942451.jpg

29 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η υπογλυκαιμία είναι μια παθολογική κατάσταση, η οποία οφείλεται στην ελάττωση του σακχάρου του αίματος σε επίπεδα που να προκαλούν την εκδήλωση συμπτωμάτων.

Τα επίπεδα στα οποία θα εκδηλωθούν τα συμπτώματα δεν είναι τα ίδια για όλους. Ο καθένας μας έχει διαφορετική ευαισθησία στη μείωση των επιπέδων του σακχάρου με αποτέλεσμα ένα άτομο να εμφανίζει συμπτώματα σε τιμές υψηλότερες ή χαμηλότερες από ένα άλλο.

Στη συντριπτική της πλειοψηφία η υπογλυκαιμία παρουσιάζεται σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, τα οποία είτε κάνουν υπέρβαση της δόσεως της λαμβανόμενης ινσουλίνης ή των αντιδιαβητικών δισκίων για τη θεραπεία τους είτε σε καθυστέρηση της λήψεως γεύματος ή σε έντονη σωματική άσκηση.

Σε άλλες περιπτώσεις οι οποίες δεν οφείλονται στο διαβήτη, η υπογλυκαιμία μπορεί να συνοδεύει ποικίλες παθήσεις, από τις πιο καλοήθεις, όπως η υπογλυκαιμία της νηστείας, μέχρι τις πιο κακοήθεις, όπως οι ουσίες που εκκρίνονται από διάφορους όγκους και προκαλούν υπογλυκαιμία.

Πώς προκαλείται

Η υπογλυκαιμία γενικά προκαλείται από δύο βασικούς μηχανισμούς: α) από την μειωμένη παροχής γλυκόζης στο αίμα και β) από την αυξημένη απομάκρυνση της γλυκόζης από το αίμα λόγω αυξημένης κατανάλωσης.

Μειωμένη παροχή γλυκόζης στον οργανισμό υπάρχει στην περίπτωση του παρατεταμένου υποσιτισμού, της κακής απορρόφησης της γλυκόζης από το έντερο, των παθήσεων του ήπατος (π.χ. χρόνια ηπατίτιδα ή κίρρωση του ήπατος), καθώς και σε καταστάσεις που προκαλούν μειωμένη σύνθεση γλυκόζης μέσα στον οργανισμό από άλλες θρεπτικές ουσίες (νεογλυκογένεση).

Αυξημένη απομάκρυνση γλυκόζης από το αίμα υπάρχει στην περίπτωση της αυξημένης παραγωγής μυϊκού έργου (π.χ. έντονη σωματική άσκηση ή βαριά χειρωνακτική εργασία) και του υπερινσουλινισμού (αυξημένες τιμές ινσουλίνης στο αίμα).

Ο υπερινσουλινισμός συνηθέστερα οφείλεται σε υπερβολική χορήγηση ινσουλίνης σε διαβητικά άτομα και αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία της υπογλυκαιμίας. Ο υπερινσουλινισμός όμως μπορεί να οφείλεται και σε αυξημένη παραγωγή ινσουλίνης είτε από όγκους του παγκρέατος είτε από όγκους διαφόρων άλλων οργάνων  που παράγουν ουσίες που μιμούνται τη δράση της ινσουλίνης.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα που προκαλούνται από την υπογλυκαιμία είναι συνάρτηση τόσο των επιπέδων του σακχάρου του αίματος όσο και της ταχύτητας με την οποία αυτό μειώνεται. Η γλυκόζη αποτελεί την κύρια και μοναδική πηγή ενεργείας των νευρικών κυττάρων και έτσι ένα μεγάλο μέρος των συμπτωμάτων της οφείλεται στη δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος. Τα συμπτώματα αυτά μπορούν να διακριθούν σε οξέα, υποξέα και χρόνια.

Στα οξέα συμπτώματα περιλαμβάνονται η εφίδρωση, το αίσθημα πείνας, άγχους, τρεμούλας, μουδιάσματα των δακτύλων και διαταραχές από την όραση, τα οποία συνήθως παρουσιάζονται σε άτομα που κάνουν υπέρβαση της δόσης της ινσουλίνης. Κάθε διαβητικό άτομο θα πρέπει να μπορεί να διακρίνει εύκολα τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας ώστε να τα αντιμετωπίζει έγκαιρα.

Τα υποξέα συμπτώματα είναι λιγότερο έκδηλα. Σε αυτά κυρίως περιλαμβάνονται η υπνηλία και η ελάττωση της ικανότητας για αυτόματες αντιδράσεις, ωστόσο μπορεί να υπάρχουν και εκδηλώσεις κακής συμπεριφοράς τις οποίες το άτομο δεν είναι σε θέση να καταλάβει. Η ανάρμοστη αυτή συμπεριφορά αρκετές φορές αποδίδεται σε λήψη αλκοόλ επειδή ακριβώς η συμπεριφορά του ατόμου μοιάζει με αυτή του μεθυσμένου. Στα υποξέα συμπτώματα περιλαμβάνεται και ο αρνητισμός καθώς και η ανικανότητα χειρισμού ατομικών υποθέσεων.

Τα χρόνια συμπτώματα συνήθως παρουσιάζονται σε άτομα που πάσχουν από όγκους που εκκρίνουν ινσουλίνη. Τα συμπτώματα αυτά είναι ύπουλα, διαδράμουν χρονίως χωρίς να είναι έντονα και πολύ συχνά διαγιγνώσκονται δύσκολα και κυρίως καθυστερημένα. Τα χρόνια συμπτώματα της υπογλυκαιμίας συνίστανται σε βραδεία προοδευτική διανοητική έκπτωση, η οποία πολλές φορές έχει και στοιχεία ψυχοπάθειας και η οποία καταλήγει τελικά σε εγκεφαλική άνοια.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας επικεντρώνεται στο αίτιο που την προκαλεί, οπότε ανάλογη είναι και η θεραπεία. Συνήθως όμως αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση γλυκόζης είτε υπό τη μορφή της ενδοφλέβιας χορήγησης είτε στις πιο ελαφριές περιπτώσεις με την κατανάλωση ζάχαρης ή γλυκού.


woman-791541_1280-1024x682.jpg

27 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Οι ηλικιωμένες γυναίκες που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν διαβήτη τύπου ΙΙ ενδεχομένως μπορούν να βελτιώσουν τον έλεγχο του σακχάρου τους βάζοντας περισσότερη κίνηση στη ζωή τους.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου Diabetes Care, επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Λανκαστερ, με επικεφαλής τον Δρ Τζοζεφ Χενσον, παρατήρησε ότι οι γυναίκες που σηκώνοντας ή περπατούσαν για λίγο ανά τακτά διαστήματα είχαν βελτιωμένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, συγκριτικά με όσες κάθονταν συνεχόμενα για 7,5 ώρες.

Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε 22 υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που κινδύνευαν να εκδηλώσουν διαβήτη και τις υπέβαλαν σε τρία ημερήσια προγράμματα. Είτε μπορούσαν να κάθονται για 7,5 ώρες διαρκώς, είτε να διακόπτουν αυτό το διάστημα, με το να σηκώνονται ανά μισή ώρα και να στέκονται όρθιες για πέντε λεπτά ή να περπατάνε για πέντε λεπτά ανά μισή ώρα.

Οι γυναίκες έτρωγαν ένα συγκεκριμένο πρωινό και μεσημεριανό γεύμα και οι ερευνητές συνέλεγαν δείγματα αίματος καθημερινά.

Συγκριτικά με όσες κάθονταν συνεχόμενα 7,5 ώρες, εκείνες που σηκώνονταν όρθιες ανά μισή ώρα είχαν 34% μικρότερη αύξηση της γλυκόζης μετά το φαγητό. Επίσης, η αύξηση της γλυκόζης ήταν μειωμένη κατά 28% στις γυναίκες που περπατούσαν πέντε λεπτά ανά μισή ώρα.

Οι αυξημένες συγκεντρώσεις ινσουλίνης, ένδειξη διαβήτη, ήταν επίσης μικρότερες στις γυναίκες που στέκονταν ή περπατούσαν ανά μισή ώρα.

«Δεν παρατηρήσαμε διαφορά ανάμεσα σε εκείνες που στέκονταν και σε αυτές που περπατούσαν. Σημασία είχε μόνο ότι δεν παρέμεναν ακίνητες. Βέβαια θα πρέπει να συνεχίσουμε τη μελέτη για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα γιατί η κίνηση βελτιώνει τα επίπεδα της γλυκόζης και της ινσουλίνης. Ίσως η μυική δραστηριότητα να στέλνει μήνυμα στον οργανισμό ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει το σάκχαρο που έχει ως ενεργειακή πηγή» εξηγεί ο Δρ Χενσον.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι και άλλες μελέτες έχουν δείξει παρόμοια οφέλη. Τον περασμένο Μάρτιο ερευνητές ανακοίνωσαν ότι όσοι ανέφεραν κάποια σωματική δραστηριότητα ανά 30 λεπτά είχαν μείωση σωματικού βάρους και περιμέτρου μέσης.

Πηγή: health.in.gr


17337713225_85ef5a039c_b.jpg

Πολλοί άνθρωποι ενδεχομένως γνωρίζουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια δια βίου νόσος η οποία μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι να θεραπευτεί πλήρως. Οι ασθενείς χρειάζεται να ξεκινήσουν – παράλληλα με τη λήψη ειδικών φαρμάκων – έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, εντάσσοντας στην καθημερινότητά τους τη σωματική άσκηση και την υγιεινή διατροφή, ώστε να ελέγξουν μια νόσο που σε πολλές περιπτώσεις είναι προοδευτική.

Νέα δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι υποχρεωτικά προς το χειρότερο, καθώς έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο διαβήτης κατάφερε να υποστρέψει τόσο ώστε να μην χρειάζονται φάρμακα.

Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους. Σπάνια έχει επίσης αναφερθεί και σε άτομα που έχουν κάνει μόνο αλλαγές στον τρόπο ζωής. Έτσι, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μην είναι ο μόνος δρόμος για την ύφεση της νόσου.

Στις περιπτώσεις όπου οι μετρήσεις των επιπέδων του σακχάρου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είναι χαμηλότερες των ενδείξεων του διαβήτη, το οποίο επιτεύχθηκε χωρίς τη λήψη φαρμάκων ή τη χειρουργική επέμβαση, τότε κάνουμε λόγο για υποστροφή του διαβήτη.

Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (American Diabetes Association) έχει εκδώσει τους παρακάτω ορισμούς:

– Μερική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας από 100 μέχρι 125mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 6,0% μέχρι 6,5% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Ολική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 6,0% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Παρατεινόμενη υποστροφή υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL, ή γλυκοζυλιωμένη μικρότερη από 6.0% για 5 χρόνια χωρίς φάρμακα.

Ποιος μπορεί να πετύχει υποστροφή του διαβήτη

Το ποιος μπορεί να πετύχει μερική ή ολική υποστροφή του διαβήτη δεν έχει απαντηθεί ακόμα από την ιατρική κοινότητα, ωστόσο η έρευνα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σύμφωνα πάντως με τις σημερινές ενδείξεις, υποστροφή του διαβήτη δεν μπορούν να πετύχουν όσοι έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 1, αλλά είναι πιθανό για όσους έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 2.

Μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν όσοι έχουν πρόσφατη διάγνωση διαβήτη, έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, είναι νέα ή μεσήλικα άτομα, δεν έχουν άλλα νοσήματα ή επιπλοκές από τη νόσο και ακολουθούν τις οδηγίες για τη ρύθμισή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια για ρύθμιση του σακχάρου και απώλεια βάρους μπορεί να φρενάρει την εξέλιξη του διαβήτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η φαρμακευτική αγωγή στο μέλλον, αλλά και ότι μπορεί να αντιστραφεί η πορεία του, δηλαδή να πετύχουμε καλύτερη ρύθμιση με λιγότερα φάρμακα.

Photo credit: davis.steve32 via Foter.com / CC BY

blood-pixabay2.jpg

20 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία1

Η παχυσαρκία συνδέεται με τη δημιουργία θρόμβων στις φλέβες παιδιών και εφήβων, ενώ μάλιστα αποτελεί στατιστικά σημαντικό προγνωστικό παράγοντα, σύμφωνα με μια νέα έρευνα.

Η φλεβική θρόμβωση είναι ένας όρος που περιγράφει το σχηματισμό πηγμάτων αίματος μέσα σε φλεβικά αγγεία. Πρόκειται για μια σχετικά συχνή πάθηση, η οποία πολλές φορές διαφεύγει της διάγνωσης και αποτελεί σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας.

Προκαλεί ιστολογική βλάβη, η οποία αρχίζει πρώτα με τη βλάβη του αγγείου και τη συνάθροιση αιμοπεταλίων και την οποία ακολουθεί έκκριση θρομβοπλαστινικών ουσιών και σχηματισμός ινικής, που παγιδεύει τα ερυθρά αιμοσφαίρια.

Οι ερευνητές προειδοποίησαν ότι η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και φλεβικής θρομβοεμβολής μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας αν παραμείνει χωρίς αγωγή.

Η Elizabeth Halvorson του Wake Forest Baptist Medical Center στη Βόρεια Καρολίνα, δήλωσε ότι η έρευνα έδειξε σχέση μεταξύ της παχυσαρκίας και της φλεβικής θρομβοεμβολής στα παιδιά, η οποία θα πρέπει να ερευνηθεί με περαιτέρω μελέτες.

Πρόσθεσε ότι αυτό είναι σημαντικό επειδή η εμφάνιση φλεβικής θρομβοεμβολής στα παιδιά έχει αυξηθεί σημαντικά τα προηγούμενα 20 χρόνια και η παιδική παχυσαρκία παραμένει σε υψηλά επίπεδα στις ΗΠΑ.

Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία ασθενών μεταξύ Ιανουαρίου 2000 και Σεπτεμβρίου 2012, εντοπίζοντας 88 ασθενείς μεταξύ 2 και 18 ετών – επιβεβαιωμένα περιστατικά φλεβικής θρομβοεμβολής. Αφού έλαβαν υπόψη άλλους παράγοντες κινδύνου, οι ερευνητές ανακάλυψαν μικρή αλλά στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της παχυσαρκίας και της φλεβικής θρομβοεμβολής.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hospital Pediatrics.

Με πληροφορίες από iatronet.gr.


Stomach-pain-e1529483225810.jpg

18 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΆρθραΛοιμώξεις0

Η δυσπεψία είναι ένα ακαθόριστο αίσθημα κοιλιακής δυσφορίας, το οποίο συνήθως συνοδεύεται από ερυγές, αίσθημα πληρότητας, ναυτία και εμετό ή και σε σπανιότερες περιπτώσεις από καρδιαλγία και δυσκινησία εντέρου.

Πρόκειται για ένα συνηθισμένο πρόβλημα που μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, το οποίο εκδηλώνεται μετά από κάποιο γεύμα, προκαλώντας δυσκολία στη χώνεψη.  Μπορεί να πυροδοτηθεί από συγκεκριμένα τρόφιμα, καθώς και από την κατανάλωση αλκοολούχων ή ανθρακούχων ποτών. Μπορεί επίσης να προκληθεί εάν το άτομο τρώει γρήγορα, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τα πικάντικα, τα πλούσια σε ίνες και τα λιπαρά φαγητά, καθώς και η πολύ καφεΐνη επιδεινώνουν το πρόβλημα.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι πολλές φορές δεν υπάρχει οργανική βλάβη στο στομάχι που να εξηγεί τη δυσπεψία. Δηλαδή αν υποβληθεί κάποιος με δυσπεψία σε γαστροσκόπηση, το στομάχι συχνά δείχνει απολύτως φυσιολογικό.

Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί το άγχος ή η κατάθλιψη να προκαλούν συμπτώματα δυσπεψίας, ενώ άλλοι παράγοντες μπορεί να είναι:

– Το έλκος στομάχου και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, όπου το όξινο περιεχόμενο του στομάχου παλινδρομεί προς τον οισοφάγο και προκαλεί χαρακτηριστικό οπισθοστερνικό καυστικό πόνο.
– Προβλήματα στη χοληδόχο κύστη, όπως πέτρες στη χολή, που μπορεί κάποιες φορές να προκαλούν φουσκώματα και πόνο, κυρίως μετά από λιπαρό φαγητό.
– Η λοίμωξη στο στομάχι από ένα μικρόβιο που λέγεται ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
– Η λήψη φαρμάκων όπως τα αντιφλεγμονώδη λόγω αρθρίτιδας.
– Κάποιος όγκος, όπως ο καρκίνος στομάχου (πιο σπάνιο φαινόμενο).
– Η νόσος του Crohn.

Πότε είναι ανησυχητική η δυσπεψία

Συνήθως δε χρειάζονται ειδικές εξετάσεις για τη διάγνωση διότι τις πιο πολλές φορές δεν πρόκειται για δυσπεψία που προκύπτει ως αποτέλεσμα κάποιου υποκείμενου προβλήματος.

Ο ειδικός μπορεί να κρίνει αν χρειάζεται γαστροσκόπηση, κυρίως αν υπάρχουν κάποια ανησυχητικά σημάδια: αν δηλαδή εμφανίζεται δυσπεψία σε κάποιον για πρώτη φορά και είναι άνω των 50 ετών, έχει χάσει ανεξήγητα βάρος, έχει δυσκολία στην κατάποση, αναιμία, πολλούς εμετούς, ξαφνικό και οξύ κοιλιακό άλγος, κιτρινισμένο δέρμα και μάτια (ίκτερος), μαύρα κόπρανα ή πιάνει κάποια μάζα στο στομάχι του κ.α.

Θεραπεία

Η αντιμετώπιση της δυσπεψίας γίνεται με τη χορήγηση φαρμάκων εφόσον το κρίνει ο γιατρός, ωστόσο σε γενικές γραμμές συστήνεται η οικιακή περίθαλψη. Αν δηλαδή κάποιος εμφανίζει δυσπεψία θα πρέπει να επιτρέπει αρκετό χρόνο για τα γεύματα, να μασάει προσεκτικά και καλά το φαγητό, καθώς και να αποφεύγει ανησυχίες (π.χ. διαμάχες με άλλους) κατά τη διάρκεια των γευμάτων ή την άσκηση αμέσως μετά. Όσον αφορά το στρες, ένα ήρεμο περιβάλλον και ξεκούραση μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφισή της.


Walk.jpg

Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ θα πρέπει να λαμβάνουν σαφείς οδηγίες σωματικής άσκησης, ώστε να καθορίζεται ξεκάθαρα η διάρκεια, το είδος, η ένταση και η συχνότητα των προπονήσεων για κάθε άτομο ξεχωριστά, σύμφωνα με ανασκόπηση που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο British Journal of Sports Medicine.

Ως γνωστόν η γυμναστική βελτιώνει τον έλεγχο του σακχάρου του αίματος, την ευαισθησία στην ινσουλίνη, την αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα. Όμως οι περισσότεροι ασθενείς με διαβήτη δεν γυμνάζονται τακτικά.

Επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τον δρ. Ρομέου Μεντες από τη Μονάδα Δημόσιας Υγείας των Κέντρων Υγείας της Βίλα Ρεαλ στην Πορτογαλία επανεξέτασε όλες τις δημοσιευμένες συστάσεις ή κατευθυντήριες οδηγίες για την άθληση σε άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ, που είχαν εκδοθεί από διεθνείς επιστημονικούς φορείς της διαβητολογίας, ενδοκρινολογίας, καρδιολογίας, δημόσιας υγείας και αθλητικής ιατρικής.

Τελικά εντόπισαν 11 δημοσιεύσεις από φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη του Διαβήτη, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και το Σουηδικό Εθνικού Ινστιτούτο Υγείας.

Όλοι οι φορείς συμφωνούσαν ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ θα πρέπει να γυμνάζονται αθροιστικά τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα, σε τρεις διαφορετικές ημέρες με αερόβια έντονη ή μέτρια άσκηση και επίσης δύο φορές την εβδομάδα ασκήσεις αντίστασης.

Η αερόβια γυμναστική περιλάμβανε ζωηρό περπάτημα, τρέξιμο, ποδήλατο, κολύμπι ή άλλες δραστηριότητες και οι ασκήσεις αντίστασης έπρεπε να επικεντρώνονται σε μεγάλες μυϊκές ομάδες με ελεύθερα βάρη ή χρήση μηχανημάτων.

«Ωστόσο, η επιστήμη διαρκώς τάσσεται υπέρ των φαρμακευτικών παρεμβάσεων στην διαχείριση του διαβήτη, αντί να προτείνει στρατηγικές βελτίωσης του τρόπου ζωής. Έτσι, η πλειοψηφία των ασθενών με διαβήτη τύπου ΙΙ δεν ενθαρρύνεται να γυμνάζεται τακτικά. Αυτό εν μέρει εξηγεί γιατί δεν υπάρχει ευαισθητοποίηση και ενημέρωση για τα οφέλη της άθλησης, καθώς και για τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες» εξηγεί ο δρ. Μεντες.

Ο ερευνητής μάλιστα προτείνει να δίνονται στους ασθενείς συγκεκριμένες πληροφορίες για το είδος, τη διάρκεια, την ένταση και τη συχνότητα της άθλησης, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός καθώς και συναρτήσει των υπολοίπων παραμέτρων υγείας.

Πηγή: health.in.gr


Immune-System.png

8 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΆρθρα0

Ο όρος αυτοάνοσο νόσημα περιγράφει την ασθένεια, η οποία προκύπτει όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού «λανθασμένα» επιτίθεται εναντίον του ίδιου του σώματός του, στοχεύοντας τα κύτταρα, τους ιστούς και τα όργανά του.

Το ανοσοποιητικό μας σύστημα είναι ένα σύνολο μηχανισμών, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την άμυνα του οργανισμού απέναντι σε τοξικούς παράγοντες (βακτήρια, ιούς και άλλα μικρόβια που εισβάλλουν στο σώμα). Αποτελείται από πολλά διαφορετικά όργανα και ιστούς, μεταξύ των οποίων ο μυελός των οστών και ο θύμος αδένας, όπου δημιουργούνται και αναπτύσσονται τα ειδικά κύτταρα του συστήματος. Η σωστή του λειτουργία είναι σημαντική τόσο για την αποτροπή εμφάνισης επικίνδυνων νοσημάτων όσο και για τη μακροζωία.

Στην περίπτωση όμως των αυτοάνοσων νοσημάτων ο οργανισμός αναγνωρίζει ως «ξένα» ορισμένα κύτταρα, ενεργοποιώντας τον αμυντικό του μηχανισμό εναντίον τους.

Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα, καθένα από τα οποία μπορεί να προσβάλλει τον οργανισμό με διαφορετικούς τρόπους. Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με το σύστημα του οργανισμού που έχει προσβληθεί, αλλά τα περισσότερα αυτοάνοσα έχουν κάποια κοινά συμπτώματα τα οποία περιλαμβάνουν πυρετό, κόπωση και γενική κακουχία.

Αρκετά συχνά αυτοάνοσα νοσήματα είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, η ψωρίαση, η κοιλιοκάκη, η σκλήρυνση κατά πλάκας και ο διαβήτης τύπου 1.

Τα αίτια

Η αιτία της εμφάνισης πολλών εξ αυτών παραμένει άγνωστη, ωστόσο υπάρχουν αρκετές θεωρίες που έχουν μελετηθεί, οι οποίες συνδέουν τα αυτοάνοσα με περιβαλλοντικούς ερεθισμούς, με βακτήρια ή ιούς, με φάρμακα και με χημικές ερεθιστικές ουσίες ή ακόμη και με τη διατροφή, η οποία έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, σε σημείο όπου τα κύτταρα στερούνται βασικών στοιχείων που χρειάζονται για να λειτουργήσουν, αλλά και επιβαρύνονται με τοξικές ουσίες που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί.

Η αλλαγή αυτή της βιοχημικής σύστασης του εσωτερικού των κυττάρων, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, συνοδεύεται με αλλαγή της μεμβράνης και της εξωτερικής εικόνας του κυττάρου. Το αποτέλεσμα τελικά είναι το σώμα να μην αναγνωρίζει πλέον αυτά τα κύτταρα ως δικά του και να τους επιτίθεται.

Αντιμετώπιση

Δεν υπάρχουν θεραπείες για τις αυτοάνοσες ασθένειες, έτσι η θεραπευτική αγωγή εστιάζει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η ουσιαστική λύση είναι η αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού και η διαχείριση της πραγματικής αιτίας του προβλήματος.

Υπάρχουν ειδικές εξετάσεις που μπορούν να καθοδηγήσουν στην επαναφορά της φυσιολογικής κατάστασης των κυττάρων.

Σημαντικό επίσης είναι το άτομο να εντοπίσει και να διαχειριστεί τους στρεσογόνους παράγοντες που υποκρύπτονται πίσω από την ασθένειά του. Σχεδόν πάντα τα αυτοάνοσα νοσήματα συνοδεύονται από έντονες αλλαγές στη διάθεση που ανατροφοδοτούν τη νόσο και επιδεινώνουν την εικόνα.


diet1-1024x681.jpg

16 Δεκεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία0

Αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που παίρνουν βάρος μεταξύ δύο κυήσεων, σύμφωνα με διεθνή μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο The Lancet. Συγκεκριμένα αυξάνεται ο κίνδυνος θνησιγένειας κατά τη δεύτερη εγκυμοσύνη.

Επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον καθηγητή Κλινικής Επιδημιολογίας Σβεν Κνατίνγκιους, ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 450.000 γυναίκες.

Κίνδυνο θνησιγένειας αντιμετώπιζαν οι γυναίκες με φυσιολογικό βάρος κατά την πρώτη εγκυμοσύνη (δηλαδή με Δείκτη Μάζας Σώματος κάτω από 25), οι οποίες αύξαναν το βάρος τους κατά περίπου έξι κιλά, ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο τοκετό.

Όσα περισσότερα κιλά είχαν πάρει ανάμεσα στις δύο εγκυμοσύνες, τόσο αύξανε ο κίνδυνος. Αν η αύξηση των κιλών ήταν πάνω από 11, τότε ο κίνδυνος αυξανόταν κατά περίπου 50%, σε σχέση με όσες διατηρούν φυσιολογικό βάρος.

Αντίθετα, οι υπέρβαρες γυναίκες που καταφέρναν να χάσουν βάρος ανάμεσα στις εγκυμοσύνες, μείωναν τον κίνδυνο απώλειας του βρέφους. Αν μια γυναίκα έχει χάσει τουλάχιστον έξι κιλά πριν τη δεύτερη εγκυμοσύνη, τότε ο κίνδυνος μειώνεται κατά περίπου 50%.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, σχεδόν το ένα πέμπτο των γυναικών παίρνει βάρος μετά την πρώτη εγκυμοσύνη και αυτές αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιγένειας στη δεύτερη εγκυμοσύνη.

Οι αιτίες θανάτου του νεογνού πριν ή μετά τη γέννα ήταν, μεταξύ άλλων, οι γενετικές ανωμαλίες, η ασφυξία, οι λοιμώξεις και το σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου. Επίσης, η ηλικία της γυναίκας και το κάπνισμα συντελούσαν σε περαιτέρω αύξηση του κινδύνου.

Αν και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί η προσθήκη κιλών ανάμεσα στις εγκυμοσύνες επιδρά αρνητικά στο κυοφορούμενο έμβρυο, οι επιστήμονες εικάζουν ότι ο αυξημένος λιπώδης ιστός της εγκύου και ο διαβήτης κύησης μπορούν να επιβαρύνουν το καρδιαγγειακό σύστημα του παιδιού, να μειώσουν την παροχή οξυγόνου σε αυτό και να αυξήσουν το επίπεδο φλεγμονής του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, όλο και περισσότερες γυναίκες είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες στην αρχή της εγκυμοσύνης. Φυσιολογικού βάρους θεωρείται μια γυναίκα, όταν ο Δείκτης Μάζας Σώματος είναι 18,5 έως 25, λιποβαρής όταν ο ΔΜΣ είναι κάτω του 18,5, υπέρβαρη όταν έχει ΔΜΣ 25 έως 30 και παχύσαρκη πάνω από 30.

Πηγή: Health.in.gr

Gastroparesis.png

11 Δεκεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Πρόκειται για μια νόσο, η οποία εάν δεν ρυθμιστεί έγκαιρα, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην υγεία του ασθενούς.

Μία από τις διαταραχές αυτές είναι η διαβητική γαστροπάρεση, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη κινητικότητα του στομάχου και ελαττωμένη έκκριση υδροχλωρικού οξέος. Η γαστροπάρεση γενικότερα ορίζεται ως η παραμονή του φαγητού στο στομάχι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το φυσιολογικό, λόγω απουσίας ή ανεπαρκούς λειτουργίας του μυϊκού συστήματος του στομάχου.

Μπορεί να προκληθεί τόσο από τον διαβήτη τύπου 1 όσο και τον τύπου 2, ενώ μπορεί να εκδηλωθεί τουλάχιστον 10 χρόνια μετά την εμφάνιση του διαβήτη.

Συμπτώματα

Στα συμπτώματα της γαστροπάρεσης περιλαμβάνονται η πρωινή ναυτία, το αίσθημα πρώιμης πλήρωσης του στομάχου, ο πόνος στο επιγάστριο, οι εμετοί μετά τη λήψη τροφής, οι ερυγές και ο μετεωρισμός.

Το πιο κλασσικό σύμπτωμα της γαστροπάρεσης είναι η έμεση άπεπτων τροφών που καταναλώθηκαν πριν από 8 με 12 ώρες ή και μερικές ημέρες. Τα συμπτώματα μπορεί να έχουν εξάρσεις ή και να λάβουν τη μορφή της ανορεξίας και της ναυτίας που διαρκεί από λίγες ημέρες μέχρι μήνες και υποτροπιάζει σε άλλο χρονικό διάστημα, οδηγώντας σε απώλεια βάρους και υποθρεψία.

Η κλινική εικόνα της γαστροπάρεσης περιλαμβάνει και απορρύθμιση του μεταβολικού ελέγχου με επέλευση υπογλυκαιμίας και υπεργλυκαιμίας, λόγω της καθυστερημένης μεταγευματικής θερμιδικής απορρόφησης.

Ακόμη και όταν τα συμπτώματα είναι ήπια, η ακανόνιστη προώθηση της τροφής από το στομάχι προς το έντερο δεν συντονίζεται με τη χορήγηση ινσουλίνης που πραγματοποιεί ο ασθενής, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες αυξομειώσεις του σακχάρου στο αίμα και ανεξήγητες υπογλυκαιμίες μετά τα γεύματα.

Επιπλοκές

Η γαστροπάρεση είναι μια κατάσταση η οποία και αυτή με τη σειρά της μπορεί να προκαλέσει άλλες επιπλοκές.

Όταν το φαγητό παραμείνει μέσα στο στομάχι για μεγάλο χρονικό διάστημα, σαπίζει και αναπτύσσονται μικρόβια. Το άπεπτο φαγητό είναι επίσης δυνατόν να σκληρύνει, δημιουργώντας μια μάζα που ονομάζεται πίλημμα. Το πίλημμα με τη σειρά του μπορεί να αποφράξει το πυλωρικό στόμιο, δηλαδή την έξοδο του στομάχου προς το λεπτό έντερο.

Εάν ο πυλωρός δεν έχει φράξει και το φαγητό προχωρήσει καθυστερημένα στο λεπτό έντερο θα αυξήσει απότομα τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Συνεπώς με τη γαστροπάρεση είναι πολύ δύσκολος ο έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης και άρα του σακχαρώδη διαβήτη.

Σε περιπτώσεις που προκαλείται επίμονος εμετός από την γαστροπάρεση μπορεί να προκληθεί και αφυδάτωση του οργανισμού.

Αντιμετώπιση

Ο κύριος στόχος της θεραπείας είναι η επίτευξη του κατάλληλου γλυκαιμικού ελέγχου. Το άδειασμα του στομάχου έτσι επανέρχεται σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς, τα συμπτώματα υποχωρούν και η απορρόφηση φαρμάκων από το στόμα γίνεται σωστά. Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται συνήθως αντιμετώπιση με πολλούς τρόπους.

Γενικότερα συνίστανται τα πολλά μικρά γεύματα, τα οποία είναι καλύτερα για το στομάχι από τα λίγα και μεγάλα. Πρέπει να περιορίζονται όσο το δυνατόν τα λιπαρά, καθώς το λίπος καθυστερεί το άδειασμα του στομάχου. Μπορεί επίσης να χρειαστεί να περιοριστούν και οι φυτικές ίνες, οι οποίες ειδικά μαζί με το λίπος μπορούν να δημιουργήσουν ένα μεγάλο δύσπεπτο όγκο.

Πέραν από τη διατροφή, η χαλαρή σωματική άσκηση μετά τα γεύματα έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να επιταχύνει το άδειασμα του στομάχου, ενώ σε ό,τι αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να χρειαστούν αντικατάσταση φάρμακα που μπορεί να καθυστερούν το άδειασμα του στομάχου και να προστεθούν άλλα που αυξάνουν την κινητικότητά του.

Τέλος, συνιστάται πλήρη αποχή από το κάπνισμα και το αλκοόλ.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.