Blog

woman-791541_1280-1024x682.jpg

27 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Οι ηλικιωμένες γυναίκες που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν διαβήτη τύπου ΙΙ ενδεχομένως μπορούν να βελτιώσουν τον έλεγχο του σακχάρου τους βάζοντας περισσότερη κίνηση στη ζωή τους.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου Diabetes Care, επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Λανκαστερ, με επικεφαλής τον Δρ Τζοζεφ Χενσον, παρατήρησε ότι οι γυναίκες που σηκώνοντας ή περπατούσαν για λίγο ανά τακτά διαστήματα είχαν βελτιωμένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, συγκριτικά με όσες κάθονταν συνεχόμενα για 7,5 ώρες.

Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε 22 υπέρβαρες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που κινδύνευαν να εκδηλώσουν διαβήτη και τις υπέβαλαν σε τρία ημερήσια προγράμματα. Είτε μπορούσαν να κάθονται για 7,5 ώρες διαρκώς, είτε να διακόπτουν αυτό το διάστημα, με το να σηκώνονται ανά μισή ώρα και να στέκονται όρθιες για πέντε λεπτά ή να περπατάνε για πέντε λεπτά ανά μισή ώρα.

Οι γυναίκες έτρωγαν ένα συγκεκριμένο πρωινό και μεσημεριανό γεύμα και οι ερευνητές συνέλεγαν δείγματα αίματος καθημερινά.

Συγκριτικά με όσες κάθονταν συνεχόμενα 7,5 ώρες, εκείνες που σηκώνονταν όρθιες ανά μισή ώρα είχαν 34% μικρότερη αύξηση της γλυκόζης μετά το φαγητό. Επίσης, η αύξηση της γλυκόζης ήταν μειωμένη κατά 28% στις γυναίκες που περπατούσαν πέντε λεπτά ανά μισή ώρα.

Οι αυξημένες συγκεντρώσεις ινσουλίνης, ένδειξη διαβήτη, ήταν επίσης μικρότερες στις γυναίκες που στέκονταν ή περπατούσαν ανά μισή ώρα.

«Δεν παρατηρήσαμε διαφορά ανάμεσα σε εκείνες που στέκονταν και σε αυτές που περπατούσαν. Σημασία είχε μόνο ότι δεν παρέμεναν ακίνητες. Βέβαια θα πρέπει να συνεχίσουμε τη μελέτη για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα γιατί η κίνηση βελτιώνει τα επίπεδα της γλυκόζης και της ινσουλίνης. Ίσως η μυική δραστηριότητα να στέλνει μήνυμα στον οργανισμό ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει το σάκχαρο που έχει ως ενεργειακή πηγή» εξηγεί ο Δρ Χενσον.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι και άλλες μελέτες έχουν δείξει παρόμοια οφέλη. Τον περασμένο Μάρτιο ερευνητές ανακοίνωσαν ότι όσοι ανέφεραν κάποια σωματική δραστηριότητα ανά 30 λεπτά είχαν μείωση σωματικού βάρους και περιμέτρου μέσης.

Πηγή: health.in.gr


17337713225_85ef5a039c_b.jpg

Πολλοί άνθρωποι ενδεχομένως γνωρίζουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια δια βίου νόσος η οποία μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι να θεραπευτεί πλήρως. Οι ασθενείς χρειάζεται να ξεκινήσουν – παράλληλα με τη λήψη ειδικών φαρμάκων – έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, εντάσσοντας στην καθημερινότητά τους τη σωματική άσκηση και την υγιεινή διατροφή, ώστε να ελέγξουν μια νόσο που σε πολλές περιπτώσεις είναι προοδευτική.

Νέα δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι υποχρεωτικά προς το χειρότερο, καθώς έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο διαβήτης κατάφερε να υποστρέψει τόσο ώστε να μην χρειάζονται φάρμακα.

Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους. Σπάνια έχει επίσης αναφερθεί και σε άτομα που έχουν κάνει μόνο αλλαγές στον τρόπο ζωής. Έτσι, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μην είναι ο μόνος δρόμος για την ύφεση της νόσου.

Στις περιπτώσεις όπου οι μετρήσεις των επιπέδων του σακχάρου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είναι χαμηλότερες των ενδείξεων του διαβήτη, το οποίο επιτεύχθηκε χωρίς τη λήψη φαρμάκων ή τη χειρουργική επέμβαση, τότε κάνουμε λόγο για υποστροφή του διαβήτη.

Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (American Diabetes Association) έχει εκδώσει τους παρακάτω ορισμούς:

– Μερική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας από 100 μέχρι 125mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 6,0% μέχρι 6,5% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Ολική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 6,0% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Παρατεινόμενη υποστροφή υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL, ή γλυκοζυλιωμένη μικρότερη από 6.0% για 5 χρόνια χωρίς φάρμακα.

Ποιος μπορεί να πετύχει υποστροφή του διαβήτη

Το ποιος μπορεί να πετύχει μερική ή ολική υποστροφή του διαβήτη δεν έχει απαντηθεί ακόμα από την ιατρική κοινότητα, ωστόσο η έρευνα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σύμφωνα πάντως με τις σημερινές ενδείξεις, υποστροφή του διαβήτη δεν μπορούν να πετύχουν όσοι έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 1, αλλά είναι πιθανό για όσους έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 2.

Μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν όσοι έχουν πρόσφατη διάγνωση διαβήτη, έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, είναι νέα ή μεσήλικα άτομα, δεν έχουν άλλα νοσήματα ή επιπλοκές από τη νόσο και ακολουθούν τις οδηγίες για τη ρύθμισή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια για ρύθμιση του σακχάρου και απώλεια βάρους μπορεί να φρενάρει την εξέλιξη του διαβήτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η φαρμακευτική αγωγή στο μέλλον, αλλά και ότι μπορεί να αντιστραφεί η πορεία του, δηλαδή να πετύχουμε καλύτερη ρύθμιση με λιγότερα φάρμακα.

Photo credit: davis.steve32 via Foter.com / CC BY

Walk.jpg

Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ θα πρέπει να λαμβάνουν σαφείς οδηγίες σωματικής άσκησης, ώστε να καθορίζεται ξεκάθαρα η διάρκεια, το είδος, η ένταση και η συχνότητα των προπονήσεων για κάθε άτομο ξεχωριστά, σύμφωνα με ανασκόπηση που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο British Journal of Sports Medicine.

Ως γνωστόν η γυμναστική βελτιώνει τον έλεγχο του σακχάρου του αίματος, την ευαισθησία στην ινσουλίνη, την αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα. Όμως οι περισσότεροι ασθενείς με διαβήτη δεν γυμνάζονται τακτικά.

Επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τον δρ. Ρομέου Μεντες από τη Μονάδα Δημόσιας Υγείας των Κέντρων Υγείας της Βίλα Ρεαλ στην Πορτογαλία επανεξέτασε όλες τις δημοσιευμένες συστάσεις ή κατευθυντήριες οδηγίες για την άθληση σε άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ, που είχαν εκδοθεί από διεθνείς επιστημονικούς φορείς της διαβητολογίας, ενδοκρινολογίας, καρδιολογίας, δημόσιας υγείας και αθλητικής ιατρικής.

Τελικά εντόπισαν 11 δημοσιεύσεις από φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη του Διαβήτη, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και το Σουηδικό Εθνικού Ινστιτούτο Υγείας.

Όλοι οι φορείς συμφωνούσαν ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ θα πρέπει να γυμνάζονται αθροιστικά τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα, σε τρεις διαφορετικές ημέρες με αερόβια έντονη ή μέτρια άσκηση και επίσης δύο φορές την εβδομάδα ασκήσεις αντίστασης.

Η αερόβια γυμναστική περιλάμβανε ζωηρό περπάτημα, τρέξιμο, ποδήλατο, κολύμπι ή άλλες δραστηριότητες και οι ασκήσεις αντίστασης έπρεπε να επικεντρώνονται σε μεγάλες μυϊκές ομάδες με ελεύθερα βάρη ή χρήση μηχανημάτων.

«Ωστόσο, η επιστήμη διαρκώς τάσσεται υπέρ των φαρμακευτικών παρεμβάσεων στην διαχείριση του διαβήτη, αντί να προτείνει στρατηγικές βελτίωσης του τρόπου ζωής. Έτσι, η πλειοψηφία των ασθενών με διαβήτη τύπου ΙΙ δεν ενθαρρύνεται να γυμνάζεται τακτικά. Αυτό εν μέρει εξηγεί γιατί δεν υπάρχει ευαισθητοποίηση και ενημέρωση για τα οφέλη της άθλησης, καθώς και για τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες» εξηγεί ο δρ. Μεντες.

Ο ερευνητής μάλιστα προτείνει να δίνονται στους ασθενείς συγκεκριμένες πληροφορίες για το είδος, τη διάρκεια, την ένταση και τη συχνότητα της άθλησης, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός καθώς και συναρτήσει των υπολοίπων παραμέτρων υγείας.

Πηγή: health.in.gr


Gastroparesis.png

11 Δεκεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Πρόκειται για μια νόσο, η οποία εάν δεν ρυθμιστεί έγκαιρα, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην υγεία του ασθενούς.

Μία από τις διαταραχές αυτές είναι η διαβητική γαστροπάρεση, η οποία χαρακτηρίζεται από μειωμένη κινητικότητα του στομάχου και ελαττωμένη έκκριση υδροχλωρικού οξέος. Η γαστροπάρεση γενικότερα ορίζεται ως η παραμονή του φαγητού στο στομάχι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το φυσιολογικό, λόγω απουσίας ή ανεπαρκούς λειτουργίας του μυϊκού συστήματος του στομάχου.

Μπορεί να προκληθεί τόσο από τον διαβήτη τύπου 1 όσο και τον τύπου 2, ενώ μπορεί να εκδηλωθεί τουλάχιστον 10 χρόνια μετά την εμφάνιση του διαβήτη.

Συμπτώματα

Στα συμπτώματα της γαστροπάρεσης περιλαμβάνονται η πρωινή ναυτία, το αίσθημα πρώιμης πλήρωσης του στομάχου, ο πόνος στο επιγάστριο, οι εμετοί μετά τη λήψη τροφής, οι ερυγές και ο μετεωρισμός.

Το πιο κλασσικό σύμπτωμα της γαστροπάρεσης είναι η έμεση άπεπτων τροφών που καταναλώθηκαν πριν από 8 με 12 ώρες ή και μερικές ημέρες. Τα συμπτώματα μπορεί να έχουν εξάρσεις ή και να λάβουν τη μορφή της ανορεξίας και της ναυτίας που διαρκεί από λίγες ημέρες μέχρι μήνες και υποτροπιάζει σε άλλο χρονικό διάστημα, οδηγώντας σε απώλεια βάρους και υποθρεψία.

Η κλινική εικόνα της γαστροπάρεσης περιλαμβάνει και απορρύθμιση του μεταβολικού ελέγχου με επέλευση υπογλυκαιμίας και υπεργλυκαιμίας, λόγω της καθυστερημένης μεταγευματικής θερμιδικής απορρόφησης.

Ακόμη και όταν τα συμπτώματα είναι ήπια, η ακανόνιστη προώθηση της τροφής από το στομάχι προς το έντερο δεν συντονίζεται με τη χορήγηση ινσουλίνης που πραγματοποιεί ο ασθενής, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μεγάλες αυξομειώσεις του σακχάρου στο αίμα και ανεξήγητες υπογλυκαιμίες μετά τα γεύματα.

Επιπλοκές

Η γαστροπάρεση είναι μια κατάσταση η οποία και αυτή με τη σειρά της μπορεί να προκαλέσει άλλες επιπλοκές.

Όταν το φαγητό παραμείνει μέσα στο στομάχι για μεγάλο χρονικό διάστημα, σαπίζει και αναπτύσσονται μικρόβια. Το άπεπτο φαγητό είναι επίσης δυνατόν να σκληρύνει, δημιουργώντας μια μάζα που ονομάζεται πίλημμα. Το πίλημμα με τη σειρά του μπορεί να αποφράξει το πυλωρικό στόμιο, δηλαδή την έξοδο του στομάχου προς το λεπτό έντερο.

Εάν ο πυλωρός δεν έχει φράξει και το φαγητό προχωρήσει καθυστερημένα στο λεπτό έντερο θα αυξήσει απότομα τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Συνεπώς με τη γαστροπάρεση είναι πολύ δύσκολος ο έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης και άρα του σακχαρώδη διαβήτη.

Σε περιπτώσεις που προκαλείται επίμονος εμετός από την γαστροπάρεση μπορεί να προκληθεί και αφυδάτωση του οργανισμού.

Αντιμετώπιση

Ο κύριος στόχος της θεραπείας είναι η επίτευξη του κατάλληλου γλυκαιμικού ελέγχου. Το άδειασμα του στομάχου έτσι επανέρχεται σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς, τα συμπτώματα υποχωρούν και η απορρόφηση φαρμάκων από το στόμα γίνεται σωστά. Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται συνήθως αντιμετώπιση με πολλούς τρόπους.

Γενικότερα συνίστανται τα πολλά μικρά γεύματα, τα οποία είναι καλύτερα για το στομάχι από τα λίγα και μεγάλα. Πρέπει να περιορίζονται όσο το δυνατόν τα λιπαρά, καθώς το λίπος καθυστερεί το άδειασμα του στομάχου. Μπορεί επίσης να χρειαστεί να περιοριστούν και οι φυτικές ίνες, οι οποίες ειδικά μαζί με το λίπος μπορούν να δημιουργήσουν ένα μεγάλο δύσπεπτο όγκο.

Πέραν από τη διατροφή, η χαλαρή σωματική άσκηση μετά τα γεύματα έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να επιταχύνει το άδειασμα του στομάχου, ενώ σε ό,τι αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να χρειαστούν αντικατάσταση φάρμακα που μπορεί να καθυστερούν το άδειασμα του στομάχου και να προστεθούν άλλα που αυξάνουν την κινητικότητά του.

Τέλος, συνιστάται πλήρη αποχή από το κάπνισμα και το αλκοόλ.


FORA-CARE-005-e14111144942451.jpg

4 Δεκεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη η εύρεση της σωστής ισορροπίας ανάμεσα στο φαγητό, στην άσκηση και στην ινσουλίνη είναι μείζονος σημασίας για να έχουν μια καλή και υγιεινή ζωή.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Ο συχνός έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητος για τη σωστή ρύθμιση του διαβήτη. Η μέτρηση των επιπέδων καταδεικνύει το πόσο καλά διαχειρίζεται ο διαβητικός τους παράγοντες που επηρεάζουν το σάκχαρό του και την ινσουλίνη και είναι σημαντικό να γίνεται συχνά στην πορεία της ημέρας, διότι η θεραπεία του καθενός προσαρμόζεται στα αποτελέσματά της, ενώ βοηθάει και στην πρόληψη των χρόνιων διαβητικών επιπλοκών.

Η μέτρηση μπορεί να γίνεται είτε με το μάτι είτε με έναν μετρητή. Και με τους δυο τρόπους ο ασθενής τοποθετεί μια σταγόνα αίμα από το δάκτυλό σε μια ταινία μέτρησης. Μετά από λίγο μπορεί να συγκρίνει το χρώμα στην ταινία με τα χρώματα στο μπουκαλάκι των ταινιών. Αν χρησιμοποιηθεί μετρητής το αποτέλεσμα θα εμφανιστεί αυτόματα. Ο μετρητής γενικότερα δίνει πιο ακριβή αποτελέσματα, διότι διαβάζει το χρώμα στην ταινία με μεγαλύτερη ακρίβεια.

Το πόσο συχνά και το πότε πρέπει να γίνεται η μέτρηση των επιπέδων του σακχάρου ποικίλλει μεταξύ ανθρώπων, καθώς εξαρτάται από τους λόγους για τους οποίους γίνεται η μέτρηση. Το πρόγραμμα ο ασθενής θα πρέπει να το καθορίζει σε συνεργασία με τον γιατρό του.

Διακυμάνσεις

Τα άτομα χωρίς σακχαρώδη διαβήτη έχουν πολύ μικρή διακύμανση στο σάκχαρο τους κατά τη διάρκεια της ημέρας και μετά τα γεύματα. Αυτό συμβαίνει γιατί το πάγκρεας παράγει ινσουλίνη αμέσως μόλις η τροφή απορροφηθεί και βοηθά έτσι στην άμεση χρησιμοποίηση της γλυκόζης από τα κύτταρα του σώματος. Μόλις το σάκχαρο πέσει, αμέσως πέφτουν και τα επίπεδα της ινσουλίνης.

Στα άτομα όμως με διαβήτη υπάρχει μεγάλη διακύμανση σακχάρου μετά τα γεύματα – είτε σε άτομα που δεν παράγουν ινσουλίνη (διαβήτης τύπου 1), αλλά την παίρνουν σαν φάρμακο, είτε σε άτομα στα οποία η δράση της ινσουλίνης είναι ανεπαρκής (τύπου 2) και χρειάζονται τη βοήθεια φαρμάκων ή ινσουλίνης.

Τιμές – στόχος

Ο έλεγχος του σακχάρου θεωρείται ικανοποιητικός όταν η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1C), η οποία δείχνει τη μέση ρύθμιση του διαβήτη του τελευταίου δίμηνου-τριμήνου, παραμένει χαμηλότερη του 7%.

Οι στόχοι για κάθε ασθενή μπορεί να είναι διαφορετικοί, ωστόσο γενικότερα οι μετρήσεις του σακχάρου με το μετρητή θα πρέπει να κυμαίνονται:

– πριν τα γεύματα στα 90-130 mg/dl,
– 2-3 ώρες μετά το γεύμα να είναι χαμηλότερα των 160 mg/dl,
– ενώ πριν τον ύπνο στα 110-150 mg/dl.

Σημειώνεται ότι η πρωινή μέτρηση προ φαγητού δεν είναι ούτε αρκετή ούτε αντιπροσωπευτική των σημαντικών ημερήσιων διακυμάνσεων. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας ο οργανισμός βρίσκεται σε μεταγευματική φάση.

Όσο ψηλότερες είναι οι μεταγευματικές μετρήσεις σακχάρου, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κίνδυνος να εμφανισθούν οι επιπλοκές της νόσου.

Υψηλό σάκχαρο

Σε περιπτώσεις όπου κατά την μέτρηση του σακχάρου παρατηρούνται υψηλότερα από τα επιθυμητά επίπεδα, οι παράγοντες που συνήθως συνδέονται είναι:

– η λάθος διατροφή
– η μη ορθή λήψη των φαρμάκων ή η χορήγηση κάποιου που ανεβάζει το σάκχαρο
– η αύξηση του σωματικού βάρους
– η εκδήλωση κάποιας ασθένειας από λοίμωξη ή ίωση
– ορισμένοι τραυματισμοί
– οι φλεγμονές στα δόντια
– η καθιστική ζωή

Ο ασθενής θα πρέπει επίσης να έχει υπ’ όψιν του ότι ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια προοδευτική νόσος, που σημαίνει ότι με την πάροδο των χρόνων τα σάκχαρα ανεβαίνουν και η θεραπεία μπορεί να χρειάζεται τροποποίηση.

Ημερολόγιο

Ένα ημερολόγιο βοηθάει στη σημείωση του ιστορικού των μετρήσεων του σακχάρου. Μπορεί να βοηθήσει τόσο τον ίδιο τον ασθενή όσο και την διαβητολογική ομάδα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τον διαβήτη. Σημαντικό είναι να καταχωρούνται τα αποτελέσματα των μετρήσεων του σακχάρου στο ημερολόγιο αυτοελέγχου μαζί με την ημερομηνία και την ώρα της μέτρησης, καθώς και των χρόνων των γευμάτων. Τέλος, απαραίτητο είναι να σημειώνεται και η δόση των φαρμάκων που λαμβάνονται.


child-701645_1280.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης (ορμόνη η οποία βοηθά τη γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα) από το πάγκρεας, οπότε κάνουμε λόγο για διαβήτη τύπου 1, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη – που συμβαίνει στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 2.

Πριν κάποια χρόνια ήταν πολύ σπάνιο να διαγνωσθεί σε παιδί ο διαβήτης τύπου 2, παρά μόνο ο διαβήτης τύπου 1. Ο «κανόνας» αυτός όμως πλέον έχει καταρριφθεί. Έχει παρατηρηθεί πως τα παιδιά που είναι περισσότερο ευάλωτα στον διαβήτη τύπου 2 είναι όσα αντιμετωπίζουν προβλήματα παχυσαρκίας κι όσα έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη.

Οι έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει επίσης μία αυξημένη τάση των Αμερικανών, Ισπανών, Λατινόφωνων, Ασιατών, Ινδών καθώς και των Αφρο-Αμερικανών να εμφανίζουν τη νόσο. Αυτό όμως φυσικά δεν σημαίνει ότι τα παιδιά με την παραπάνω καταγωγή θα πάθουν σίγουρα διαβήτη τύπου 2 ή ότι τα υπόλοιπα, που δεν ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, βρίσκονται εκτός κινδύνου.

Τα κορίτσια, σύμφωνα με τις μελέτες, έχουν περισσότερες πιθανότητες ν’ αντιμετωπίσουν θέματα με το σάκχαρό τους συγκριτικά με τα αγόρια.

Στα συμπτώματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν περιλαμβάνονται:

– Η ανεξήγητη απώλεια βάρους
– Η συχνοουρία, πολυδιψία και πολυφαγία
– Η συχνά θολή όραση
– Η ξηροστομία
– Η δυσκολία στην αναπνοή
– Η φαγούρα στο δέρμα
– Τα μουδιάσματα και μυρμηγκιάσματα
– Η αργή επούλωση πληγών

Οι καθημερινές συνήθειες αποτελούν τον πιο σημαντικό παράγοντα σε ό,τι αφορά την εκδήλωση ή την πρόληψη και αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2. Αυτές έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή καταγωγής. Η κακή διατροφή, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας κι άσκησης, η παχυσαρκία και η χρόνια χρήση φαρμάκων εντάσσονται σε αυτές τις παραμέτρους.


diet-398613_1280.jpg

Η παχυσαρκία αποτελεί έναν γνωστό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καταστάσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για την υγεία εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα.

Υπάρχουν ωστόσο μελέτες οι οποίες έχουν δείξει ότι οι υπέρβαροι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο ζουν περισσότερο από τους ασθενείς με φυσιολογικό βάρος, που έχουν επίσης καρδιαγγειακά νοσήματα.

Για να ελεγχθεί αν το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τους ασθενείς με διαβήτη, οι ερευνητές παρακολούθησαν περισσότερους από 10.500 ασθενείς, διάμεσης ηλικίας 63 ετών με διαβήτη τύπου 2 και χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Στη μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Annals of Internal Medicine, οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για ένα μέσο χρονικό διάστημα 10.6 χρόνων και καταγράφηκαν τα καρδιαγγειακά συμβάματα και η θνησιμότητα κάθε αιτιολογίας.

Οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι ασθενείς είχαν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα, αλλά όσοι ήταν υπέρβαροι είχαν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης σε σύγκριση με εκείνους που ήταν ελλιποβαρείς ή είχαν φυσιολογικό βάρος. Οι ελλιποβαρείς ασθενείς είχαν γενικά την χειρότερη πρόγνωση. Τα αίτια του θανάτου όμως δεν ήταν διαθέσιμα στους μελετητές.

Οι συγγραφείς προσφέρουν μερικές πιθανές αιτίες για το παράδοξο της παχυσαρκίας στο διαβήτη τύπου 2. Πρώτον, ο διαβήτης τύπου 2 που προκαλείται από τη μεταβολική «καταπόνηση» της παχυσαρκίας μπορεί ουσιαστικά να διαφέρει από εκείνον που αναπτύσσεται με την απουσία της παχυσαρκίας. Δεύτερον, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χαμηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση καπνού και οινοπνεύματος, συμβάλλοντας τόσο για την ανάπτυξη του διαβήτη όσο και για το χαμηλότερο ΔΜΣ. Τέλος, οι παχύσαρκοι ασθενείς μπορεί να είναι πιο πιθανό να ελεγχθούν νωρίτερα για τον διαβήτη, οδηγώντας σε πιο έγκαιρη διάγνωση.

Οι ερευνητές πάντως προειδοποιούν ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν υποδηλώνουν ένα ιδανικό ΔΜΣ και δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει τους ασθενείς από την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής.

Ann Intern Med. 2015;162(9):610-8.


Diabetes-board.png

7 Οκτωβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η ομαριγλιπτίνη, ένας υπό δοκιμή αναστολέας της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης – 4 (DPP-4) που χορηγείται μία φορά την εβδομάδα σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, παρουσίασε παρόμοια μείωση των αρχικών τιμών της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) με τη σιταγλιπτίνη, η οποία χορηγείται άπαξ ημερησίως, επιτυγχάνοντας έτσι το πρωτεύον τελικό σημείο αποτελεσματικότητας σε κλινική μελέτη τελικού σταδίου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε η φαρμακευτική MSD, η συγκριτική μελέτη σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει την εβδομαδιαία θεραπεία με ομαριγλιπτίνη 25 mg σε σύγκριση με την ημερησία χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης, ενός άλλου αναστολέα DPP-4 της ίδιας εταιρείας, που χορηγείται ευρέως σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάσθηκαν σε προφορική ανακοίνωση που έγινε στο πλαίσιο της 51ης Ετήσιας Συνάντησης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για την Μελέτη του Διαβήτη (EASD).

«Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελεί μία χρόνια και εξελισσόμενη νόσο, η οποία αφορά περίπου 387 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο κι ο αριθμός αυτός συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτατα. Πολλοί άνθρωποι δεν βρίσκονται ακόμα στα συνιστώμενα επίπεδα γλυκόζης αίματος, γεγονός το οποίο τονίζει τη σημασία των εξατομικευμένων στόχων επιπέδων γλυκόζης αίματος και των πολλαπλών θεραπευτικών επιλογών», δήλωσε ο Sam Engel, αντιπρόεδρος του τμήματος της MSD για τις Κλινικές Έρευνες στο Διαβήτη και την Ενδοκρινολογία. «Η ομαριγλιπτίνη έχει τη δυναμική να αποτελέσει μία σημαντική θεραπευτική επιλογή, ιδιαίτερα για εκείνους που προτιμούν να λαμβάνουν τη θεραπεία τους μόνο μία φορά την εβδομάδα».

Η ομαριγλιπτίνη έλαβε προ ημερών έγκριση κυκλοφορίας στην Ιαπωνία μετά την εξέταση της σχετικής αίτησης που είχε υποβάλλει η MSD στον Ιαπωνικό Οργανισμό Φαρμάκων και Ιατρικών Συσκευών το Νοέμβριο του 2014. Όσον αφορά την αγορά των ΗΠΑ, η εταιρεία σχεδιάζει να υποβάλει αίτηση έγκρισης στις ρυθμιστικές αρχές στα τέλη του 2015.

Το πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης για την ομαριγλιπτίνη «O-QWEST» (Omarigliptin Q Weekly Efficacy and Safety in Type 2 Diabetes) περιλαμβάνει 10 κλινικές δοκιμές φάσης 3, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 8.000 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Η μελέτη

Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη διπλά τυφλή μελέτη μη κατωτερότητας φάσης 3, στο πλαίσιο της οποίας αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ανεκτικότητα στην χορήγηση 25 mg ομαριγλιπτίνης μία φορά την εβδομάδα, σε σύγκριση με την ημερήσια χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (n=642), οι οποίοι είχαν ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους με μετφορμίνη.

Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η μη-κατωτερότητα της ομαριγλιπτίνης έναντι της σιταγλιπτίνης στην ελάττωση των τιμών της HbA1c, από την έναρξη της μελέτης μέχρι την 24η εβδομάδα. Στην αρχή της μελέτης η τιμή της HbA1c ήταν περίπου 7,5% και στις δύο ομάδες. Ο μέσος όρος των επιπέδων γλυκόζης πλάσματος νηστείας κατά την έναρξη της μελέτης ήταν επίσης παρόμοιος και στις δύο ομάδες θεραπείας.

Η μελέτη πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μη-κατωτερότητας σε ό,τι αφορά τη μείωση των τιμών της HbA1c με ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με τη σιταγλιπτίνη στις 24 εβδομάδες. Την 24η εβδομάδα οι ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν ομαριγλιπτίνη, εμφάνισαν μείωση της HbA1c κατά μέσο όρο 0,47% σε σχέση με τις αρχικές τιμές, έναντι της μέσης μείωσης της τάξεως του 0,43% στους ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη, με τη διαφορά μεταξύ αυτών των ομάδων να είναι 0,03 (95% CI [-0.15, 0.08]). Στους ασθενείς της προκαθορισμένης υποομάδας με υψηλή αρχική HbA1c της τάξεως του 8% ή και περισσότερο, η θεραπεία με ομαριγλιπτίνη κατέληξε σε μειώσεις της τάξεως του 0,79% σε σύγκριση με το 0,71% για τη σιταγλιπτίνη (διαφορά = 0,08%, 95% CI [-0.37, 0.21]).

Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τους στόχους τιμών της HbA1c ήταν παρόμοιο και για την ομαριγλιπτίνη και για τη σιταγλιπτίνη. Στις 24 εβδομάδες το 51% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν ομαριγλιπτίνη πέτυχαν τιμή HbA1c μικρότερη του 7%, σε σύγκριση με το 49% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη (p=0,334). Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τιμές HbA1c μικρότερες του 6,5% ήταν επίσης παρόμοιο και στις δύο ομάδες: 27% για την ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με το 23% για τη σιταγλιπτίνη (p=0.219). Η γλυκόζη πλάσματος νηστείας ελαττώθηκε κατά 0.8 mmol/L σε σχέση με τα αρχικά επίπεδα στην ομάδα της ομαριγλιπτίνης και 0.5 mmol/L στην ομάδα τη σιταγλιπτίνης, με τη διαφορά μεταξύ των ομάδων να ανέρχεται στα 0.2 mmol/L (p= 0.089).

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Τα ποσοστά εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων και ανεπιθύμητων ενεργειών σχετιζόμενων με τα φάρμακα, καθώς και τα ποσοστά διακοπής της θεραπείας ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες.

Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιελάμβαναν διάρροια (0,9% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), γριπώδη συνδρομή (0,3% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,2% % για τη σιταγλιπτίνη), λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (4% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 3,8% για τη σιταγλιπτίνη), ουρολοιμώξεις (1,2% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), αύξηση της λιπάσης (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 4,1% για τη σιταγλιπτίνη) και οσφυαλγία (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 0,6% για τη σιταγλιπτίνη).

Τα ανεπιθύμητα επεισόδια υπογλυκαιμίας (συμπτωματικής και ασυμπτωματικής) αναφέρθηκαν σε ποσοστό 3,7% για την ομάδα της ομαριγλιπτίνης (με αναφορά ενός σοβαρού επεισοδίου υπογλυκαιμίας) και 4,7% για την ομάδα της σιταγλιπτίνης.

Πηγή: pmjournal.gr


child-701645_1280.jpg

18 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω μια είδηση για ένα κορίτσι τριών ετών στις ΗΠΑ, το οποίο παρουσίασε αυξημένη αρτηριακή πίεση και μεγάλη ποσότητα χοληστερόλης στο αίμα.

Οι δύο αυτές καταστάσεις σε συνδυασμό υποδεικνύουν γενικότερα σημαντικό πρόβλημα για την υγεία του ασθενή, καθώς μπορεί να οφείλονται σε νόσους όπως ο υποθυρεοειδισμός, εκείνες των νεφρών ή του ήπατος, καθώς και ο σακχαρώδης διαβήτης.

Οι γιατροί στη συγκεκριμένη περίπτωση διέγνωσαν πως τελικά πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μια χρόνια μεταβολική νόσο που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει επαρκώς ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη.

Το περιστατικό όμως ταράζει τα νερά της ιατρικής επιστήμης, αφού μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αδύνατο για ένα ανήλικο παιδί ηλικίας 3 χρόνων να παρουσιάσει αυτόν τον τύπο, καθώς ο διαβήτης των παιδιών είναι τύπου 1 (παραγωγή μικρής ή καθόλου ποσότητας ινσουλίνης).

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο ιατρικό ιστορικό της ανήλικης, της οποίας κανένας από τους δύο γονείς δεν είχαν ιστορικό διαβήτη. Η επανεξέταση του περιστατικού αποκάλυψε ότι η μικρή είχε διατροφή πολύ φτωχή σε θρεπτικά συστατικά και πολύ πλούσια σε λιπαρά και θερμίδες.

Η μικρή ασθενής ξεκίνησε άμεσα αντιδιαβητική φαρμακευτική αγωγή και η οικογένεια υπεβλήθη σε εντατική ενημέρωση με στόχο την αλλαγή της καθημερινής διατροφικής της συμπεριφοράς. Οι γιατροί υπέδειξαν στους γονείς της ανήλικης να της παρέχουν συγκεκριμένο διατροφολόγιο καθώς και καθημερινή άσκηση. Λίγους μήνες αργότερα η εξέλιξη της υγείας της ήταν θετική.

Η περίπτωση του κοριτσιού συζητήθηκε σε πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας. Οι ειδικοί τόνισαν τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και της πρώιμης θεραπείας των μικρών παιδιών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για την μερική αναστροφή της νόσου.

Παρότι το περιστατικό χαρακτηρίζεται σπάνιο, δεν αποκλείεται να υπάρξουν ανάλογα περιστατικά στο μέλλον ως αποτέλεσμα του δυτικού τρόπου ζωής που ευνοεί την υπερκατανάλωση φθηνών παχυντικών τροφών για παιδιά και περιορισμό της σωματικής τους δραστηριότητας.

Η αντιστροφή του διαβήτη τύπου 2 στα παιδιά είναι δυνατή αν γίνει έγκαιρη εξέταση των παχύσαρκων παιδιών και δοθεί η κατάλληλη θεραπεία.


health-621356_12801.jpg

16 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η αυξημένη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως τύπου 2 διαβήτη, αναφέρουν επιστήμονες από τη Δανία, οι οποίοι πραγματοποίησαν μελέτη σε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο εθελοντές.

Όπως γράφουν στην «Επιθεώρηση Κλινικής Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού» (JCEM), εξέτασαν τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων των τελευταίων δεκαετιών σε 170.504 πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη και 1.364.008 υγιείς συνομηλίκους τους.

Όπως διαπίστωσαν, όσο περισσότερα αντιβιοτικά είχαν πάρει στο μεσοδιάστημα οι εθελοντές, τόσο πιθανότερο ήταν να πάσχουν από διαβήτη.

Στην πραγματικότητα οι εθελοντές που είχαν λάβει πέντε ή περισσότερους κύκλους αντιβιοτικής αγωγής είχαν κατά 53% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν τύπου 2 διαβήτη, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν λάβει καθόλου αντιβιοτικά.

Οι ερευνητές από το Κέντρο Έρευνας του Διαβήτη του Νοσοκομείου Gentofte στην Κοπεγχάγη σημειώνουν στο άρθρο τους πως ο αυξημένος κίνδυνος ήταν εμφανής έως και 15 χρόνια πριν από την διάγνωση του διαβήτη.

Οι επιστήμονες εικάζουν ότι τα πολλά αντιβιοτικά αυξάνουν τον κίνδυνο διαβήτη επειδή διαταράσσουν την φυσιολογική χλωρίδα (τα ωφέλιμα βακτήρια) του εντέρου, με συνέπεια αλλαγές στην ευαισθησία στην ινσουλίνη και στην αντοχή στην γλυκόζη (σάκχαρο) – δύο αλλαγές που συχνά οδηγούν στον διαβήτη.

«Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι οι αντιβιοτικές θεραπείες μπορούν να επηρεάσουν τον μεταβολισμό του σακχάρου και της ινσουλίνης – και είναι πιθανό ό,τι είδαμε στα ζώα, να ισχύει και στους ανθρώπους», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ. Κρίστιαν Χάλλουντμπεκ Μίκκελσεν, προσθέτοντας ότι η νέα συσχέτιση αποτελεί έναν ακόμα λόγο για να παίρνουμε αντιβιοτικά μόνο όταν μας τα χορηγούν οι γιατροί.

Πηγή: ygeia.tanea.gr

 




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.