Blog

pexels-photo-346768.jpeg

21 Σεπτεμβρίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Είναι μια πάθηση που χρειάζεται καθημερινά έλεγχο ώστε τα επίπεδα σακχάρου να μην ξεφεύγουν των ορίων, τα οποία προσαρμόζονται τόσο από την καθημερινότητα του ατόμου και τις διατροφικές του συνήθειες όσο και από την ορθή υλοποίηση του θεραπευτικού πλάνου.

Κάθε άτομο με σακχαρώδη διαβήτη που ταξιδεύει είναι σημαντικό να προβαίνει σε ορισμένες προετοιμασίες όπως παρουσιάζεται στο παρακάτω infographic.

Infographic - Σακχαρώδης διαβήτης και ταξίδι


Fotolia_205421795_Subscription_Monthly_M.png

17 Σεπτεμβρίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που μπορεί να αλλάξει τόσο τη ζωή του ατόμου όσο και των ανθρώπων γύρω του. Πρόκειται για μια χρόνια νόσο όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που παράγεται από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος. Είναι απαραίτητη στο σώμα καθώς βοηθά στην απομάκρυνση της γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος και τη μετατροπή της σε απαραίτητη ενέργεια για ιστούς, όπως είναι οι μυς και ο εγκέφαλος.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, ο οποίος ονομάζεται και ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός, είναι γνωστός ως αυτοάνοση νόσος, που σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Στον διαβήτη τύπου 1 το σώμα παράγει μικρή ή καθόλου ποσότητα ινσουλίνης. Αυτή η έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί σε υψηλή γλυκόζη αίματος, η οποία είναι επίσης γνωστή ως υπεργλυκαιμία.

Ο χαρακτηρισμός του ως νεανικός διαβήτης οφείλεται στο ότι κατά κανόνα εμφανίζεται σε άτομα νεότερης ηλικίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η εμφάνισή του σε μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους.

Συνήθη συμπτώματα

Στα συνήθη συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 συγκαταλέγονται τα εξής:

– Υπερβολική δίψα
– Συχνή ενούρηση (π.χ. ούρηση στον ύπνο)
– Κόπωση, αδυναμία, υπνηλία
– Υπερβολική απώλεια βάρους σε μικρό χρονικό διάστημα χωρίς εμφανή λόγο
– Εύρεση σακχάρου στα ούρα
– Φρουτώδης οσμή («κετόνες») στο σώμα που περιγράφεται συχνά ως παρόμοια με την οσμή του μανό ή του χαλασμένου αχλαδιού.

Διαχείριση

Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια διαρκής κατάσταση η οποία αντιμετωπίζεται με ισορροπημένη διατροφή, σωματική άσκηση και ενέσεις ινσουλίνης. Οι ενέσεις πρέπει να χορηγούνται σε καθημερινή βάση, διότι απαιτείται ένας αριθμός ενέσεων προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος της γλυκόζης αίματος. Στην εκάστοτε περίπτωση ενδέχεται να χορηγηθούν περισσότεροι από έναν τύποι ινσουλίνης.

Ο γιατρός ανάλογα την περίπτωση θα συμβουλεύσει σχετικά με το πότε θα πρέπει να ξεκινήσουν οι ενέσεις ινσουλίνης καθώς και πόση ινσουλίνη χρειάζεται.

Παρακολούθηση γλυκόζης

Είναι σημαντικό οι γονείς του παιδιού με διαβήτη να παρακολουθούν τα επίπεδα γλυκόζης αίματος προκειμένου να βοηθήσουν στη ρύθμισή του. Η παρακολούθηση της γλυκόζης δείχνει εάν η ινσουλίνη λειτουργεί, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η σωματική δραστηριότητα και οι τροφές επηρεάζουν τα επίπεδά της.

Ο έλεγχος είναι πιθανό να χρειαστεί να γίνεται τέσσερις φορές την ημέρα – πριν από το κάθε γεύμα και πριν από την ώρα του ύπνου. Ορισμένες φορές μπορεί επίσης να χρειαστεί και μετά από το γεύμα, μετά από τη σωματική δραστηριότητα ή κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Η πραγματοποίησή του γίνεται με ειδικό μετρητή, στον οποίο τοποθετείται μια ταινία εξέτασης. Ο χρήστης στη συνέχεια θα πρέπει να τσιμπήσει το δάκτυλο του παιδιού και να τοποθετήσει μια σταγόνα αίματος στην ταινία εξέτασης. Ο μετρητής με τη σειρά του θα δείξει την ένδειξη της γλυκόζης αίματος.

Ιδανικά αποτελέσματα

Ο γιατρός θα ενημερώσει για τους στόχους που θα πρέπει να επιτευχθούν όσον αφορά τα αποτελέσματα, καθώς και για τις καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν όταν υπάρχει έλλειψη ισορροπίας σε ειδικούς παράγοντες, όπως η σωστή προσαρμογή στη δόση της ινσουλίνης, στην ποσότητα τροφής και στη σωματική δραστηριότητα.

Σε γενικές γραμμές ιδανική θεωρείται η επίτευξη των ακόλουθων μακροχρόνιων στόχων της γλυκόζης αίματος:

– Πριν από το γεύμα τα επίπεδα θα πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 4,0 και 8,0 mmol/L (72 -144 mg/dL).
– Δύο ώρες μετά από το γεύμα τα επίπεδα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 10,0 mmol/L (180 mg/dL).
– Κατά την ώρα του ύπνου τα επίπεδα θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τα 180 mg/dL.

Σημειώνεται ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθούν, καθώς και ότι το παιδί ενδεχομένως δεν θα επιτύχει αυτά τα επίπεδα όταν ξεκινά για πρώτη φορά να χρησιμοποιεί την ινσουλίνη. Εάν όμως συνεχίζει η δυσκολία αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε είναι σημαντική η επικοινωνία με τον γιατρό.


7648-1024x683.png

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν νοσήματα της στοματικής κοιλότητας, καθώς η νόσος ευνοεί την εμφάνιση και την όξυνση φλεγμονής στο στόμα.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Έχει διαπιστωθεί ότι η νόσος των ούλων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα βακτήρια να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να ενεργοποιήσουν τα κύτταρα που παράγουν βιολογικά σήματα φλεγμονής, τα οποία έχουν μια καταστρεπτική επίδραση σε όλο το σώμα. Στο πάγκρεας, τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την ινσουλίνη, μπορεί να υποστούν κάποια βλάβη ή να καταστραφούν. Μόλις συμβεί αυτό, μπορεί να ενεργοποιηθεί ο διαβήτης τύπου 2 – ακόμη και σε ένα υγιές άτομο που δεν έχει τους παράγοντες κινδύνου του διαβήτη.

Οι ασθενείς με διαβήτη, εάν δεν ελέγχουν επαρκώς τα επίπεδα της γλυκόζης, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσους των ούλων και να χάσουν περισσότερα δόντια από τους μη διαβητικούς. Οι νόσοι των ούλων, όπως και όλες οι λοιμώξεις, μπορεί να αποτελέσουν ένα παράγοντα πρόκλησης αύξησης της ποσότητας σακχάρου στο αίμα και να κάνουν πιο δύσκολο τον έλεγχο του διαβήτη. Άλλα στοματικά προβλήματα που συνδέονται με το διαβήτη περιλαμβάνουν τη μυκητιασική στοματίτιδα, μια μόλυνση που προκαλείται από μύκητες που αναπτύσσονται στο στόμα, καθώς και την ξηροστομία που μπορεί να προκαλέσει πόνο, έλκη, λοιμώξεις και τερηδόνα.

Γλυκαιμικός έλεγχος

Η προχωρημένη περιοδοντίτιδα, βάσει ερευνητικών δεδομένων, μπορεί να δυσχεραίνει το γλυκαιμικό έλεγχο στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και να επηρεάσει τα επίπεδα σακχάρου σε μη διαβητικά άτομα.

Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι η βαρύτητα της περιοδοντίτιδας αυξάνει τον κίνδυνο για την εμφάνιση επιπλοκών του διαβήτη, ενώ πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν αυξημένο ενδεχομένως κίνδυνο για έναρξη διαβήτη σε άτομα με βαριάς μορφής περιοδοντίτιδα. Η περιοδοντική θεραπεία βοηθάει στον γλυκαιμικό έλεγχο σε άτομα με διαβήτη, διότι βάσει μελετών βρέθηκε ότι τα επίπεδα του σακχάρου ήταν χαμηλότερα μετά από αυτήν.

Πρόληψη

Για καλή στοματική υγεία τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη χρειάζεται να:

  1. Ελέγχουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα
  2. Επισκέπτονται τακτικά τον οδοντίατρο τους
  3. Διατηρούν καλή στοματική υγιεινή
  4. Σταματήσουν το κάπνισμα, το οποίο επιδεινώνει τις νόσους των ούλων.

Είναι σημαντικό ο ασθενής να ενημερώσει τον οδοντίατρο του ότι πάσχει από τη νόσο, καθώς και για την φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί. Ο σακχαρώδης διαβήτης, ιδιαίτερα όταν δεν ρυθμίζεται καλά, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές σε ορισμένες οδοντιατρικές θεραπείες όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις.

Photo credit: Nensuria


Article.png

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι γυναίκες παραπονούνται για διάφορες ενοχλήσεις. Ωστόσο, κάποιες από αυτές ενδέχεται να αποτελούν συμπτώματα διαβήτη εγκυμοσύνης, ο οποίος εμφανίζεται όταν οι ορμόνες της εγκυμοσύνης παρεμβάλλονται στους μηχανισμούς που διαθέτει το σώμα για να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα σημάδια;

1. Θολή όραση: Όταν η περιεκτικότητα του αίματος σε γλυκόζη είναι υψηλή, η υγρασία του ματιού επηρεάζεται, με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερο να εστιάσει. Στην περίπτωση που ταλαιπωρήστε από κάτι τέτοιο καιρό, τότε μάλλον πρόκειται για χρόνιο πρόβλημα, αλλιώς η απότομη εμφάνιση του είναι συνήθως επακόλουθο ενός υπερβολικά πλούσιου γεύματος.

2. Κούραση: Αν και είναι απόλυτα φυσιολογικό να αισθάνεστε αδύναμες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το υπερβολικό αίσθημα κούρασης είναι σημάδι διαβήτη εγκυμοσύνης. Όταν το σάκχαρο είναι υψηλό, τα κύτταρα και τα όργανά σας δεν οξυγονώνονται σωστά, με αποτέλεσμα να χάνετε την ενέργειά σας.

3. Έντονη δίψα: Είναι λογικό να θέλετε να πίνετε περισσότερο νερό κατά την εγκυμοσύνη. Όμως, όταν το σάκχαρο του αίματος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, τότε το σώμα τραβάει νερό από τα κύτταρα προκειμένου να αραιώσει τη συγκέντρωση σακχάρου στο αίμα. Φροντίστε, συνεπώς, να πίνετε γύρω στα 10 ποτήρια νερό την ημέρα. Αν συνεχίσετε να διψάτε, καλέστε το γιατρό σας.

4. Συχνή ούρηση: Αν και πρόκειται για συνηθισμένο σύμπτωμα της κύησης, ο διαβήτης εγκυμοσύνης δεν αποκλείεται. Καθώς τα νεφρά καταβάλλονται από την υπερβολική συγκέντρωση σακχάρου, δουλεύουν περισσότερο και άρα παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα ούρων.

5. Ναυτία και εμετός: Είναι αλήθεια πως η πλειοψηφία των γυναικών που εγκυμονούν έχουν αυτά τα συμπτώματα. Όμως, στην περίπτωση διαβήτη εγκυμοσύνης τα σάκχαρα που συγκεντρώνονται στο αίμα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τροφοδοτήσουν τα κύτταρα και προκαλούν τη συσσώρευση τοξικών ουσιών που φέρνουν ναυτία και εμετό.

6. Μείωση βάρους: Στην περίπτωση του διαβήτη, όσο τα κύτταρα δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα σάκχαρα ως καύσιμο, το σώμα εκλαμβάνει την έλλειψη ενέργειας σαν υποσιτισμό και προκαλεί το αίσθημα της πείνας. Ωστόσο, η τροφή που εισέρχεται στον οργανισμό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σωστά, χάνεται μέσω των ούρων και προκαλεί απώλεια βάρους.

7. Συχνές μολύνσεις: Έχει αποδειχθεί ότι οι διαβητικοί είναι πιο επιρρεπείς στις μολύνσεις, όπως άλλωστε και οι εγκυμονούσες. Ο διαβήτης αυξάνει την ευαισθησία του οργανισμού σε μολύνσεις κυρίως του δέρματος, του κόλπου ή της ουροδόχου κύστης.

8. Ροχαλητό: Αποτελεί συχνό φαινόμενο κατά την εγκυμοσύνη, κυρίως γιατί το φυσιολογικό πρήξιμο του σώματος επιβαρύνει και την ρινική κοιλότητα. Έτσι, εμποδίζεται η σωστή οξυγόνωση του οργανισμού κατά τη διάρκεια του ύπνου, γεγονός που αυξάνει τις ορμόνες του στρες και δυσκολεύει τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Επειδή τα περισσότερα από αυτά τα συμπτώματα είναι συνηθισμένα κατά την εγκυμοσύνη, συνίσταται σε κάθε εγκυμονούσα να κάνει τον απαραίτητο ιατρικό έλεγχο για να προλάβει οποιαδήποτε δυσάρεστη εξέλιξη.

Πηγή: www.kalikardia.gr
Photo credit: Freepik


Diabetes.png

11 Ιουλίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Οι δύο πιο συνηθισμένες επείγουσες διαβητικές καταστάσεις είναι η υπογλυκαιμία (χαμηλή γλυκόζη αίματος) και η υπεργλυκαιμία (υψηλή γλυκόζη αίματος). Οι καταστάσεις αυτές μπορεί να εμφανιστούν τόσο σε άτομα με διαβήτη τύπου 1 όσο και σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, με εξαίρεση τους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 που αντιμετωπίζονται με δίαιτα και άσκηση μόνο, οι οποίοι δεν εμφανίζουν υπογλυκαιμία.

Ο λόγος που η υπεργλυκαιμία χαρακτηρίζεται ως επείγουσα διαβητική κατάσταση είναι γιατί αποτελεί κύρια αιτία πρόκλησης σοβαρών και επικίνδυνων για τη ζωή επιπλοκών.

Μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η ανεπαρκής ινσουλίνη, το έντονο στρες, η υπερβολική συναισθηματική φόρτιση, κάποια λοίμωξη, ο πυρετός, η διατροφή με πολλούς υδατάνθρακες καθώς και η ελάχιστη σωματική άσκηση (λιγότερο απ’ ό, τι συνήθως).

Συμπτώματα υπεργλυκαιμίας

Οι υπογλυκαιμία συνήθως εκδηλώνεται με τα παρακάτω σημεία:

  1. Υψηλό σάκχαρο (γλυκόζη) στο αίμα
  2. Υψηλό επίπεδο γλυκόζης στα ούρα
  3. Πολυφαγία
  4. Πολυδιψία
  5. Πολυουρία
  6. Θολότητα όρασης
  7. Απώλεια Βάρους
  8. Αργή επούλωση τραυμάτων
  9. Ξηροστομία (στεγνό στόμα)
  10. Καρδιακή αρρυθμία
  11. Βαθιά και συχνή αναπνοή
  12. Ανικανότητα
  13. Κνησμός (φαγούρα) και ξηρό δέρμα
  14. Κόπωση / κούραση
  15. Καταπληξία (shock)
  16. Κώμα

Αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας

Έαν το άτομο αισθανθεί τα συμπτώματα της υπεργλυκαιμίας θα πρέπει να ελέγξει τα επίπεδα του σακχάρου του και σε περίπτωση που είναι εξαιρετικά αυξημένα να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια.

Η άσκηση μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Προσοχή όμως στην περίπτωση που υπάρχουν κετονικά σωμάτια στα ούρα, διότι η άσκηση μπορεί να ανεβάσει τα επίπεδα σακχάρου πολύ περισσότερο.

Σε γενικές γραμμές η υπεργλυκαιμία αντιμετωπίζεται με την έγκαιρη πρόληψη. Απαιτούνται τακτικές εξετάσεις αίματος και ούρων ώστε να ελέγχονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Επίσης, το άτομο που λαμβάνει ινσουλίνη δεν θα πρέπει να αμελεί τη δόση του. Τα αφεψήματα χωρίς ζάχαρη και η προσεγμένη διατροφή, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού, μπορούν να βοηθήσουν.


pexels-photo-259363.png

Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.

Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.

Οι παράγοντες κινδύνου ποικίλουν, ωστόσο αυξημένο (σε ποσοστό έως και 14%) έχουν μεταξύ άλλων οι περιπτώσεις όπου η έγκυος είναι ηλικίας άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 ετών, έχει παχυσαρκία ή αυξάνεται υπερβολικά το βάρος της κατά τη διάρκεια της κύησης ή ακόμη έχει ιστορικό που σχετίζεται με τη νόσο.

Ο –μη ρυθμισμένος– σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης αυξάνει τους κινδύνους για εμφάνιση επιπλοκών τόσο στο έμβρυο όσο και στη μητέρα (όπως η ανάπτυξη υπέρτασης ή προεκλαμψίας) και για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρακολουθείται συχνά κατά τη διάρκειά της. Επίσης, μετά τον τοκετό θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση της μητέρας, διότι υπολογίζεται ότι 40% των γυναικών αυτών μπορεί να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ασυμπτωματική νόσος

Το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη εγκυμοσύνης δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται.

Ένας απλός τρόπος είναι κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας και τη λήψη τροφής, η λήψη 50 γραμμαρίων γλυκόζης και ο προσδιορισμός σακχάρου αίματος μια ώρα μετά. Αν τα επίπεδα σακχάρου του αίματος είναι υψηλότερα των 140 mg/dl, τότε πρέπει να γίνει μια εξέταση με την ονομασία «καμπύλη γλυκόζης» σύμφωνα με τις οδηγίες του ειδικού.

Οι επιπλοκές του διαβήτη κύησης

Ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης αυξάνει τον κίνδυνο για μια σειρά από επιπλοκές. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εμφάνιση υπερτασικής νόσου στη μητέρα, ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου, το υδράμνιο (πλεονάζον αμνιακό υγρό γύρω από το έμβρυο), η εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών και η μακροσωμία του εμβρύου.

Μετά τον τοκετό μπορεί επίσης να εμφανιστεί στη μητέρα υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, καθώς και σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας στο έμβρυο.

Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.

Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.

Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.


930.png

11 Ιουνίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Άνθρωποι που ζουν με διαβήτη τύπου 1 για πολύ μεγάλο διάστημα, μπορεί ενδεχομένως να έχουν ελαφρά μείωση των νοητικών ικανοτήτων-κυρίως στη μνήμη, σε σύγκριση με όσους δεν έχουν διαβήτη, αναφέρει νέα έρευνα.

Σύμφωνα με την έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Diabetes Care, οι αλλαγές στη μνήμη συνδέονται με την καρδιαγγειακή νόσο. Η έρευνα συνέκρινε τις νοητικές ικανότητες 82 συμμετεχόντων ηλικίας 50 ετών, που ζούσαν με διαβήτη τύπου 1 για μεγάλο διάστημα, με άλλους παρόμοιας ηλικίας με διαβήτη τύπου 2 ή χωρίς διαβήτη.

Οι ελαφρές νοητικές εκπτώσεις δεν φαίνονται σε κλινικά συμπτώματα σε αυτούς τους ασθενείς, που παραμένουν στο φυσιολογικό εύρος λειτουργίας ανθρώπων της ηλικίας τους, δήλωσε ο ερευνητής Gail Musen, του Joslin Diabetes Centre στη Βοστόνη.

Οι ερευνητές επίσης εξέτασαν πώς διάφορα μέτρα νοητικής υγείας μεταξύ των συμμετεχόντων θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται σε συνήθεις επιπλοκές διαβήτη. Η επίδοση ήταν σημαντικά αλλά όχι υπερβολικά χαμηλότερη σε ανθρώπους με κάποιας μορφής διαβήτη σε σχέση με ανθρώπους χωρίς τη νόσο.

Ενώ αυτό είναι γνωστό για ανθρώπους με διαβήτη τύπου 2, οι αλλαγές στη μνήμη σε ηλικιωμένους με διαβήτη τύπου 1 δεν είχαν περιγραφεί με σαφήνεια. Στα τεστ οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες είχαν κατά μέσον όρο ελαφρώς χειρότερη επίδοση σε σχέση με ανθρώπους χωρίς διαβήτη.

Πηγή: www.iatronet.gr
Photo credit: Freepik


Diabetes.png

Άνθρωποι με έλλειψη βιταμίνης D φαίνεται πως έχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης προδιαβήτη και διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με όσους έχουν φυσιολογικά επίπεδα της βιταμίνης, σύμφωνα με νέα έρευνα του University of California San Diego School of Medicine και του Seoul National University στη Νότιο Κορέα.

Η έρευνα έγινε σε 903 υγιείς ενήλικες, μέσης ηλικίας 74 ετών χωρίς σημάδια προδιαβήτη ή διαβήτη, από το 1997 έως το 1999, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν μέχρι το 2009.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα και τη γλυκόζη στο πλάσμα καθώς και την ανοχή στη γλυκόζη. Καθόρισαν ως φυσιολογικά τα επίπεδα βιταμίνης στα 30 ng/mL.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι συμμετέχοντες με έλλειψη βιταμίνης D είχαν πενταπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2 σε σχέση με όσους είχαν επίπεδα πάνω από 50 ng/mL.

Τα ευρήματα της επιδημιολογικής έρευνας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό PLOS One.

Πηγή: iatronet.gr


Fotolia_124855890_Subscription_Monthly_M.png

Η διαβητική μακροαγγειοπάθεια είναι μία μορφή γενικευμένης αποφρακτικής αρτηριοπάθειας, κατά την οποία προσβάλλονται αρτηρίες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, με συχνότερη εντόπιση στις περιφερικές αρτηρίες των άκρων, τις στεφανιαίες και τις εγκεφαλικές αρτηρίες.

Πρόκειται για μια επιπλοκή του διαβήτη, η οποία αποτελεί τον κύριο λόγο προβλημάτων υγείας των ατόμων με τη νόσο.

Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της κοινής αθηροσκλήρυνσης, μιας πάθησης των αρτηριών που δημιουργείται από τη σταδιακή εγκατάσταση λιπαρών ουσιών και λιπιδίων στα τοιχώματά τους, με αποτέλεσμα τη στένωση και την απόφραξη, που μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα, εγκεφαλικό ή ισχαιμία των κάτω άκρων.

Σε αντίθεση με άλλες επιπλοκές η μακροαγγειοπάθεια δεν αποτελεί ειδική εκδήλωση του διαβήτη. Εντούτοις, η εμφάνιση διαφόρων αθηροσκληρυντικών εκδηλώσεων τείνει να είναι συχνότερη και πρωιμότερη στους διαβητικούς σε σχέση με τους μη διαβητικούς, ενώ και η εξέλιξή της ταχύτερη.

Η εμφάνιση της αθηροσκλήρυνσης παρατηρείται σε όλο το φάσμα του διαβήτη: από τους δύσκολα ρυθμιζόμενους ινσουλινοεξαρτώμενους ασθενείς έως ασθενείς με ήπια υπεργλυκαιμία που δεν απαιτούν ινσουλίνη.

Οι παράγοντες που οδηγούν στη διαβητική μακροαγγειοπάθεια είναι η συνύπαρξη παχυσαρκίας, δυσλιπιδαιμίας (με υψηλές τιμές LDL και χαμηλές HDL – χοληστερόλης και υπερτριγλυκεριδαιμίας) και αρτηριακής υπέρτασης, ενώ άλλοι που μπορούν να επιβαρύνουν την κατάσταση είναι το κάπνισμα και η καθιστική ζωή.

Συμπτώματα

Η κλινική εμφάνιση της μακροαγγειοπάθειας είναι ίδια με εκείνη της αθηροσκλήρυνσης. Δεν έχει συμπτώματα στα πρώιμα στάδια. Ωστόσο, όταν η νόσος γίνει πιο σοβαρή, τα συμπτώματα εξαρτώνται από ποιες αρτηρίες είναι στενωμένες και σχετίζονται με τη δυσλειτουργία των οργάνων που αιματώνουν οι αρτηρίες αυτές.

Σε στένωση των αγγείων της καρδιάς τα πρώτα συμπτώματα είναι πόνος σαν σφίξιμο κατά τη σωματική άσκηση. Σε στένωση των αρτηριών του εγκεφάλου μπορεί να εκδηλωθεί εγκεφαλικό σε ολική απόφραξη. Σε στένωση των αρτηριών των ποδιών το πρώτο σύμπτωμα μπορεί να είναι κράμπες και πόνος κατά τη βάδιση που να υποχρεώνει τον ασθενή σε στάση (διαλείπουσα χωλότητα).

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία της διαβητικής μακροαγγειοπάθειας εστιάζει κατά βάση στη μεταβολική ρύθμιση του διαβήτη και στη λήψη ειδικών μέτρων για την πρόληψη σοβαρότερων επιπλοκών.

Συνιστάται η διακοπή του καπνίσματος, η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, το περπάτημα και η αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου. Η αντιμετώπιση μπορεί να είναι είτε συντηρητική με φαρμακευτική αγωγή είτε χειρουργική κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις υποδείξεις του ειδικού.


Fotolia_111603904_Subscription_Monthly_M.png

20 Απριλίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η κακή υγεία των μυών μπορεί ενδεχομένως να αποτελεί επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ακόμα και σε νέους ανθρώπους που ασκούνται επαρκώς, αποκάλυψε νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Diabetologia.

Ερευνητές από το McMaster University του Hamilton και του York University στο Τορόντο ανέλυσαν δείγματα μυών νέων ενηλίκων, με και χωρίς διαβήτη τύπου 1, που ασκούνταν περισσότερο από τη συνιστώμενη άσκηση σε εβδομαδιαία βάση. Στους νέους ενήλικες με διαβήτη, οι βιοψίες μυών αποκάλυψαν δομικές και λειτουργικές αλλαγές στα μιτοχόνδρια. Τα μιτοχόνδρια παρήγαγαν χαμηλότερες από τις φυσιολογικές ποσότητες ενέργειας και απελευθέρωναν φυσιολογικές ποσότητες τοξινών που προκαλούν κυτταρική βλάβη.

Αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιο αργό μεταβολισμό, μεγαλύτερη δυσκολία ελέγχου των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και γρηγορότερη έναρξη αναπηρίας. Σύμφωνα με τους ερευνητές τα ευρήματα δείχνουν πως η κακή μυϊκή υγεία θα πρέπει να προστεθεί στις γνωστές επιπλοκές του διαβήτη τύπου 1 μαζί με νευρική βλάβη, καρδιοπάθεια και νεφρικές διαταραχές. Πρόσθεσαν, επίσης, ότι πλέον γνωρίζουμε πως ακόμα και ενεργητικοί άνθρωποι με διαβήτη έχουν αλλαγές στους μυς τους, που θα μπορούσαν να βλάπτουν την ικανότητα ρύθμισης του σακχάρου.

Είναι γνωστό πως οι σκελετικοί μύες είναι το μεγαλύτερο μεταβολικό όργανο και ο κύριος ιστός καθαρισμού του σακχάρου μετά την κατανάλωση γεύματος, επομένως πρέπει να τους κρατάμε όσο γίνεται πιο υγιείς.

Τα συμπεράσματα των ερευνητών δείχνουν ότι οι οδηγίες άσκησης για ανθρώπους με διαβήτη τύπου 1 μπορεί ενδεχομένως να πρέπει να αναθεωρηθούν για το καλό επίπεδο της μυϊκής υγείας.

Με πληροφορίες από: www.iatronet.gr.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.