Blog

Fotolia_124855890_Subscription_Monthly_M.png

Η διαβητική μακροαγγειοπάθεια είναι μία μορφή γενικευμένης αποφρακτικής αρτηριοπάθειας, κατά την οποία προσβάλλονται αρτηρίες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, με συχνότερη εντόπιση στις περιφερικές αρτηρίες των άκρων, τις στεφανιαίες και τις εγκεφαλικές αρτηρίες.

Πρόκειται για μια επιπλοκή του διαβήτη, η οποία αποτελεί τον κύριο λόγο προβλημάτων υγείας των ατόμων με τη νόσο.

Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της κοινής αθηροσκλήρυνσης, μιας πάθησης των αρτηριών που δημιουργείται από τη σταδιακή εγκατάσταση λιπαρών ουσιών και λιπιδίων στα τοιχώματά τους, με αποτέλεσμα τη στένωση και την απόφραξη, που μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα, εγκεφαλικό ή ισχαιμία των κάτω άκρων.

Σε αντίθεση με άλλες επιπλοκές η μακροαγγειοπάθεια δεν αποτελεί ειδική εκδήλωση του διαβήτη. Εντούτοις, η εμφάνιση διαφόρων αθηροσκληρυντικών εκδηλώσεων τείνει να είναι συχνότερη και πρωιμότερη στους διαβητικούς σε σχέση με τους μη διαβητικούς, ενώ και η εξέλιξή της ταχύτερη.

Η εμφάνιση της αθηροσκλήρυνσης παρατηρείται σε όλο το φάσμα του διαβήτη: από τους δύσκολα ρυθμιζόμενους ινσουλινοεξαρτώμενους ασθενείς έως ασθενείς με ήπια υπεργλυκαιμία που δεν απαιτούν ινσουλίνη.

Οι παράγοντες που οδηγούν στη διαβητική μακροαγγειοπάθεια είναι η συνύπαρξη παχυσαρκίας, δυσλιπιδαιμίας (με υψηλές τιμές LDL και χαμηλές HDL – χοληστερόλης και υπερτριγλυκεριδαιμίας) και αρτηριακής υπέρτασης, ενώ άλλοι που μπορούν να επιβαρύνουν την κατάσταση είναι το κάπνισμα και η καθιστική ζωή.

Συμπτώματα

Η κλινική εμφάνιση της μακροαγγειοπάθειας είναι ίδια με εκείνη της αθηροσκλήρυνσης. Δεν έχει συμπτώματα στα πρώιμα στάδια. Ωστόσο, όταν η νόσος γίνει πιο σοβαρή, τα συμπτώματα εξαρτώνται από ποιες αρτηρίες είναι στενωμένες και σχετίζονται με τη δυσλειτουργία των οργάνων που αιματώνουν οι αρτηρίες αυτές.

Σε στένωση των αγγείων της καρδιάς τα πρώτα συμπτώματα είναι πόνος σαν σφίξιμο κατά τη σωματική άσκηση. Σε στένωση των αρτηριών του εγκεφάλου μπορεί να εκδηλωθεί εγκεφαλικό σε ολική απόφραξη. Σε στένωση των αρτηριών των ποδιών το πρώτο σύμπτωμα μπορεί να είναι κράμπες και πόνος κατά τη βάδιση που να υποχρεώνει τον ασθενή σε στάση (διαλείπουσα χωλότητα).

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία της διαβητικής μακροαγγειοπάθειας εστιάζει κατά βάση στη μεταβολική ρύθμιση του διαβήτη και στη λήψη ειδικών μέτρων για την πρόληψη σοβαρότερων επιπλοκών.

Συνιστάται η διακοπή του καπνίσματος, η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, το περπάτημα και η αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου. Η αντιμετώπιση μπορεί να είναι είτε συντηρητική με φαρμακευτική αγωγή είτε χειρουργική κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις υποδείξεις του ειδικού.


Fotolia_111603904_Subscription_Monthly_M.png

20 Απριλίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η κακή υγεία των μυών μπορεί ενδεχομένως να αποτελεί επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ακόμα και σε νέους ανθρώπους που ασκούνται επαρκώς, αποκάλυψε νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Diabetologia.

Ερευνητές από το McMaster University του Hamilton και του York University στο Τορόντο ανέλυσαν δείγματα μυών νέων ενηλίκων, με και χωρίς διαβήτη τύπου 1, που ασκούνταν περισσότερο από τη συνιστώμενη άσκηση σε εβδομαδιαία βάση. Στους νέους ενήλικες με διαβήτη, οι βιοψίες μυών αποκάλυψαν δομικές και λειτουργικές αλλαγές στα μιτοχόνδρια. Τα μιτοχόνδρια παρήγαγαν χαμηλότερες από τις φυσιολογικές ποσότητες ενέργειας και απελευθέρωναν φυσιολογικές ποσότητες τοξινών που προκαλούν κυτταρική βλάβη.

Αυτές οι αλλαγές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιο αργό μεταβολισμό, μεγαλύτερη δυσκολία ελέγχου των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και γρηγορότερη έναρξη αναπηρίας. Σύμφωνα με τους ερευνητές τα ευρήματα δείχνουν πως η κακή μυϊκή υγεία θα πρέπει να προστεθεί στις γνωστές επιπλοκές του διαβήτη τύπου 1 μαζί με νευρική βλάβη, καρδιοπάθεια και νεφρικές διαταραχές. Πρόσθεσαν, επίσης, ότι πλέον γνωρίζουμε πως ακόμα και ενεργητικοί άνθρωποι με διαβήτη έχουν αλλαγές στους μυς τους, που θα μπορούσαν να βλάπτουν την ικανότητα ρύθμισης του σακχάρου.

Είναι γνωστό πως οι σκελετικοί μύες είναι το μεγαλύτερο μεταβολικό όργανο και ο κύριος ιστός καθαρισμού του σακχάρου μετά την κατανάλωση γεύματος, επομένως πρέπει να τους κρατάμε όσο γίνεται πιο υγιείς.

Τα συμπεράσματα των ερευνητών δείχνουν ότι οι οδηγίες άσκησης για ανθρώπους με διαβήτη τύπου 1 μπορεί ενδεχομένως να πρέπει να αναθεωρηθούν για το καλό επίπεδο της μυϊκής υγείας.

Με πληροφορίες από: www.iatronet.gr.


triglycerides1.jpg

Τα τριγλυκερίδια είναι οργανικές χημικές ενώσεις που ονομάζονται και ουδέτερα λίπη. Μπορεί να είναι στερεά στη συνήθη θερμοκρασία δωματίου, οπότε πρόκειται για λίπη, είτε να είναι υγρά, οπότε και αποκαλούνται έλαια. Αποτελούν τα λίπη του αίματος και συνιστούν σημαντικό βαρόμετρο μεταβολικής υγείας, καθώς οι υψηλές τιμές μπορεί να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις.

Τα τριγλυκερίδια περιέχονται τόσο στη φυτική τροφή και κατά κύριο λόγο μέσα σε σπόρους και καρπούς, όσο και στην τροφή ζωικής προέλευσης  όπως το ζωικό λίπος, το βούτυρο γάλακτος, το συκώτι ή και άλλα κρέατα και εντόσθια.

Στο σώμα μας τα τριγλυκερίδια συντίθενται κατά κύριο λόγο μέσα στα ηπατικά κύτταρα (δηλαδή μέσα στο συκώτι), καθώς και μέσα στα λιποκύτταρα, δηλαδή μέσα στα κύτταρα του λιπώδους ιστού του σώματος.

Τα επιθυμητά επίπεδα των τριγλυκεριδίων

Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (AHA) εισήγαγε νέες συστάσεις στην κλινική πρακτική για τα τριγλυκερίδια και τις καρδιαγγειακές νόσους συστήνοντας τη μείωση των επιπέδων της τριγλυκεριδαιμίας σε μικρότερη των 100 mg/dl, αντί αυτών των κάτω των 150 mg/dl, τα οποία γίνονταν αποδεκτά μέχρι πρόσφατα.

Που οφείλεται η αύξηση

Η αύξηση των τριγλυκεριδίων οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού του οργανισμού και σε αυξημένη πρόσληψη με το φαγητό.

Η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, το κάπνισμα, η υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ, δίαιτες υψηλές σε υδατάνθρακες, διάφορα φάρμακα, ακόμη και διάφορες παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και χρόνιες νόσοι των νεφρών έχουν σαν αποτέλεσμα την άνοδο των τριγλυκεριδίων στο αίμα. Άλλα αίτια που σχετίζονται με αυξημένες τιμές τριγλυκεριδίων είναι:

  1. η γενετική προδιάθεση,
  2. η αύξηση του βάρους σώματος,
  3. ο υποθυρεοειδισμός,
  4. η κύηση,
  5. κάποια αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος,
  6. το νεφρωσικό σύνδρομο (το σύνδρομο αυτό περιλαμβάνει μεγάλη απώλεια πρωτεΐνης στα ούρα, χαμηλά επίπεδα πρωτεΐνης στο αίμα, οίδημα και αυξημένη χοληστερόλη) και
  7. ορισμένα φάρμακα (κορτιζόνη, οιστρογόνα, κυκλοσπορίνη, ταμοξιφαίνη, β-αδρενεργικοί αποκλειστές για την υπέρταση).

Τι προκαλεί η αύξησή τους

Οι επιπλοκές λόγω υψηλών τιμών χοληστερόλης περιλαμβάνουν:

  1. Αρτηριοσκλήρυνση
  2. Στεφανιαία νόσο
  3. Εγκεφαλικό επεισόδιο
  4. Οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου
  5. Οι πολύ υψηλές τιμές τριγλυκεριδίων περιλαμβάνουν την παγκρεατίτιδα

Θεραπεία

Η θεραπεία της υψηλής χοληστερίνης σήμερα στηρίζεται στις τιμές της LDL (κακής) χοληστερίνης. Στόχος είναι η επίτευξη LDL χοληστερίνης σε επιθυμητά επίπεδα. Ανάλογα την περίπτωση ο γιατρός θα συστήσει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, ενώ θα προτείνει και ορισμένες αλλαγές σε καθημερινές διατροφικές συνήθειες.

Διατροφή

  1. Μείωση ή και αποφυγή κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών.
  2. Μείωση τροφών υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη όπως γλυκά, μη φυσικοί χυμοί και γενικότερα σνακ με πολλή ζάχαρη.
  3. Μείωση στην κατανάλωση υδατανθράκων από ψωμί και αρτοσκευάσματα, ζυμαρικά, ρύζι ή και πατάτες.
  4. Κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και προϊόντων ολικής αλέσεως.
  5. Αποφυγή τροφών με υψηλή περιεκτικότητα κορεσμένου λίπους, όπως βούτυρο, γλυκά, κόκκινο κρέας και πλήρη γαλακτοκομικά.
  6. Περιορισμό στην κατανάλωση της φρουκτόζης σε 50-100 γραμμάρια την ημέρα. Η φρουκτόζη ή σάκχαρο των φρούτων, είναι μονοσακχαρίτης που βρίσκεται σε πολλά φαγητά και φρούτα.
  7. Τροφές που είναι πλούσιες σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (όπως ελαιόλαδο, ξηρούς καρπούς και λιπαρά ψάρια, ακόμη και κατεψυγμένα) μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
  8. Τουλάχιστον 30 λεπτά άσκησης τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας μπορούν επίσης να βοηθήσουν.

Diabetes.png

14 Μαρτίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Τα άτομα που ζούνε με τη νόσο είναι σημαντικό να βρούνε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο φαγητό, στην άσκηση και στην ινσουλίνη προκειμένου να έχουν μια καλή και υγιεινή ζωή.

Ο συχνός έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητος για τη σωστή ρύθμιση του διαβήτη. Η μέτρηση των επιπέδων δείχνει το πόσο καλά διαχειρίζεται ο διαβητικός τους παράγοντες που επηρεάζουν το σάκχαρό του και την ινσουλίνη και είναι σημαντικό να γίνεται συχνά στην πορεία της ημέρας. Η θεραπεία του καθενός προσαρμόζεται στα αποτελέσματά της, ενώ βοηθάει και στην πρόληψη των χρόνιων διαβητικών επιπλοκών.

Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία έχει δημοσιεύσει ένα βίντεο με πρακτικές οδηγίες για τον αυτοέλεγχο.


Diabetes-types.png

5 Μαρτίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης ως γνωστόν μέχρι σήμερα διακρίνεται σε τύπου 1, ή «νεανικός» διαβήτης και τύπου 2 ή διαβήτης των ενηλίκων. Πρόκειται για μια χρόνια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, δηλαδή υπεργλυκαιμία, και οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης ή και μειονεκτική δράση της.

Όμως ερευνητές από τη Σουηδία και την Φινλανδία με επικεφαλής τον καθηγητή Λάιφ Γκρουπ του Πανεπιστημίου Λουντ, σε άρθρο που δημοσίευσαν πρόσφατα στο επιστημονικό έντυπο The Lancet Diabetes and Endocrinology, υποστηρίζουν ότι ο διαβήτης δεν διακρίνεται σε τύπου 1 και τύπου 2 αλλά σε πέντε μορφές και προτείνουν οι θεραπείες να γίνουν ακόμα πιο στοχευμένες ώστε να είναι και πιο αποτελεσματικές.

Ο διαβήτης, σήμερα, προσβάλλει περίπου ένα στα 11 άτομα, παγκοσμίως, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού επεισοδίου, τύφλωσης, νεφρικής ανεπάρκειας και ακρωτηριασμού.

Στην περίπτωση του τύπου 1, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα ινσουλινοπαραγωγά κύτταρα του παγκρέατος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αρκετή ορμόνη ινσουλίνη για να ελέγχονται τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Στην περίπτωση του τύπου 2, ο διαβήτης θεωρείται απόρροια του τρόπου ζωής.

Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για 14.775 άτομα με διαβήτη και κατέληξαν στην πρόταση ότι οι πάσχοντες θα πρέπει να ταξινομούνται σε πέντε ομάδες που έχουν γενετικές και άλλες διαφορές (ηλικία έναρξης, σοβαρότητα συμπτωμάτων, κίνδυνος επιπλοκών κ.α.). Οι διαφορές αυτές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς με τον ίδιο τρόπο σε μία θεραπεία.

Οι ομάδες που προτείνουν οι σκανδιναβοί επιστήμονες είναι:

  • Ομάδα 1: Ο σοβαρός αυτοάνοσος διαβήτης, που είναι σε γενικές γραμμές ίδιος με τον διαβήτη τύπου 1, εμφανιζόμενος κυρίως σε παιδιά, αλλά περιλαμβάνει και μερικές περιπτώσεις αυτοάνοσου διαβήτη που εκδηλώνονται σε μεγάλη ηλικία.
  • Ομάδα 2: Ο σοβαρός διαβήτης που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια ινσουλίνης, μοιάζει με την ομάδα 1 (πλήττει επίσης άτομα σε νεαρή ηλικία), αλλά δεν αποδίδεται στο ανοσοποιητικό σύστημα, άρα δεν πρόκειται για αυτοάνοση πάθηση.
  • Ομάδα 3: Ο σοβαρός διαβήτης που χαρακτηρίζεται από ινσουλινοαντίσταση και εμφανίζεται σε υπέρβαρα άτομα, των οποίων ο οργανισμός παράγει μεν ινσουλίνη, αλλά το σώμα δεν ανταποκρίνεται σε αυτήν.
  • Ομάδα 4: Ο ήπιος διαβήτης που είναι σχετικός με την παχυσαρκία, αφορά άτομα πολύ υπέρβαρα, αλλά μεταβολικά πολύ κοντά στο φυσιολογικό παρά στην ομάδα 3.
  • Ομάδα 5: Ο ήπιος διαβήτης που σχετίζεται με την ηλικία και εκδηλώνεται σε ηλικιωμένους, με τη νόσο να είναι συνήθως πιο ελαφριά από τις προηγούμενες ομάδες.

«Κάνουμε ένα πραγματικό βήμα προς την ιατρική ακριβείας, η οποία ιδανικά θα εφαρμόζεται στη διάγνωση και σε καλύτερα στοχευμένη θεραπεία», εξηγεί ο Δρ Γκρουπ και συμπληρώνει ότι οι τρεις πρώτες πιο σοβαρές ομάδες ασθενών θα πρέπει να θεραπεύονται με πιο επιθετικό τρόπο από ό,τι οι δύο τελευταίες που είναι πιο ελαφριές.

Οι ασθενείς της ομάδας 2, παρόλο που νοσούν από διαβήτη από παιδική ηλικία, με τη νέα ταξινόμηση θεωρούνται ασθενείς «τύπου 2», αφού δεν έχουν αυτοάνοση πάθηση, όμως η φαρμακευτική θεραπεία τους μοιάζει με εκείνη της ομάδας 1. Αν και οι περισσότεροι σε αυτή την ομάδα παίρνουν μετφορμίνη, οι σκανδιναβοί ειδικοί προτείνουν ότι με βάση τη νέα κατηγοριοποίηση, οι ασθενείς χρειάζονται πιο άμεσα χορήγηση ινσουλίνης, όπως συμβαίνει στην ομάδα 1.

Οι ασθενείς της ομάδας 2 έχουν τον υψηλότερο κίνδυνο απώλειας της όρασης λόγω επιπλοκών στα μάτια, ενώ οι ασθενείς της ομάδας 3 έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο για νεφρική και ηπατική νόσο. Οι τελευταίοι ασθενείς έχουν μικρή αναλογία χορήγησης μετφορμίνης, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσαν κατ’ εξοχήν να επωφεληθούν από αυτό το φάρμακο.

Οι ασθενείς των δύο ήπιων ομάδων 4 και 5 μπορούν να αντιμετωπιστούν κυρίως με μετφορμίνη και αλλαγές στον τρόπο ζωής.

Οι επιστήμονες δεν αποκλείουν ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 500 υπο-ομάδες διαβητικών ασθενών, ανάλογα με τα διαφορετικά γενετικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά τους. Συνεπώς, στο μέλλον δεν αποκλείεται ακόμη και οι πέντε ομάδες να αυξηθούν.

Με πληροφορίες από: Health.in.gr

Photo credit: Freepik


Fat-Belly-Finger.jpg

Πρόκειται για ένα ερώτημα που ακούγεται συχνά από όσους προσπαθούν να μειώσουν το περιττό σωματικό τους βάρος, είτε αυτό αφορά την υγεία τους είτε την εμφάνισή τους. Η απάντηση είναι πως υπάρχει φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά ενδείκνυται μόνο μετά από 6μηνη αποτυχημένη προσπάθεια δίαιτας και άσκησης, ενώ αυτή συνίσταται αποκλειστικά και μόνο για λόγους υγείας.

Είναι σημαντικό να προηγείται της έναρξης μια προσεκτική εκτίμηση των κινδύνων και του οφέλους από τη θεραπεία. Η φαρμακευτική θεραπεία μπορεί να αποτελέσει χρήσιμη προσθήκη της δίαιτας και της άσκησης, όταν αυτές μόνες τους έχουν αποτύχει σε άτομα με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο του 30 kg/m2. Επίσης, μπορεί να χορηγηθεί σε άτομα με ΔΜΣ: 27 – 29.9 kg/m2 όταν συνυπάρχουν επιπλοκές της παχυσαρκίας, δηλαδή διαβήτης, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή καρδιαγγειακή νόσος.

Όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους, γενικά η χρήση φαρμάκων επιτυγχάνει μια μέτρια μείωση του βάρους κατά 2 έως 10 κιλά. Το μεγαλύτερο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται τους πρώτους 6 μήνες της θεραπείας. Ο στόχος της θεραπείας είναι η μείωση του βάρους κατά 5% εντός το πρώτου 6μηνου. Εάν μετά από 12 εβδομάδες θεραπείας με κάποιο φάρμακο δεν υπάρχει απώλεια βάρους, τότε η θεραπεία διακόπτεται ως μη αποτελεσματική.

Οι επιλογές φαρμακευτικήs αγωγής είναι πολλές:

– Μία εξ αυτών αναστέλλει την παγκρεατική και τη γαστρική λιπάση, μειώνοντας έτσι την απορρόφηση των λιπών με συνέπεια τη μείωση του βάρους. Συνιστάται όμως η συγχορήγηση πολυβιταμινούχου σκευάσματος ώστε να αναπληρώνονται οι δυσαπορροφούμενες λιποδιαλυτές βιταμίνες.
– Μία άλλη μειώνει την όρεξη και κατά συνέπεια και το βάρος του σώματος.
– Κάποιες φαρμακευτικές ουσίες μειώνουν τη λήψη τροφής προάγοντας το αίσθημα του κορεσμού. Επειδή όμως μπορούν να προκαλέσουν εθισμό έχουν πάρει έγκριση μόνο για τη βραχυπρόθεσμη θεραπεία της παχυσαρκίας.
– Άλλες, τέλος, δρουν στο πεπτικό σύστημα επιβραδύνοντας τη γαστρική κένωση και στον υποθάλαμο, μειώνοντας την όρεξη.

Φυσικά, όπως ισχύει με όλα τα φάρμακα, έτσι και τα παραπάνω μπορούν να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες, γι’ αυτό και η χρήση τους γίνεται μόνο όταν το όφελος υπερβαίνει του κινδύνου, ενώ υπάρχουν πάντα και αντενδείξεις ανάλογα με την υγεία του ατόμου.

Η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί ένα σημαντικό «όπλο» στη διαχείριση του περιττού σωματικού βάρους σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μιας και ένα μεγάλο ποσοστό αυτών είναι υπέρβαρο. Η μείωση του βάρους επιφέρει ευνοϊκά αποτελέσματα στη γλυκαιμική ρύθμιση αλλά και στον περιορισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου.

Αυτό που θα πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ο υπέρβαρος είναι ότι η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί μία λύση, όταν οι κυριότεροι τρόποι μείωσης του βάρους – η δίαιτα και η άσκηση –  αποδεικνύονται αναποτελεσματικοί. Η θεραπεία επιλέγεται όταν δεν συντρέχουν άλλοι παράγοντες, όπως το ιστορικό νεφρολιθίασης, υπέρτασης, κλπ.


article-2.png

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα υγείας με συνεχώς αυξανόμενο επιπολασμό.

Πρόκειται για μια πάθηση όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η παχυσαρκία καταλαμβάνει την πιο σημαντική θέση μεταξύ των αιτίων που ενοχοποιούνται για τις επιδημιολογικές διαστάσεις που παρουσιάζει σε όλο τον κόσμο ο διαβήτης τύπου 2. Η ίδια ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) βάσει του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) που είναι ο λόγος του βάρους σε κιλά δια του ύψους σε μέτρα στο τετράγωνο.

Η επίπτωσή της αυξάνεται παγκοσμίως με ταχύ ρυθμό, με κύριους υπεύθυνους την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση της πρόσληψης λιπών και ευαπορρόφητων υδατανθράκων σε συνδυασμό με τη μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Από τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 περίπου το 90% χαρακτηρίζονται ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Ο κίνδυνος εμφάνισης του είναι διπλάσιος στα υπέρβαρα άτομα, πενταπλάσιος στα παχύσαρκα και δεκαπλάσιος στα παθολογικά παχύσαρκα άτομα σε σχέση με τα φυσιολογικού βάρους άτομα αντίστοιχης ηλικίας.

Εκτός όμως από την τιμή του ΔΜΣ υπάρχουν τρεις παράγοντες σχετικοί με το βάρος που συμβάλουν στην εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2. Αυτοί είναι η αύξηση του σωματικού βάρους στο χρόνο, η διάρκεια της παχυσαρκίας και η κατανομή του λίπους στο σώμα.

Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η παχυσαρκία και ιδίως κεντρικού τύπου (συσσώρευση λίπους κυρίως στον κορμό) όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, αλλά συμβάλει και στην επίταση των μεταβολικών διαταραχών που τον συνοδεύουν, όπως δυσλιπιδαιμία, υπερινσουλιναιμία και υπέρταση, με αποτέλεσμα η συνύπαρξη των καταστάσεων αυτών να οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο.

Αντιμετώπιση

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο τόσο στη θεραπεία, την αποτροπή ή την επιβράδυνση εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2, όσο και στην καλή ρύθμιση και κυρίως μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου όταν διαγνωσθεί η νόσος.

Φαρμακευτική αγωγή χορηγείται στην περίπτωση που οι διαιτητικές οδηγίες και η αυξημένη σωματική δραστηριότητα για διάστημα 3-6 μηνών δεν επιτυγχάνει το στόχο της απώλειας 5 – 10% του σωματικού βάρους.

Σε γενικές γραμμές η μείωση της παχυσαρκίας με οποιοδήποτε μέσο οδηγεί σε μείωση της πιθανότητας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η απώλεια βάρους σε αυτά τα άτομα έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου, μέχρι και σε σημείο πλήρους υποχώρησης της νόσου, καθώς και μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα.


1528.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια μεταβολική νόσος η οποία στις μέρες μας, κυρίως λόγω του δυτικού τρόπου ζωής, επηρεάζει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.

Ο διαβήτης παρουσιάζεται όταν ο οργανισμός αδυνατεί να παράγει μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία μεταξύ άλλων ρυθμίζει την ποσότητα σακχάρου που λαμβάνεται από τα τρόφιμα και κυκλοφορεί στο αίμα. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Ο διαβήτης ποικίλει σε μορφή και σοβαρότητα, αλλά ανεξάρτητα από αυτό, όλοι οι τύποι διαβήτη μπορούν να θέσουν την υγεία μας σε κίνδυνο. Εάν μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα αρρύθμιστος, μπορεί να προκαλέσει μια σειρά σοβαρών επιπλοκών όπως καρδιαγγειακή νόσο, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, βλάβες του αμφιβληστροειδούς, βλάβες των νεύρων, κ.ά.

Για την ρύθμιση της νόσου το άτομο χρειάζεται να παρακολουθεί σε τακτά χρονικά διαστήματα τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, να λάβει φαρμακευτική αγωγή ανάλογα με τον τύπο και το στάδιό του, αλλά και να ακολουθεί ένα πρόγραμμα διατροφής και σωματικής άσκησης.

Ειδικά στο κεφάλαιο της διατροφής είναι εξαιρετικά σημαντικό να δοθεί προσοχή, καθώς μπορούν να επηρεαστούν οι διακυμάνσεις της γλυκόζης. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ασθενής θα στερηθεί όλες τις αγαπημένες του επιλογές, ωστόσο θα χρειαστεί να μάθει πώς να σχεδιάζει ένα υγιεινό και ισορροπημένο διατροφικό μενού ως ένα σημαντικό κομμάτι της θεραπείας, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να γνωρίζει τι περιέχεται στο φαγητό.

Ποσότητα

Η ποσότητα τροφής που χρειάζεται καθημερινά ένας διαβητικός εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένας εξ αυτών είναι το βάρος του ατόμου σε σχέση με το ύψος του, ενώ ένας άλλος είναι το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητάς του. Σε γενικές γραμμές, τα άτομα που ασκούνται πολύ ή που έχουν έντονη σωματική δραστηριότητα κατά την εργασία τους, καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια και χρειάζονται περισσότερο φαγητό.

Συχνότητα

Επίσης, η συχνότητα των γευμάτων εξαρτάται από τον τύπο ινσουλίνης ή δισκίων που λαμβάνονται, το επίπεδο της δραστηριότητας και το πόσον καταβάλλονται προσπάθειας για το χάσιμο περιττού βάρους. Τα περισσότερα άτομα τρέφονται καλύτερα, αισθάνονται καλύτερα και έχουν περισσότερη ενέργεια όταν έχουν τακτικά γεύματα. Η κατανομή του φαγητού σε μικρότερα γεύματα σε ολόκληρη τη διάρκεια της ημέρας μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο του βάρους και στην πρόσληψη των βιταμινών και των χρήσιμων μεταλλικών στοιχείων.

Εάν εντός της ημέρας το άτομο έχει μόνο ένα μεγάλο γεύμα, ο οργανισμός του θα δυσκολεύεται στην εξισορρόπηση των σακχάρων στο αίμα. Επίσης, εάν λαμβάνει ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά δισκία, μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα χαμηλού σακχάρου στο αίμα εάν γίνει παράλειψη ή καθυστέρηση ενός γεύματος.

Σε γενικές γραμμές συνίσταται το γεύμα να γίνεται κάθε τέσσερις έως πέντε ώρες, συμπεριλαμβανομένων των ελαφρών γευμάτων (σνακ). Ένας διατροφολόγος μπορεί να δώσει συμβουλές σχετικά με τον καλύτερο χρονικό προγραμματισμό των γευμάτων.

Photo credit: Freepik


Diabetes-Sugar.png

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, η οποία χαρακτηρίζεται ως «ύπουλη» διότι εξελίσσεται χωρίς να εκδηλώνονται συμπτώματα, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια.

Χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα, το απλό σάκχαρο δηλαδή που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού, και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Όσο η νόσος περνά απαρατήρητη, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνονται και παραμένουν υψηλότερα από τις φυσιολογικές τιμές. Χωρίς κατάλληλη θεραπεία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως υπέρταση, που μπορεί να οδηγήσει σε αθηροσκλήρυνση και έμφραγμα, καθώς και σε διαβητική νευροπάθεια η οποία αποτελεί την 1η αιτία ακρωτηριασμού κάτω άκρου.

Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να ανιχνεύεται νωρίς και να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά και ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι ο τακτικός προληπτικός έλεγχος.

Πρόσφατα μια διεθνής επιστημονική εταιρεία που μελετά τον διαβήτη και τις επιπλοκές του (United States Preventative Services Task Force) εξέδωσε νεότερες οδηγίες για το πως πρέπει να γίνεται ο προληπτικός έλεγχος του διαβήτη.

Σύμφωνα με αυτές θα πρέπει να γίνεται έλεγχος για όλες τις διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης πριν την εκδήλωση της νόσου. Οι διαταραχές αυτές περιλαμβάνουν την αυξημένη τιμή γλυκόζης νηστείας (100 mg/dl-125 mg/dl) και την αυξημένη τιμή γλυκόζης 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γραμμαρίων γλυκόζης (140 mg/dl-199 mg/dl), κατά τη διάρκεια εξέτασης ανοχής στη γλυκόζη.

Στις δύο αυτές περιπτώσεις μιλάμε για προδιαβήτη, μια μεταβολική διαταραχή κατά την οποία οι τιμές γλυκόζης στο αίμα βρίσκονται πάνω από το φυσιολογικό, αλλά όχι σε επίπεδα που να τίθεται η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.

Όσοι εμφανίζουν αυτές τις διαταραχές, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο. Υπολογίζεται ότι το 30% των ατόμων αυτών εάν δεν αλλάξει τρόπο ζωής, θα αναπτύξει διαβήτη τα επόμενα 5 χρόνια. Κίνδυνος όμως υπάρχει και για την ανάπτυξη των επιπλοκών του, καθώς αυτές αναπτύσσονται ήδη από το στάδιο του προδιαβήτη.

Τιμές μεγαλύτερες από αυτές που αναφέρονται παραπάνω, δηλαδή γλυκόζη νηστείας μεγαλύτερη από 126 mg/dl και τιμή γλυκόζης 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γραμμαρίων γλυκόζης μεγαλύτερη από 200 mg/dl, αποτελούν διάγνωση διαβήτη.

Είναι λοιπόν σημαντικό να ελέγχονται όσοι είναι υπέρβαροι και έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών έως την ηλικία των 70, όσοι έχουν υπέρταση και όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη.

Οι φυσιολογικές τιμές για την γλυκόζη νηστείας είναι οι τιμές μικρότερες από 100 mg/dl, για την γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερες από 5,7% και για το τεστ ανοχής στη γλυκόζη μικρότερες από 140 mg/dl, 2 ώρες μετά τη λήψη των 75 γραμμαρίων γλυκόζης. Εφόσον ο τριπλός αυτός έλεγχος είναι φυσιολογικός, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 3 χρόνια.


pexels-photo-104986.jpeg

10 Ιανουαρίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, δηλαδή υπεργλυκαιμία, και οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης ή και μειονεκτική δράση της.

Η αντιμετώπιση της νόσου βασίζεται στον τρόπο ζωής του ατόμου και κυρίως στις διατροφικές συνήθειές του. Γενικότερα τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη είναι χρήσιμο να τρέφονται υγιεινά, να έχουν φυσιολογικό βάρος και να διατηρούν σε φυσιολογικά επίπεδα το σάκχαρο, τα λιπίδια αίματος και την αρτηριακή πίεση. Η σωστή επιλογή των τροφών σε συνδυασμό με τη συχνή σωματική δραστηριότητα βοηθούν στην επίτευξη των στόχων του ατόμου.

Υπάρχουν δέκα συγκεκριμένες τροφές, οι οποίες είναι σημαντικό να περιλαμβάνονται στο διαιτολόγιο ενός ατόμου με διαβήτη:

– Όσπρια
– Σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι, μαρούλι, ραδίκι, μαϊντανός, άνιθος)
– Εσπεριδοειδή φρούτα (πορτοκάλι, λεμόνι, μανταρίνι, νεράντζι,)
– Γλυκοπατάτα
– Μούρα (βατόμουρα, φράουλες, μύρτιλα, γκότζι)
– Ντομάτα
– Ψάρια πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα (σολομός, σκουμπρί, σαρδέλα, ρέγγα, κολιός κ.ά.)
– Δημητριακά ολικής αλέσεως (νιφάδες βρώμης, πλιγούρι βρώμης, καστανό ρύζι, ψωμί ολικής αλέσεως)
– Ανάλατοι ξηροί καρποί (καρύδια και αμύγδαλα) και λιναρόσπορος
– Άπαχο γάλα και γιαούρτι (ιδιαίτερα εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D).

Οι τροφές αυτές είναι απαραίτητες για τη διαχείριση του διαβήτη καθώς έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, δηλαδή οι υδατάνθρακες που περιέχουν απορροφούνται αργά στην κυκλοφορία του αίματος, βοηθώντας στην καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου. Είναι επίσης πλούσιες σε φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικά, ασβέστιο, κάλιο, μαγνήσιο, βιταμίνη Α, C και Ε προάγοντας την υγεία του ατόμου.

Παρόλα τα ευεργετικά αποτελέσματά τους και τα συστατικά που περιέχουν συνιστάται να καταναλώνονται με μέτρο.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ




Κλείτσας Άγγελος Παθολόγος Καλαμαριά - Σήμα αναγνώρισης ασθενών από Doctoranytime



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.



Web design by Siteworks



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved. Web design by Siteworks