Blog

OLD91Y0.png

Η μυϊκή άσκηση σε συνδυασμό με τη διατροφή αποτελούν το βασικότερο παράγοντα για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καθώς μπορεί να ρυθμίσει άμεσα τα επίπεδα σακχάρου, ενώ παράλληλα έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνει την επιβίωση σε διαβητικούς και των δύο τύπων.

Η γυμναστική σε γενικές γραμμές μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στους ασθενείς αυτούς, διότι βελτιώνει μεταξύ άλλων τη δράση της ινσουλίνης, μειώνει το πλεονάζον λίπος και βοηθάει στον έλεγχο του σωματικού βάρους, βελτιώνει τη μυϊκή αντοχή και την οστική πυκνότητα, αλλά και προστατεύει την καρδιά και τα αγγεία αυξάνοντας την «καλή» και μειώνοντας την «κακή» χοληστερόλη.

Συνίσταται ωστόσο προσοχή όταν ένα άτομο με διαβήτη πρόκειται να ξεκινήσει γυμναστική, καθώς χρειάζεται να μετρά και να καταγράφει το σάκχαρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση. Αυτή η καταγραφή είναι σημαντική διότι θα αποκαλύψει το πως ανταποκρίνεται το σώμα στην άσκηση και θα βοηθήσει στην αποφυγή επικίνδυνων διακυμάνσεων του σακχάρου.

Οι καταλληλότερες ασκήσεις για κάθε διαβητικό καθορίζονται από τον βαθμό στον οποίο έχει προχωρήσει η κατάσταση της υγείας του. Κάποιες επιπλοκές του διαβήτη, όπως η προχωρημένη αμφιβληστροειδοπάθεια ή νευροπάθεια, μπορεί να κάνουν κάποιες ασκήσεις επικίνδυνες. Ο γιατρός μπορεί να προγραμματίσει μια εξέταση για να εκτιμήσει την ανταπόκριση της καρδιάς του ατόμου στην άσκηση.

Συμβουλές

Αφού έχουν προηγηθεί τα παραπάνω, το άτομο που θα ξεκινήσει τη γυμναστική θα πρέπει να λάβει υπόψη τα εξής:

– Για να μειωθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας θα πρέπει να ακολουθήσει ένα σταθερό πρόγραμμα άσκησης και να προγραμματίσει τα γεύματα και τη λήψη των φαρμάκων την ίδια ώρα κάθε μέρα.
– Η παρατεταμένη ή πολύ έντονη άσκηση μπορεί να προκαλέσει την παραγωγή αδρεναλίνης και άλλων ορμονών που ανταγωνίζονται τη δράση της ινσουλίνης και μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου. Η συμμετοχή σε τέτοιου είδους άσκηση μπορεί να οδηγήσει στην ανάγκη τροποποίησης του σχήματος ινσουλίνης/αντιδιαβητικών δισκίων, κάτι το οποίο θα πρέπει να γίνεται σε συνεννόηση με τον γιατρό.
– Θα πρέπει ακόμη να δίνεται προσοχή όταν η άσκηση γίνεται σε ώρες που τα φάρμακα έχουν τη μεγαλύτερη δράση, καθώς μπορεί να χρειαστεί μείωση της δόσης της βασικής ή γευματικής ινσουλίνης, την οποία επίσης θα προσαρμόσει ο γιατρός.
– Τέλος, βασικό είναι το άτομο να μετρά το σάκχαρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση και να έχει πάντα μαζί του ένα σνακ με υδατάνθρακες (φρούτο, χυμός) για την περίπτωση υπογλυκαιμίας.

Γενικές οδηγίες

– Ξεκινήστε αργά και σταδιακά και αυξήστε την ένταση και τη διάρκεια.
– Να ασκείστε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα για περίπου 30 λεπτά κάθε φορά. Ένα καλό πρόγραμμα άσκησης περιλαμβάνει 5 με 10 λεπτά προθέρμανση, τουλάχιστον 15 με 30 λεπτά συνεχή αερόβια άσκηση (γρήγορο περπάτημα ή ποδηλασία) και 5 λεπτά χαλάρωση στο τέλος.
– Προσθέστε σε αυτό το πρόγραμμα ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης ή αντίστασης 2 με 3 φορές την εβδομάδα.
– Αν έχετε παραπανίσια κιλά μια καλή ιδέα είναι η γυμναστική στο νερό. Άλλες επιλογές είναι η ποδηλασία ή το κολύμπι.
– Να πίνετε νερό κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση για την αποφυγή της αφυδάτωσης.
– Σταματήστε την άσκηση αν νιώσετε αδικαιολόγητο πόνο στους μυς και στις αρθρώσεις.
– Τα άνετα παπούτσια και η φροντίδα των ποδιών είναι σημαντικά.

Να σημειωθεί ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 1, των οποίων τα σάκχαρο είναι πάνω από 250 mg/dL αλλά έχουν και θετικές κετόνες στα ούρα ή στο αίμα, δεν θα πρέπει να ξεκινήσουν την άσκηση διότι θα αυξήσουν ακόμα περισσότερο τα επίπεδα σακχάρου.

Photo credit: Freepik


Prodiabitis.png

O προδιαβήτης είναι μια μεταβολική διαταραχή κατά την οποία οι τιμές γλυκόζης στο αίμα –το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού– βρίσκονται πάνω από το φυσιολογικό, αλλά όχι σε επίπεδα που να τίθεται η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 εμφάνισαν αρχικά προδιαβήτη. Δεν ισχύει όμως το αντίθετο, δηλαδή όσοι έχουν προδιαβήτη δεν αναπτύσσουν σίγουρα διαβήτη.

Χωρίς συμπτώματα

Ο προδιαβήτης δεν έχει κλινική συμπτωματολογία και δεν αποτελεί ιδιαίτερη νοσολογική οντότητα, πρέπει όμως να ανιχνεύεται έγκαιρα και να αντιμετωπίζεται με την ανάλογη σοβαρότητα, διότι εξελίσσεται σε σακχαρώδη διαβήτη και συνδέεται με καρδιαγγειακά συμβάματα.

Πώς προκαλείται

Καθώς ο προδιαβήτης είναι μια κατάσταση πριν από το σακχαρώδη διαβήτη, έτσι και τα αίτια των δύο είναι όμοια. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, η μεγάλη κατανάλωση υδατανθράκων, καθώς και η κληρονομικότητα.

Εκτός αυτών όμως αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη έχουν και άτομα με υπέρταση ή υπερλιπιδαιμία, καρδιαγγειακή νόσο, όσοι λαμβάνουν αντιψυχωσικά φάρμακα, καθώς και οι γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης ή σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Οι παραπάνω θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τον έλεγχο, καθώς ο προδιαβήτης είναι συχνά μια «σιωπηλή» κατάσταση που δεν εμφανίζει συμπτώματα.

Φυσιολογικές τιμές

Ο προδιαβήτης χαρακτηρίζεται από δύο διαταραχές στα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Αυτές είναι:

– Η διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας, που σημαίνει ότι το πρωινό σάκχαρο βρίσκεται στα 100-125 mg/dl (νηστικός). Κάτω από 100 είναι το φυσιολογικό, ενώ από 126 και πάνω πρόκειται για διαβήτη.
– Η διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, η οποία βρίσκεται με τη δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης και ορίζεται ως σάκχαρο στις 2 ώρες 140-199 mg/dl. Κάτω από 140 είναι το φυσιολογικό, ενώ πάνω από 200 πρόκειται για διαβήτη.

Από τη στιγμή που διαπιστωθεί κάποιο από τα παραπάνω θα πρέπει να υπάρχει τακτικότερος έλεγχος τουλάχιστον μια φορά το χρόνο ή το εξάμηνο.

Βέβαια, οι καταστάσεις αυτές δεν είναι μόνιμες. Συνήθως μπορούν και πρέπει να υποχωρήσουν κυρίως με σωστή δίαιτα, απώλεια βάρους και συστηματικό πρόγραμμα άσκησης έτσι ώστε να μην οδηγήσουν σε διαβήτη.

Αντιμετώπιση

Η αλλαγή τρόπου ζωής με καθημερινή άσκηση, η αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών με διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, λιγότερα λίπη και αποφυγή των «κακών» υδατανθράκων (κυρίως των έτοιμων φαγητών), των γλυκών και γενικότερα της ζάχαρης, βοηθούν στην αντιμετώπιση του προδιαβήτη, επιβραδύνοντας την εξέλιξη σε σακχαρώδη διαβήτη.

Πότε να απευθυνθείτε στον ειδικό

Είναι σημαντικό να γίνεται ετήσιο τεστ γλυκόζης για την παρακολούθηση του προδιαβήτη, ειδικά σε ηλικίες άνω των 30 και σε περιπτώσεις αυξημένου σωματικού βάρους. Τα συμπτώματα που μπορεί να υποδηλώνουν την ανάπτυξη του προδιαβήτη είναι:

  • ανεξήγητη απώλεια βάρους,
  • σύγχυση σκέψης, αδυναμία, ζαλάδες και πονοκέφαλοι, ναυτία,
  • πολυουρία, πολυδιψία και πείνα,
  • αυξημένη επιδεκτικότητα σε μολύνσεις, ειδικά του δέρματος και του κόλπου.

Diabates-generic.png

31 Οκτωβρίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης (ορμόνη η οποία βοηθά τη γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα) από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η γενικευμένη αυτή διαταραχή του μεταβολισμού μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε αρκετούς ιστούς του σώματος καθώς και μια σειρά δυσλειτουργιών που επηρεάζουν μεταξύ άλλων το ουροποιογεννητικό σύστημα. Σε αυτές περιλαμβάνονται διαταραχές στην ουροδόχο κύστη και στο νεφρό, καθώς και η σεξουαλική δυσλειτουργία.

Οι διαταραχές στην ουροδόχο κύστη εκδηλώνονται συνήθως με αδυναμία πλήρους κένωσης, ανάπτυξη ουρολοιμώξεων και πύου στα ούρα, ενώ ακόμη μπορεί να εμφανιστούν και συμπτώματα όπως συχνουρία και δυσουρία. Ορισμένοι διαβητικοί ωστόσο παρουσιάζουν συχνά επεισόδια πυουρίας χωρίς συμπτώματα.

Όσον αφορά τις διαταραχές στο νεφρό, κατά τα πρώτα χρόνια εμφάνισης της νόσου εκδηλώνονται ορισμένες οργανικές διεργασίες, μεταξύ των οποίων πάχυνση της βασικής μεμβράνης και υπερτροφία των νεφρικών σπειραμάτων (μικροσκοπικά φίλτρα που κρατούν τις πρωτεΐνες εντός του σώματος). Προοδευτικά αναπτύσσεται και έκκριση λευκωματίνης στα ούρα, η οποία οδηγεί ορισμένους ασθενείς σε αιμοκάθαρση. Μερικές φορές μάλιστα αναπτύσσεται νεφρική σωληναριακή οξέωση (διαταραχή στα ουροφόρα σωληνάρια) και υπερκαλιαιμία (αυξημένη συγκέντρωση Καλίου στον οργανισμό), με το νεφρό να γίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητο σε φάρμακα και τοξικές ουσίες.

Τέλος, η σεξουαλική δυσλειτουργία εκδηλώνεται με αδυναμία ικανοποιητικής στύσης και εκδηλώσεις παλίνδρομης εκσπερμάτισης στον άνδρα, καθώς και με ξηρότητα κόλπου και πόνου κατά τη συνουσία στη γυναίκα.

Κατά τις ανωτέρω περιπτώσεις ο βαθμός της κακής ρύθμισης του σακχαρώδη διαβήτη και η διάρκεια της υπερκαλιαιμίας είναι μεταξύ των παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου χρόνιων επιπλοκών.

Οι ασθενείς με διαβήτη που εμφανίζουν ουροποιογεννητικά συμπτώματα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το κάπνισμα, η υψηλή πίεση και η υψηλή χοληστερόλη επιδεινώνουν τα βλαπτικά αποτελέσματα του αυξημένου σακχάρου. Θα πρέπει επίσης να λάβουν υπ’ όψιν ότι είναι απαραίτητη η επαρκής πρόσληψη νερού και η περιοδική εξέταση των ούρων (ενίοτε και των γεννητικών υγρών) για μικρόβια και μικρολευκωματίνη.

Η αντιμετώπιση των ουροποιογεννητικών συμπτωμάτων γίνεται μέσω φαρμακευτικής αγωγής, ωστόσο είναι απαραίτητη και η σωστή αγωγή για τη θεραπεία του διαβήτη.


7648-1024x683.png

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν νοσήματα της στοματικής κοιλότητας, καθώς η νόσος ευνοεί την εμφάνιση και την όξυνση φλεγμονής στο στόμα.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Έχει διαπιστωθεί ότι η νόσος των ούλων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα βακτήρια να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να ενεργοποιήσουν τα κύτταρα που παράγουν βιολογικά σήματα φλεγμονής, τα οποία έχουν μια καταστρεπτική επίδραση σε όλο το σώμα. Στο πάγκρεας, τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την ινσουλίνη, μπορεί να υποστούν κάποια βλάβη ή να καταστραφούν. Μόλις συμβεί αυτό, μπορεί να ενεργοποιηθεί ο διαβήτης τύπου 2 – ακόμη και σε ένα υγιές άτομο που δεν έχει τους παράγοντες κινδύνου του διαβήτη.

Οι ασθενείς με διαβήτη, εάν δεν ελέγχουν επαρκώς τα επίπεδα της γλυκόζης, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσους των ούλων και να χάσουν περισσότερα δόντια από τους μη διαβητικούς. Οι νόσοι των ούλων, όπως και όλες οι λοιμώξεις, μπορεί να αποτελέσουν ένα παράγοντα πρόκλησης αύξησης της ποσότητας σακχάρου στο αίμα και να κάνουν πιο δύσκολο τον έλεγχο του διαβήτη. Άλλα στοματικά προβλήματα που συνδέονται με το διαβήτη περιλαμβάνουν τη μυκητιασική στοματίτιδα, μια μόλυνση που προκαλείται από μύκητες που αναπτύσσονται στο στόμα, καθώς και την ξηροστομία που μπορεί να προκαλέσει πόνο, έλκη, λοιμώξεις και τερηδόνα.

Γλυκαιμικός έλεγχος

Η προχωρημένη περιοδοντίτιδα, βάσει ερευνητικών δεδομένων, μπορεί να δυσχεραίνει το γλυκαιμικό έλεγχο στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και να επηρεάσει τα επίπεδα σακχάρου σε μη διαβητικά άτομα.

Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι η βαρύτητα της περιοδοντίτιδας αυξάνει τον κίνδυνο για την εμφάνιση επιπλοκών του διαβήτη, ενώ πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν αυξημένο ενδεχομένως κίνδυνο για έναρξη διαβήτη σε άτομα με βαριάς μορφής περιοδοντίτιδα. Η περιοδοντική θεραπεία βοηθάει στον γλυκαιμικό έλεγχο σε άτομα με διαβήτη, διότι βάσει μελετών βρέθηκε ότι τα επίπεδα του σακχάρου ήταν χαμηλότερα μετά από αυτήν.

Πρόληψη

Για καλή στοματική υγεία τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη χρειάζεται να:

  1. Ελέγχουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα
  2. Επισκέπτονται τακτικά τον οδοντίατρο τους
  3. Διατηρούν καλή στοματική υγιεινή
  4. Σταματήσουν το κάπνισμα, το οποίο επιδεινώνει τις νόσους των ούλων.

Είναι σημαντικό ο ασθενής να ενημερώσει τον οδοντίατρο του ότι πάσχει από τη νόσο, καθώς και για την φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί. Ο σακχαρώδης διαβήτης, ιδιαίτερα όταν δεν ρυθμίζεται καλά, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές σε ορισμένες οδοντιατρικές θεραπείες όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις.

Photo credit: Nensuria


Diabetes.png

11 Ιουλίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Οι δύο πιο συνηθισμένες επείγουσες διαβητικές καταστάσεις είναι η υπογλυκαιμία (χαμηλή γλυκόζη αίματος) και η υπεργλυκαιμία (υψηλή γλυκόζη αίματος). Οι καταστάσεις αυτές μπορεί να εμφανιστούν τόσο σε άτομα με διαβήτη τύπου 1 όσο και σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, με εξαίρεση τους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 που αντιμετωπίζονται με δίαιτα και άσκηση μόνο, οι οποίοι δεν εμφανίζουν υπογλυκαιμία.

Ο λόγος που η υπεργλυκαιμία χαρακτηρίζεται ως επείγουσα διαβητική κατάσταση είναι γιατί αποτελεί κύρια αιτία πρόκλησης σοβαρών και επικίνδυνων για τη ζωή επιπλοκών.

Μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η ανεπαρκής ινσουλίνη, το έντονο στρες, η υπερβολική συναισθηματική φόρτιση, κάποια λοίμωξη, ο πυρετός, η διατροφή με πολλούς υδατάνθρακες καθώς και η ελάχιστη σωματική άσκηση (λιγότερο απ’ ό, τι συνήθως).

Συμπτώματα υπεργλυκαιμίας

Οι υπογλυκαιμία συνήθως εκδηλώνεται με τα παρακάτω σημεία:

  1. Υψηλό σάκχαρο (γλυκόζη) στο αίμα
  2. Υψηλό επίπεδο γλυκόζης στα ούρα
  3. Πολυφαγία
  4. Πολυδιψία
  5. Πολυουρία
  6. Θολότητα όρασης
  7. Απώλεια Βάρους
  8. Αργή επούλωση τραυμάτων
  9. Ξηροστομία (στεγνό στόμα)
  10. Καρδιακή αρρυθμία
  11. Βαθιά και συχνή αναπνοή
  12. Ανικανότητα
  13. Κνησμός (φαγούρα) και ξηρό δέρμα
  14. Κόπωση / κούραση
  15. Καταπληξία (shock)
  16. Κώμα

Αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας

Έαν το άτομο αισθανθεί τα συμπτώματα της υπεργλυκαιμίας θα πρέπει να ελέγξει τα επίπεδα του σακχάρου του και σε περίπτωση που είναι εξαιρετικά αυξημένα να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια.

Η άσκηση μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Προσοχή όμως στην περίπτωση που υπάρχουν κετονικά σωμάτια στα ούρα, διότι η άσκηση μπορεί να ανεβάσει τα επίπεδα σακχάρου πολύ περισσότερο.

Σε γενικές γραμμές η υπεργλυκαιμία αντιμετωπίζεται με την έγκαιρη πρόληψη. Απαιτούνται τακτικές εξετάσεις αίματος και ούρων ώστε να ελέγχονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Επίσης, το άτομο που λαμβάνει ινσουλίνη δεν θα πρέπει να αμελεί τη δόση του. Τα αφεψήματα χωρίς ζάχαρη και η προσεγμένη διατροφή, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού, μπορούν να βοηθήσουν.


pexels-photo-259363.png

Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.

Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.

Οι παράγοντες κινδύνου ποικίλουν, ωστόσο αυξημένο (σε ποσοστό έως και 14%) έχουν μεταξύ άλλων οι περιπτώσεις όπου η έγκυος είναι ηλικίας άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 ετών, έχει παχυσαρκία ή αυξάνεται υπερβολικά το βάρος της κατά τη διάρκεια της κύησης ή ακόμη έχει ιστορικό που σχετίζεται με τη νόσο.

Ο –μη ρυθμισμένος– σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης αυξάνει τους κινδύνους για εμφάνιση επιπλοκών τόσο στο έμβρυο όσο και στη μητέρα (όπως η ανάπτυξη υπέρτασης ή προεκλαμψίας) και για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρακολουθείται συχνά κατά τη διάρκειά της. Επίσης, μετά τον τοκετό θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση της μητέρας, διότι υπολογίζεται ότι 40% των γυναικών αυτών μπορεί να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ασυμπτωματική νόσος

Το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη εγκυμοσύνης δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται.

Ένας απλός τρόπος είναι κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας και τη λήψη τροφής, η λήψη 50 γραμμαρίων γλυκόζης και ο προσδιορισμός σακχάρου αίματος μια ώρα μετά. Αν τα επίπεδα σακχάρου του αίματος είναι υψηλότερα των 140 mg/dl, τότε πρέπει να γίνει μια εξέταση με την ονομασία «καμπύλη γλυκόζης» σύμφωνα με τις οδηγίες του ειδικού.

Οι επιπλοκές του διαβήτη κύησης

Ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης αυξάνει τον κίνδυνο για μια σειρά από επιπλοκές. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εμφάνιση υπερτασικής νόσου στη μητέρα, ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου, το υδράμνιο (πλεονάζον αμνιακό υγρό γύρω από το έμβρυο), η εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών και η μακροσωμία του εμβρύου.

Μετά τον τοκετό μπορεί επίσης να εμφανιστεί στη μητέρα υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, καθώς και σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας στο έμβρυο.

Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.

Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.

Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.


HSP_15607_CornPlaster_Application_no_packaging_PR_Screen.jpg

9 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η διαβητική νευροπάθεια είναι μια επιπλοκή που προκαλείται από τον σακχαρώδη διαβήτη, μια χρόνια μεταβολική νόσο όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Η λειτουργία των νεύρων στην περίπτωση που εκδηλωθεί η σοβαρή αυτή επιπλοκή, επηρεάζεται με αποτέλεσμα να μη μεταδίδουν σωστά τους ερεθισμούς από το σώμα προς τον εγκέφαλο. Προκαλείται έτσι μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος.

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη οι οποίοι δεν ελέγχουν κανονικά τη γλυκόζη στο αίμα τους για να την διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα, διατρέχουν περισσότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβητική νευροπάθεια.

Συμπτώματα

Η διαβητική νευροπάθεια μπορεί να επηρεάσει πολλά σημεία και λειτουργίες του σώματος. Σε πολλές περιπτώσεις δημιουργείται μούδιασμα με απώλεια της αίσθησης και οδυνηρό μυρμήγκιασμα στα μέρη του σώματος, που επηρεάζονται από το νεύρο που πάσχει.

Στα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνονται:

– Μούδιασμα στα πόδια και στα δάκτυλα
– Πληγές –συνήθως στα πόδια– που δημιουργούνται από κοψίματα ή τραύματα που δεν επουλώνονται εύκολα, αλλά και δεν προκαλούν τόσο πόνο όσο θα αναμενόταν
– Μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος
– Διάρροια ή δυσκοιλιότητα που οφείλονται στις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλεί η νευροπάθεια στο έντερο
– Προβλήματα και δυσκολίες της στύσης στους άνδρες

Τα άτομα που έχουν προσβληθεί από διαβητική νευροπάθεια δεν νιώθουν κανονικά τον πόνο στην περιοχή που έχει επηρεαστεί. Εάν πληγωθούν ή τραυματιστούν στο σημείο που επηρεάστηκε δεν το αντιλαμβάνονται διότι απουσιάζει το χρήσιμο για την περίπτωση μήνυμα που στέλλει ο πόνος.

Επιπρόσθετα, μπορεί να δημιουργηθεί μυϊκή ατροφία και σταδιακά να υπάρξει δυσκολία στο περπάτημα. Το δέρμα στα πόδια αδυνατίζει και μπορεί να δημιουργήσει ραγάδες που εξελίσσονται σε πληγές. Εάν οι πληγές που αναπτύσσονται στο μέρος του σώματος που επηρεάζεται από τη διαβητική νευροπάθεια μολυνθούν και χειροτερεύσουν είναι δύσκολο να αποθεραπευτούν. Το αποτέλεσμα αυτό κάποια στιγμή μπορεί να οδηγήσει στον ακρωτηριασμό.

Πρόληψη

Όπως ισχύει σε όλα τα προβλήματα υγείας, η καλύτερη θεραπεία της διαβητικής νευροπάθειας είναι η πρόληψη. Ο καλός μεταβολικός έλεγχος του διαβήτη, η επίτευξη δηλαδή τιμών σακχάρου αίματος νηστείας ή μετά τα γεύματα που να προσεγγίζουν κατά το δυνατό τις αντίστοιχες τιμές των μη διαβητικών ατόμων, αποτελεί σημαντικό στοιχείο αποφυγής επιπλοκών.

Ακόμη και στη θεραπεία όμως κάθε μορφής διαβητικής νευροπάθειας η άριστη ρύθμιση του διαβήτη αποτελεί τον κοινό παρανομαστή των θεραπευτικών σχημάτων. Χορηγούνται επίσης αναλγητικά ή και άλλα φάρμακα κατά περίπτωση, ενώ το άτομο θα πρέπει επίσης να σταματήσει την κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα. Τέλος, συνίσταται να μην παραλείπεται ο προληπτικός έλεγχος, συνήθως κάθε χρόνο, διότι η αντιμετώπιση είναι ευκολότερη όσο πιο νωρίς αποκαλυφθούν οι τυχόν βλάβες.


Blood-Sugar.jpg

11 Σεπτεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα, το απλό δηλαδή σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του  οργανισμού. Αναπτύσσεται όταν το σώμα δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η υπογλυκαιμία είναι μία από τις καταστάσεις που θα πρέπει να προσέξει ένας διαβητικός. Εκδηλώνεται όταν το σάκχαρο του αίματος πέφτει κάτω από 70ml/dl μαζί με μια σειρά από ορισμένα συμπτώματα: πείνα, εφίδρωση, πονοκέφαλος, ζάλη, θολή όραση, τρέμουλο, ναυτία, ταχυκαρδία, υπνηλία, έλλειψη συγκέντρωσης, νευρικότητα, συμπεριφορά μεθυσμένου, αδυναμία και ξαφνική κούραση. Τα συμπτώματα αυτά είναι τα πιο κοινά, ωστόσο μπορεί να ποικίλουν από άτομο σε άτομο.

Στην περίπτωση της υπογλυκαιμίας ο ασθενής μπορεί να εφαρμόσει τον λεγόμενο «κανόνα του 15» για να την αντιμετωπίσει, χωρίς όμως να φτάσει στο άλλο άκρο, την υπεργλυκαιμία:

1. Μετρήστε το σάκχαρό σας και βεβαιωθείτε ότι η τιμή είναι κάτω από 70ml/dl, γιατί πολλές φορές τα συμπτώματα δεν είναι πάντα αντιληπτά.
2. Καταναλώστε αμέσως 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα.
3. Περιμένετε 15 λεπτά και μετρήστε ξανά το σάκχαρό σας. Αν και πάλι το σάκχαρο αίματος είναι κάτω από 70ml/dl καταναλώστε άλλα 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα και ξαναπάτε στο βήμα 1.

Γρήγοροι υδατάνθρακες είναι εκείνοι που ανεβάζουν πολύ γρήγορα το σάκχαρο. Τα 15γρ γρήγορου υδατάνθρακα αντιστοιχούν στα εξής:

– Δεκαπέντε γραμμάρια λευκή ζάχαρη ή μέλι (3 κουταλάκια του γλυκού ή 1 κουταλιά της σούπας ή 2 – 3 φακελάκια)
– Μισό ποτήρι χυμό (120ml)
– Τρία με τέσσερα δισκία γλυκόζης (κάθε δισκίο περιέχει 4γρ.)
– Μισό κουτάκι αναψυκτικό με προσθήκη ζάχαρης
– Ένα αθλητικό ποτό (1 κουτάκι περιέχει περίπου 16γρ.)

Για άμεση αντιμετώπιση μιας σοβαρής υπογλυκαιμίας χορηγείται 1mg γλυκαγόνης ενδομυϊκά ή υποδόρια. Συνεπώς είναι σημαντικό οι φίλοι και η οικογένεια του ατόμου να μπορούν να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, καθώς και να γνωρίζουν πώς να την αντιμετωπίσουν.

Photo credit: Freepik


17337713225_85ef5a039c_b.jpg

Πολλοί άνθρωποι ενδεχομένως γνωρίζουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια δια βίου νόσος η οποία μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι να θεραπευτεί πλήρως. Οι ασθενείς χρειάζεται να ξεκινήσουν – παράλληλα με τη λήψη ειδικών φαρμάκων – έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, εντάσσοντας στην καθημερινότητά τους τη σωματική άσκηση και την υγιεινή διατροφή, ώστε να ελέγξουν μια νόσο που σε πολλές περιπτώσεις είναι προοδευτική.

Νέα δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι υποχρεωτικά προς το χειρότερο, καθώς έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο διαβήτης κατάφερε να υποστρέψει τόσο ώστε να μην χρειάζονται φάρμακα.

Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους. Σπάνια έχει επίσης αναφερθεί και σε άτομα που έχουν κάνει μόνο αλλαγές στον τρόπο ζωής. Έτσι, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μην είναι ο μόνος δρόμος για την ύφεση της νόσου.

Στις περιπτώσεις όπου οι μετρήσεις των επιπέδων του σακχάρου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είναι χαμηλότερες των ενδείξεων του διαβήτη, το οποίο επιτεύχθηκε χωρίς τη λήψη φαρμάκων ή τη χειρουργική επέμβαση, τότε κάνουμε λόγο για υποστροφή του διαβήτη.

Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (American Diabetes Association) έχει εκδώσει τους παρακάτω ορισμούς:

– Μερική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας από 100 μέχρι 125mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 6,0% μέχρι 6,5% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Ολική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 6,0% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Παρατεινόμενη υποστροφή υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL, ή γλυκοζυλιωμένη μικρότερη από 6.0% για 5 χρόνια χωρίς φάρμακα.

Ποιος μπορεί να πετύχει υποστροφή του διαβήτη

Το ποιος μπορεί να πετύχει μερική ή ολική υποστροφή του διαβήτη δεν έχει απαντηθεί ακόμα από την ιατρική κοινότητα, ωστόσο η έρευνα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σύμφωνα πάντως με τις σημερινές ενδείξεις, υποστροφή του διαβήτη δεν μπορούν να πετύχουν όσοι έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 1, αλλά είναι πιθανό για όσους έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 2.

Μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν όσοι έχουν πρόσφατη διάγνωση διαβήτη, έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, είναι νέα ή μεσήλικα άτομα, δεν έχουν άλλα νοσήματα ή επιπλοκές από τη νόσο και ακολουθούν τις οδηγίες για τη ρύθμισή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια για ρύθμιση του σακχάρου και απώλεια βάρους μπορεί να φρενάρει την εξέλιξη του διαβήτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η φαρμακευτική αγωγή στο μέλλον, αλλά και ότι μπορεί να αντιστραφεί η πορεία του, δηλαδή να πετύχουμε καλύτερη ρύθμιση με λιγότερα φάρμακα.

Photo credit: davis.steve32 via Foter.com / CC BY

Pregnant-Pixabay1.jpg

Οι γυναίκες που εκδηλώνουν υπέρταση ή διαβήτη κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν αυτές τις παθήσεις και αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με ολλανδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Hypertension.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κέντρου της Ουτρέχτης, με επικεφαλής τον δρ. Καρστ Χέιντα, θέλησε να μελετήσει πως οι συγκεκριμένες επιπλοκές κύησης επιδρούν στη μετέπειτα ζωή της γυναίκας. Έθεσε υπό ιατρική παρακολούθηση περισσότερες από 22.000 γυναίκες όταν ήταν 27-29 ετών, και αφού είχαν γεννήσει το πρώτο τους παιδί.

Σχεδόν 6.200 γυναίκες (28%) είχαν υπέρτασης κύησης και σχεδόν 1.100 (5%) είχαν διαβήτη κύησης. Επίσης κατά τη διάρκεια της μελέτης εντοπίστηκαν περισσότερα από 2.500 καρδιαγγειακά επεισόδια, περιλαμβανομένων περίπου 1.500 που οφείλονταν σε καρδιακή νόσο και 720 σε εγκεφαλικό επεισόδιο.

Από την επεξεργασία των δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που είχαν υπέρταση κύησης είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν και μετέπειτα υπέρταση. Επίσης οι γυναίκες με υπέρταση κύησης είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιαγγειακή νόσο. Επιπλέον, οι γυναίκες που εκδήλωσαν διαβήτη κύησης είχαν τετραπλάσιο κίνδυνο να έχουν διαβήτη και αργότερα. Και μεταξύ των γυναικών που εκδήλωσαν διαβήτη ή υπέρταση μετέπειτα, οι παθήσεις είχαν εντοπιστεί νωρίτερα αν είχαν εκδηλωθεί και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Να σημειωθεί ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διαγνώστηκαν πάλι με υπέρταση περίπου σε ηλικία 44 ετών κατά μέσο όρο, δηλαδή οκτώ χρόνια νωρίτερα από τις γυναίκες που εκδήλωσαν υπέρταση άσχετη με την εγκυμοσύνη. Επίσης, οι γυναίκες που είχαν διαβήτη κύησης διαγνώστηκαν και πάλι με διαβήτη τύπου ΙΙ, περίπου όταν ήταν 53 ετών, δηλαδή και πάλι οκτώ χρόνια νωρίτερα από γυναίκες χωρίς ανάλογο ιστορικό κύησης.

«Αν κατανοήσουμε ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης υπέρτασης και υποκείμενης καρδιαγγειακής νόσου και ότι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου ΙΙ αργότερα, τότε μπορούμε να ανασχεδιάσουμε τα προγράμματα ελέγχου υγείας ώστε να εντοπίζουμε εγκαίρως τις ομάδες υψηλού κινδύνου», σημειώνει ο δρ. Χέιντα.

Ο ερευνητής προσθέτει ότι οι γυναίκες μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο τέτοιων επιπλοκών κατά την κύηση, ξεκινώντας με ένα υγιές βάρος την εγκυμοσύνη και βελτιώνοντας τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους.

Πηγή: health.in.gr




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ




Κλείτσας Άγγελος Παθολόγος Καλαμαριά - Σήμα αναγνώρισης ασθενών από Doctoranytime



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.



Web design by Siteworks



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved. Web design by Siteworks