Blog


Η παράλειψη του πρωινού γεύματος μπορεί να διαταράξει τα επίπεδα σακχάρου για την υπόλοιπη μέρα, προκαλώντας επικίνδυνες αυξήσεις έπειτα από κάθε επόμενο γεύμα, προειδοποιούν επιστήμονες από το Ισραήλ.

Σε μελέτη με μικρό αριθμό εθελοντών ανακάλυψαν πως τις μέρες δίχως πρωινό τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους ήταν κατά 37% υψηλότερα το μεσημέρι απ’ ό,τι όταν έτρωγαν πρωινό. Την ώρα του βραδινού, δε, εξακολουθούσαν να είναι αυξημένα, με τη διαφορά να φτάνει το 27% σε σύγκριση με το βραδινό σάκχαρο που είχαν τις μέρες που είχαν φάει πρωινό.

«Τα ευρήματα αυτά έχουν πολύ μεγάλη κλινική σημασία, διότι τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα περισσότεροι ενήλικες παραλείπουν το πρωινό», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Ντανιέλα Γιακούμποβιτς, καθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. «Τόσο αυτή όσο και προγενέστερες μελέτες, όμως, έχουν δείξει ότι η τακτική αυτή είναι επιβλαβής για την υγεία και τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν ότι αυτό είναι ιδιαιτέρως σοβαρό στην περίπτωση των πασχόντων από διαβήτη. «Και αυτό, διότι τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα βλάπτουν στα βήτα-κύτταρα του παγκρέατος, τα αγγεία και τα νεύρα, αυξάνοντας τον κίνδυνο για προβλήματα όπως η καρδιοπάθεια και η νεφροπάθεια».

Στη μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Diabetes Care», συμμετείχαν 22 υπέρβαροι εθελοντές με τύπου 2 διαβήτη, μέσης ηλικίας 57 ετών.

Για δύο μέρες κατανάλωσαν ακριβώς τον ίδιο αριθμό θερμίδων και τα ίδια υγιεινά φαγητά για μεσημεριανό και βραδινό, αλλά τη μία μέρα έφαγαν επίσης ένα πρωινό και την άλλη όχι. Την ημέρα που είχαν φάει πρωινό τα μέσα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα τους ήταν 192 mg/dl μετά το μεσημεριανό τους φαγητό και 215 mg/dl μετά το βραδινό. Ωστόσο την ημέρα που παρέλειψαν το πρωινό, το σάκχαρό τους εκτοξεύθηκε στα268 mg/dl μετά το μεσημεριανό και στα 298 mg/dlμετά το βραδινό.

«Ως φαίνεται, η παρατεταμένη αφαγία εξαιτίας της παράλειψης του πρωινού αδρανοποιεί τα βήτα-κύτταρα του παγκρέατος, τα οποία χρειάζονται περισσότερη ώρα μετά την κατανάλωση κάθε γεύματος για να ενεργοποιηθούν και να ρυθμίσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα», είπε η δρ Γιακούμποβιτς. Και κατέληξε: «Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι ακόμα κι αν ένας πάσχων από διαβήτη προσέχει τη διατροφή του, θα βλάψει την ασθένειά του εάν παραλείπει το πρωινό. Επομένως αυτό είναι κάτι που αντενδείκνυται στους συγκεκριμένους ασθενείς».


Fotolia_124855890_Subscription_Monthly_M.png

Η διαβητική μακροαγγειοπάθεια είναι μία μορφή γενικευμένης αποφρακτικής αρτηριοπάθειας, κατά την οποία προσβάλλονται αρτηρίες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, με συχνότερη εντόπιση στις περιφερικές αρτηρίες των άκρων, τις στεφανιαίες και τις εγκεφαλικές αρτηρίες.

Πρόκειται για μια επιπλοκή του διαβήτη, η οποία αποτελεί τον κύριο λόγο προβλημάτων υγείας των ατόμων με τη νόσο.

Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της κοινής αθηροσκλήρυνσης, μιας πάθησης των αρτηριών που δημιουργείται από τη σταδιακή εγκατάσταση λιπαρών ουσιών και λιπιδίων στα τοιχώματά τους, με αποτέλεσμα τη στένωση και την απόφραξη, που μπορεί να οδηγήσει σε έμφραγμα, εγκεφαλικό ή ισχαιμία των κάτω άκρων.

Σε αντίθεση με άλλες επιπλοκές η μακροαγγειοπάθεια δεν αποτελεί ειδική εκδήλωση του διαβήτη. Εντούτοις, η εμφάνιση διαφόρων αθηροσκληρυντικών εκδηλώσεων τείνει να είναι συχνότερη και πρωιμότερη στους διαβητικούς σε σχέση με τους μη διαβητικούς, ενώ και η εξέλιξή της ταχύτερη.

Η εμφάνιση της αθηροσκλήρυνσης παρατηρείται σε όλο το φάσμα του διαβήτη: από τους δύσκολα ρυθμιζόμενους ινσουλινοεξαρτώμενους ασθενείς έως ασθενείς με ήπια υπεργλυκαιμία που δεν απαιτούν ινσουλίνη.

Οι παράγοντες που οδηγούν στη διαβητική μακροαγγειοπάθεια είναι η συνύπαρξη παχυσαρκίας, δυσλιπιδαιμίας (με υψηλές τιμές LDL και χαμηλές HDL – χοληστερόλης και υπερτριγλυκεριδαιμίας) και αρτηριακής υπέρτασης, ενώ άλλοι που μπορούν να επιβαρύνουν την κατάσταση είναι το κάπνισμα και η καθιστική ζωή.

Συμπτώματα

Η κλινική εμφάνιση της μακροαγγειοπάθειας είναι ίδια με εκείνη της αθηροσκλήρυνσης. Δεν έχει συμπτώματα στα πρώιμα στάδια. Ωστόσο, όταν η νόσος γίνει πιο σοβαρή, τα συμπτώματα εξαρτώνται από ποιες αρτηρίες είναι στενωμένες και σχετίζονται με τη δυσλειτουργία των οργάνων που αιματώνουν οι αρτηρίες αυτές.

Σε στένωση των αγγείων της καρδιάς τα πρώτα συμπτώματα είναι πόνος σαν σφίξιμο κατά τη σωματική άσκηση. Σε στένωση των αρτηριών του εγκεφάλου μπορεί να εκδηλωθεί εγκεφαλικό σε ολική απόφραξη. Σε στένωση των αρτηριών των ποδιών το πρώτο σύμπτωμα μπορεί να είναι κράμπες και πόνος κατά τη βάδιση που να υποχρεώνει τον ασθενή σε στάση (διαλείπουσα χωλότητα).

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία της διαβητικής μακροαγγειοπάθειας εστιάζει κατά βάση στη μεταβολική ρύθμιση του διαβήτη και στη λήψη ειδικών μέτρων για την πρόληψη σοβαρότερων επιπλοκών.

Συνιστάται η διακοπή του καπνίσματος, η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής, το περπάτημα και η αντιμετώπιση άλλων παραγόντων κινδύνου. Η αντιμετώπιση μπορεί να είναι είτε συντηρητική με φαρμακευτική αγωγή είτε χειρουργική κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις υποδείξεις του ειδικού.


108314345_fb128d39cc_o.jpg

Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.

Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.

Ο μηχανισμός παραγωγής της ινσουλίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρεμποδίζεται από τη δράση των ορμονών που εκκρίνει ο πλακούντας. Τα επίπεδα των πλακουντιακών ορμονών αυξάνονται γραμμικά στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν αντιστάσεις στη δράση της ινσουλίνης. Το αποτέλεσμα είναι οι ανάγκες σε ινσουλίνη να αυξάνονται. Στο τρίτο τρίμηνο η μέση 24ωρη ινσουλίνη αυξάνεται κατά 50% σε σχέση με την προ κυήσεως κατάσταση.

Το πάγκρεας για να αντεπεξέλθει στις ανωτέρω συνθήκες είναι αναγκασμένο να δουλέψει περισσότερο για να δημιουργήσει έως και διπλάσια ποσότητα ινσουλίνης.

Πώς επηρεάζεται το έμβρυο

Εάν η ανταπόκρισή του παγκρέατος στις αυξημένες απαιτήσεις δεν είναι ικανοποιητική, τότε εμφανίζεται υπεργλυκαιμία τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο.

Συνήθως αυτή η υπεργλυκαιμία εμφανίζεται μετά τα γεύματα και προκαλεί αύξηση στο μέγεθος του εμβρύου. Αυτό συμβαίνει διότι η υπεργλυκαιμία προκαλεί αυξημένη έκκριση ινσουλίνης, η οποία είναι αναβολική ορμόνη και προκαλεί αυξημένη συσσώρευση θρεπτικών συστατικών στο έμβρυο και αύξηση του μεγέθους πέραν του κανονικού (μακροσωμία).

Η γλυκόζη με τη σειρά της που συσσωρεύεται στο έμβρυο μετατρέπεται σε λίπος. Η μετατροπή αυτή απαιτεί οξυγόνο με αποτέλεσμα το έμβρυο να βιώνει επεισόδια μειωμένης συγκέντρωση οξυγόνου (υποξία). Η εμβρυϊκή υποξία προκαλεί την έκκριση κατεχολαμινών από τα επινεφρίδια, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν καταστάσεις όπως υπέρταση, καρδιακή υπερτροφία και υπερπλασία του μυελού.

Η μακροσωμία καθιστά δύσκολη την διαδικασία του φυσιολογικού τοκετού και βάζει το έμβρυο σε κίνδυνο τραυματισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτιμάται η μέθοδος της καισαρικής τομής. Επίσης, τα παιδιά που γεννιούνται με μεγάλο βάρος τείνουν να είναι παχύσαρκα και να εμφανίζουν προβλήματα με τον μεταβολισμό τους στο μέλλον.

Πόσο συχνός είναι ο διαβήτης κύησης

Έχει παρατηρηθεί ότι το ποσοστό των γυναικών με διαβήτη κύησης είναι περίπου 3-6%. Στο στόχαστρο της ασθένειας βρίσκονται κυρίως όσες διαθέτουν ιστορικό διαβήτη στην οικογένεια, είναι παχύσαρκες ή έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών. Υπάρχουν ωστόσο και πολλές περιπτώσεις όπου δεν χρειάζεται κανένας επιβαρυντικός παράγοντας για να εμφανιστεί η ασθένεια.

Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.

Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.

Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.

Featured photo credit: bies via Foter.com / CC BY-NC-SA


Diabetes.png

14 Μαρτίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Τα άτομα που ζούνε με τη νόσο είναι σημαντικό να βρούνε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο φαγητό, στην άσκηση και στην ινσουλίνη προκειμένου να έχουν μια καλή και υγιεινή ζωή.

Ο συχνός έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα είναι απαραίτητος για τη σωστή ρύθμιση του διαβήτη. Η μέτρηση των επιπέδων δείχνει το πόσο καλά διαχειρίζεται ο διαβητικός τους παράγοντες που επηρεάζουν το σάκχαρό του και την ινσουλίνη και είναι σημαντικό να γίνεται συχνά στην πορεία της ημέρας. Η θεραπεία του καθενός προσαρμόζεται στα αποτελέσματά της, ενώ βοηθάει και στην πρόληψη των χρόνιων διαβητικών επιπλοκών.

Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία έχει δημοσιεύσει ένα βίντεο με πρακτικές οδηγίες για τον αυτοέλεγχο.


article-2.png

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό παγκόσμιο πρόβλημα υγείας με συνεχώς αυξανόμενο επιπολασμό.

Πρόκειται για μια πάθηση όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η παχυσαρκία καταλαμβάνει την πιο σημαντική θέση μεταξύ των αιτίων που ενοχοποιούνται για τις επιδημιολογικές διαστάσεις που παρουσιάζει σε όλο τον κόσμο ο διαβήτης τύπου 2. Η ίδια ορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) βάσει του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) που είναι ο λόγος του βάρους σε κιλά δια του ύψους σε μέτρα στο τετράγωνο.

Η επίπτωσή της αυξάνεται παγκοσμίως με ταχύ ρυθμό, με κύριους υπεύθυνους την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αύξηση της πρόσληψης λιπών και ευαπορρόφητων υδατανθράκων σε συνδυασμό με τη μείωση της σωματικής δραστηριότητας. Από τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 περίπου το 90% χαρακτηρίζονται ως υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Ο κίνδυνος εμφάνισης του είναι διπλάσιος στα υπέρβαρα άτομα, πενταπλάσιος στα παχύσαρκα και δεκαπλάσιος στα παθολογικά παχύσαρκα άτομα σε σχέση με τα φυσιολογικού βάρους άτομα αντίστοιχης ηλικίας.

Εκτός όμως από την τιμή του ΔΜΣ υπάρχουν τρεις παράγοντες σχετικοί με το βάρος που συμβάλουν στην εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2. Αυτοί είναι η αύξηση του σωματικού βάρους στο χρόνο, η διάρκεια της παχυσαρκίας και η κατανομή του λίπους στο σώμα.

Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η παχυσαρκία και ιδίως κεντρικού τύπου (συσσώρευση λίπους κυρίως στον κορμό) όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, αλλά συμβάλει και στην επίταση των μεταβολικών διαταραχών που τον συνοδεύουν, όπως δυσλιπιδαιμία, υπερινσουλιναιμία και υπέρταση, με αποτέλεσμα η συνύπαρξη των καταστάσεων αυτών να οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο.

Αντιμετώπιση

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο τόσο στη θεραπεία, την αποτροπή ή την επιβράδυνση εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2, όσο και στην καλή ρύθμιση και κυρίως μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου όταν διαγνωσθεί η νόσος.

Φαρμακευτική αγωγή χορηγείται στην περίπτωση που οι διαιτητικές οδηγίες και η αυξημένη σωματική δραστηριότητα για διάστημα 3-6 μηνών δεν επιτυγχάνει το στόχο της απώλειας 5 – 10% του σωματικού βάρους.

Σε γενικές γραμμές η μείωση της παχυσαρκίας με οποιοδήποτε μέσο οδηγεί σε μείωση της πιθανότητας εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η απώλεια βάρους σε αυτά τα άτομα έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου, μέχρι και σε σημείο πλήρους υποχώρησης της νόσου, καθώς και μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα.


1528.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια μεταβολική νόσος η οποία στις μέρες μας, κυρίως λόγω του δυτικού τρόπου ζωής, επηρεάζει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.

Ο διαβήτης παρουσιάζεται όταν ο οργανισμός αδυνατεί να παράγει μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία μεταξύ άλλων ρυθμίζει την ποσότητα σακχάρου που λαμβάνεται από τα τρόφιμα και κυκλοφορεί στο αίμα. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Ο διαβήτης ποικίλει σε μορφή και σοβαρότητα, αλλά ανεξάρτητα από αυτό, όλοι οι τύποι διαβήτη μπορούν να θέσουν την υγεία μας σε κίνδυνο. Εάν μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα αρρύθμιστος, μπορεί να προκαλέσει μια σειρά σοβαρών επιπλοκών όπως καρδιαγγειακή νόσο, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, βλάβες του αμφιβληστροειδούς, βλάβες των νεύρων, κ.ά.

Για την ρύθμιση της νόσου το άτομο χρειάζεται να παρακολουθεί σε τακτά χρονικά διαστήματα τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, να λάβει φαρμακευτική αγωγή ανάλογα με τον τύπο και το στάδιό του, αλλά και να ακολουθεί ένα πρόγραμμα διατροφής και σωματικής άσκησης.

Ειδικά στο κεφάλαιο της διατροφής είναι εξαιρετικά σημαντικό να δοθεί προσοχή, καθώς μπορούν να επηρεαστούν οι διακυμάνσεις της γλυκόζης. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ασθενής θα στερηθεί όλες τις αγαπημένες του επιλογές, ωστόσο θα χρειαστεί να μάθει πώς να σχεδιάζει ένα υγιεινό και ισορροπημένο διατροφικό μενού ως ένα σημαντικό κομμάτι της θεραπείας, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει να γνωρίζει τι περιέχεται στο φαγητό.

Ποσότητα

Η ποσότητα τροφής που χρειάζεται καθημερινά ένας διαβητικός εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένας εξ αυτών είναι το βάρος του ατόμου σε σχέση με το ύψος του, ενώ ένας άλλος είναι το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητάς του. Σε γενικές γραμμές, τα άτομα που ασκούνται πολύ ή που έχουν έντονη σωματική δραστηριότητα κατά την εργασία τους, καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια και χρειάζονται περισσότερο φαγητό.

Συχνότητα

Επίσης, η συχνότητα των γευμάτων εξαρτάται από τον τύπο ινσουλίνης ή δισκίων που λαμβάνονται, το επίπεδο της δραστηριότητας και το πόσον καταβάλλονται προσπάθειας για το χάσιμο περιττού βάρους. Τα περισσότερα άτομα τρέφονται καλύτερα, αισθάνονται καλύτερα και έχουν περισσότερη ενέργεια όταν έχουν τακτικά γεύματα. Η κατανομή του φαγητού σε μικρότερα γεύματα σε ολόκληρη τη διάρκεια της ημέρας μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο του βάρους και στην πρόσληψη των βιταμινών και των χρήσιμων μεταλλικών στοιχείων.

Εάν εντός της ημέρας το άτομο έχει μόνο ένα μεγάλο γεύμα, ο οργανισμός του θα δυσκολεύεται στην εξισορρόπηση των σακχάρων στο αίμα. Επίσης, εάν λαμβάνει ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά δισκία, μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα χαμηλού σακχάρου στο αίμα εάν γίνει παράλειψη ή καθυστέρηση ενός γεύματος.

Σε γενικές γραμμές συνίσταται το γεύμα να γίνεται κάθε τέσσερις έως πέντε ώρες, συμπεριλαμβανομένων των ελαφρών γευμάτων (σνακ). Ένας διατροφολόγος μπορεί να δώσει συμβουλές σχετικά με τον καλύτερο χρονικό προγραμματισμό των γευμάτων.

Photo credit: Freepik


Diabetes-Sugar.png

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, η οποία χαρακτηρίζεται ως «ύπουλη» διότι εξελίσσεται χωρίς να εκδηλώνονται συμπτώματα, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια.

Χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα, το απλό σάκχαρο δηλαδή που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού, και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Όσο η νόσος περνά απαρατήρητη, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνονται και παραμένουν υψηλότερα από τις φυσιολογικές τιμές. Χωρίς κατάλληλη θεραπεία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως υπέρταση, που μπορεί να οδηγήσει σε αθηροσκλήρυνση και έμφραγμα, καθώς και σε διαβητική νευροπάθεια η οποία αποτελεί την 1η αιτία ακρωτηριασμού κάτω άκρου.

Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να ανιχνεύεται νωρίς και να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά και ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι ο τακτικός προληπτικός έλεγχος.

Πρόσφατα μια διεθνής επιστημονική εταιρεία που μελετά τον διαβήτη και τις επιπλοκές του (United States Preventative Services Task Force) εξέδωσε νεότερες οδηγίες για το πως πρέπει να γίνεται ο προληπτικός έλεγχος του διαβήτη.

Σύμφωνα με αυτές θα πρέπει να γίνεται έλεγχος για όλες τις διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης πριν την εκδήλωση της νόσου. Οι διαταραχές αυτές περιλαμβάνουν την αυξημένη τιμή γλυκόζης νηστείας (100 mg/dl-125 mg/dl) και την αυξημένη τιμή γλυκόζης 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γραμμαρίων γλυκόζης (140 mg/dl-199 mg/dl), κατά τη διάρκεια εξέτασης ανοχής στη γλυκόζη.

Στις δύο αυτές περιπτώσεις μιλάμε για προδιαβήτη, μια μεταβολική διαταραχή κατά την οποία οι τιμές γλυκόζης στο αίμα βρίσκονται πάνω από το φυσιολογικό, αλλά όχι σε επίπεδα που να τίθεται η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.

Όσοι εμφανίζουν αυτές τις διαταραχές, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο. Υπολογίζεται ότι το 30% των ατόμων αυτών εάν δεν αλλάξει τρόπο ζωής, θα αναπτύξει διαβήτη τα επόμενα 5 χρόνια. Κίνδυνος όμως υπάρχει και για την ανάπτυξη των επιπλοκών του, καθώς αυτές αναπτύσσονται ήδη από το στάδιο του προδιαβήτη.

Τιμές μεγαλύτερες από αυτές που αναφέρονται παραπάνω, δηλαδή γλυκόζη νηστείας μεγαλύτερη από 126 mg/dl και τιμή γλυκόζης 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γραμμαρίων γλυκόζης μεγαλύτερη από 200 mg/dl, αποτελούν διάγνωση διαβήτη.

Είναι λοιπόν σημαντικό να ελέγχονται όσοι είναι υπέρβαροι και έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 40 ετών έως την ηλικία των 70, όσοι έχουν υπέρταση και όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη.

Οι φυσιολογικές τιμές για την γλυκόζη νηστείας είναι οι τιμές μικρότερες από 100 mg/dl, για την γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερες από 5,7% και για το τεστ ανοχής στη γλυκόζη μικρότερες από 140 mg/dl, 2 ώρες μετά τη λήψη των 75 γραμμαρίων γλυκόζης. Εφόσον ο τριπλός αυτός έλεγχος είναι φυσιολογικός, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 3 χρόνια.


pexels-photo-104986.jpeg

10 Ιανουαρίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, δηλαδή υπεργλυκαιμία, και οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης ή και μειονεκτική δράση της.

Η αντιμετώπιση της νόσου βασίζεται στον τρόπο ζωής του ατόμου και κυρίως στις διατροφικές συνήθειές του. Γενικότερα τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη είναι χρήσιμο να τρέφονται υγιεινά, να έχουν φυσιολογικό βάρος και να διατηρούν σε φυσιολογικά επίπεδα το σάκχαρο, τα λιπίδια αίματος και την αρτηριακή πίεση. Η σωστή επιλογή των τροφών σε συνδυασμό με τη συχνή σωματική δραστηριότητα βοηθούν στην επίτευξη των στόχων του ατόμου.

Υπάρχουν δέκα συγκεκριμένες τροφές, οι οποίες είναι σημαντικό να περιλαμβάνονται στο διαιτολόγιο ενός ατόμου με διαβήτη:

– Όσπρια
– Σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι, μαρούλι, ραδίκι, μαϊντανός, άνιθος)
– Εσπεριδοειδή φρούτα (πορτοκάλι, λεμόνι, μανταρίνι, νεράντζι,)
– Γλυκοπατάτα
– Μούρα (βατόμουρα, φράουλες, μύρτιλα, γκότζι)
– Ντομάτα
– Ψάρια πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα (σολομός, σκουμπρί, σαρδέλα, ρέγγα, κολιός κ.ά.)
– Δημητριακά ολικής αλέσεως (νιφάδες βρώμης, πλιγούρι βρώμης, καστανό ρύζι, ψωμί ολικής αλέσεως)
– Ανάλατοι ξηροί καρποί (καρύδια και αμύγδαλα) και λιναρόσπορος
– Άπαχο γάλα και γιαούρτι (ιδιαίτερα εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D).

Οι τροφές αυτές είναι απαραίτητες για τη διαχείριση του διαβήτη καθώς έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, δηλαδή οι υδατάνθρακες που περιέχουν απορροφούνται αργά στην κυκλοφορία του αίματος, βοηθώντας στην καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου. Είναι επίσης πλούσιες σε φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικά, ασβέστιο, κάλιο, μαγνήσιο, βιταμίνη Α, C και Ε προάγοντας την υγεία του ατόμου.

Παρόλα τα ευεργετικά αποτελέσματά τους και τα συστατικά που περιέχουν συνιστάται να καταναλώνονται με μέτρο.


2754.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος, όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Ο διαβήτης είναι μια νόσος η οποία δεν επηρεάζει τον οργανισμό μόνο σε σχέση με την απορύθμιση των επιπέδων του σακχάρου, αλλά συνοδεύεται και από μια αυξημένη προδιάθεση ανάπτυξης λοιμώξεων.

Η επιρρέπεια αυτή αποδίδεται σε δύο βασικούς παράγοντες: Πρώτον, στη δυσαρμονία που προκαλεί η νόσος στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και δεύτερον στην αγγειοπάθεια και στη νευροπάθεια του διαβήτη που δημιουργούν εστίες εισόδου μικροβίων στον οργανισμό.

Ο ασθενής με διαβήτη είναι επιρρεπής σε μολύνσεις οι οποίες μερικές φορές δεν έχουν τη θορυβώδη κλινική συμπτωματολογία που παρατηρείται σε μη διαβητικά άτομα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναζητεί καθυστερημένα ιατρική βοήθεια, με σοβαρές συνέπειες για την υγεία του. Έτσι στον διαβητικό επιβάλλεται η πρώιμη ιατρική αξιολόγηση, ανεξαρτήτως είδους και εντάσεως συμπτωμάτων.

Είδη λοιμώξεων

Τρία είναι τα είδη λοιμώξεων τα οποία εκδηλώνονται πιο συχνά στους διαβητικούς: οι λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων, οι ουρολοιμώξεις και οι συστηματικές λοιμώξεις.

Οι λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων εκδηλώνονται κυρίως στα πόδια και σημείο εισόδου των μικροβίων είναι τα βακτήρια της φυσιολογικής χλωρίδας του δέρματος.

Πολλοί διαβητικοί εμφανίζουν το λεγόμενο «διαβητικό πόδι» δηλαδή δυσμορφία που προκαλείται από την διαταραχή της αγγείωσης και της νεύρωσης λόγω του διαβήτη. Σε πολλές περιπτώσεις τα νύχια πορεύονται λοξά προκαλώντας μη ορατή ρήξη της συνέχειας του δέρματος, ενώ σε πιο βαριές περιπτώσεις δημιουργούνται έλκη. Οι βλάβες αυτές αποτελούν πύλη εισόδου μικροοργανισμών προκαλώντας κυτταρίτιδα.

Οι ουρολοιμώξεις είναι ιδιαίτερα συχνές στις γυναίκες και εκδηλώνονται με έντονη δυσουρία και έπειξη για ούρηση, ενώ μερικές φορές μπορεί να υπάρχει και πυρετός. Αρκετές γυναίκες έχουν θετική καλλιέργεια ούρων για μικρόβια χωρίς να εκδηλώνουν κάποια συμπτώματα. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται «ασυμπτωματική βακτηριουρία» και δεν απαιτεί κάποια θεραπεία. Επίσης στις γυναίκες εκδηλώνονται συχνά μυκητιάσεις του κόλπου, οι οποίες γίνονται αντιληπτές από τον έντονο κνησμό ή από την έκκριση στο εσώρουχο.

Πολλοί ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη έχουν και άλλα χρόνια νοσήματα όπως η χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Τα νοσήματα αυτά σε συνδυασμό με τη διαταραχή του ανοσιακού συστήματος που προκαλεί ο διαβήτης αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για συστηματικές λοιμώξεις όπως η πνευμονία. Αυτή εκδηλώνεται συνήθως τους χειμερινούς μήνες με πυρετό, βήχα, έντονη απόγχρεμψη με πυώδη πτύελα και μερικές φορές δύσπνοια.

Πρόληψη

Σε κάθε περίπτωση λοίμωξης ο ασθενής πρέπει να επισκέπτεται άμεσα τον γιατρό του, διότι όλες αυτές οι λοιμώξεις είναι δυσίατες και μπορούν ταχύτατα να θέσουν ακόμα και τη ζωή του σε κίνδυνο.

Όσες από αυτές είναι επικίνδυνες έχουν ως χαρακτηριστικό ότι οι τιμές του τριχοειδικού σακχάρου αυξάνονται πολύ περισσότερο από το σύνηθες και ότι απαιτούν μεγαλύτερη δόση ινσουλίνης για να ρυθμιστούν.

Ο ασθενής πρέπει να λάβει όλα τα μέτρα που θα βοηθήσουν τον οργανισμό να διατηρείται σε άριστη φυσική κατάσταση και άριστη άμυνα για να εξουδετερώσει τους λοιμογόνους παράγοντες χωρίς κατάλοιπα.

Καθοριστικά σημεία πρόληψης όλων των λοιμώξεων είναι η σωστή γλυκαιμική ρύθμιση, αφού μειώνεται η επιρρέπεια του οργανισμού σε λοιμώξεις, η περιποίηση της υγιεινής των ποδιών με την τακτική κοπή των νυχιών με τρόπο που να μην παραμένουν αιχμηρά άκρα, τα οποία τραυματίζουν το δέρμα, καθώς και ο εμβολιασμός για τον πνευμονιόκοκκο και για την εποχική γρίπη σε ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών.

Είναι απαραίτητο σε αυτή την κατεύθυνση ο ασθενής να φροντίζει τον εαυτό του με διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, όσπρια, λαχανικά και γαλακτοκομικά προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Θα πρέπει επίσης να αποφύγει την κατάχρηση κρέατος, να διακόψει το κάπνισμα και ενταχθεί σε προγράμματα άσκησης, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι οργανωμένα, αλλά να περιλαμβάνουν συστηματικό γρήγορο περπάτημα.

Η διατήρηση του φυσιολογικού βάρους, ο επαρκής ύπνος και η αποφυγή ψυχολογικών επιβαρύνσεων βοηθούν επίσης σε αυτή την κατεύθυνση.

Τέλος, οι κανόνες που ισχύουν σε όλους για την προστασία από λοιμώξεις, έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση των διαβητικών. Οι κλειστοί χώροι πρέπει να αερίζονται επαρκώς και τα χέρια να πλένονται συχνά.

Photo credit: Freepik


Diabetes-letters.jpg

6 Νοεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα —το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού. Αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η υπογλυκαιμία είναι ένα από τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του το άτομο με σακχαρώδη διαβήτη. Συμβαίνει όταν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα μειώνονται κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα (συνήθως κάτω από 70 mg/dl) και εμφανίζεται σε άτομα που λαμβάνουν θεραπεία με ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά φάρμακα.

Οι περιπτώσεις στις οποίες η υπογλυκαιμία εμφανίζεται συχνότερα, είναι όταν:

– Το άτομο παραλείψει ή καθυστερήσει κάποιο από τα γεύματα της ημέρας ή η ποσότητα του φαγητού του είναι λιγότερη από το συνηθισμένο.
– Καταναλώσει αλκοόλ, ακόμη και σε μέτρια ποσότητα.
– Κάνει έντονη άσκηση, χωρίς να ελαττώσει τη δόση της ινσουλίνης ή να αυξήσει την ποσότητα του φαγητού.
– Για οποιονδήποτε λόγο κάνει περισσότερη ινσουλίνη απ’ ό,τι χρειάζεται ή παίρνει μεγαλύτερη δόση αντιδιαβητικών δισκίων.

Συμπτώματα

Στα πιο κοινά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, τα οποία μπορεί να ποικίλουν από άτομο σε άτομο, περιλαμβάνονται η πείνα, εφίδρωση, πονοκέφαλος, ζάλη, θολή όραση, τρέμουλο, ναυτία, ταχυκαρδία, υπνηλία, έλλειψη συγκέντρωσης, νευρικότητα, συμπεριφορά μεθυσμένου, αδυναμία και ξαφνική κούραση.

Ορισμένα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη αισθάνονται κάποια από τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, όταν το σάκχαρό τους είναι σε υψηλότερα επίπεδα από τα 70 mg/dl. Συνήθως έχουν υψηλές τιμές σακχάρου για μεγάλα χρονικά διαστήματα και αρχίζουν να νιώθουν άσχημα όταν το σάκχαρό τους είναι κοντά στα 100 mg/dl. Η καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου θα βοηθήσει τα άτομα αυτά να νιώθουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας σε χαμηλότερες τιμές σακχάρου.

Ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία

Ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ένα άτομο έχει χαμηλό σάκχαρο, αλλά δεν το αντιλαμβάνεται. Από τη στιγμή που η υπογλυκαιμία δεν γίνεται αντιληπτή, δεν γίνεται προσπάθεια για να διορθωθεί, η κατάσταση εξελίσσεται και επιδεινώνεται και είναι πολύ πιθανό να καταλήξει σε κώμα.

Αυτού του είδους η υπογλυκαιμία συμβαίνει συνήθως σε ινσουλινοθεραπευόμενα άτομα που έχουν αυστηρούς στόχους. Επίσης, η ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία συμβαίνει συχνότερα σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που έχουν τη νόσο αρκετό καιρό και εκδηλώνουν συχνά υπογλυκαιμίες.

Το άτομο θα πρέπει να συμβουλευτεί τον γιατρό του όταν δεν καταλαβαίνει τις υπογλυκαιμίες ή με την πάροδο του χρόνου γίνονται λιγότερο αντιληπτές και σε χαμηλότερες τιμές σακχάρου στο αίμα.

Νυχτερινή υπογλυκαιμία

Η νυχτερινή υπογλυκαιμία συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου και συχνά δεν γίνεται αντιληπτή. Το άτομο στην περίπτωση αυτή μπορεί να ξυπνήσει με έντονο πονοκέφαλο και ιδρώτα, ενώ ο ύπνος του μπορεί να ήταν ανήσυχος και με εφιάλτες. Το επόμενο πρωί μάλιστα μπορεί να δει πολύ υψηλό σάκχαρο ως αποτέλεσμα της νυχτερινής υπογλυκαιμίας.

Πρόληψη

Ο καλύτερος τρόπος πρόληψης των υπογλυκαιμιών είναι ο συχνός έλεγχος των επιπέδων σακχάρου, αλλά και η σωστή προετοιμασία για την αντιμετώπισή τους. Ο συχνός έλεγχος του σακχάρου είναι απαραίτητος ιδιαίτερα σε άτομα που έχουν χάσει βάρος ή είναι σε σχήματα εντατικής ινσουλινοθεραπείας και έχουν αυστηρούς στόχους ρύθμισης ή ασκούνται έντονα και τακτικά.

Επίσης, σημαντικό είναι το άτομο να ακολουθεί ένα σταθερό πρόγραμμα διατροφής και άσκησης και να προσαρμόζει κατάλληλα τη διατροφή και τη δόση της ινσουλίνης ή των δισκίων τις ημέρες που προβλέπεται έντονη σωματική κόπωση, σε συνεννόηση πάντα με τον γιατρό.

Photo credit: PracticalCures via Foter.com / CC BY




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.