Blog

7648-1024x683.png

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν νοσήματα της στοματικής κοιλότητας, καθώς η νόσος ευνοεί την εμφάνιση και την όξυνση φλεγμονής στο στόμα.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Έχει διαπιστωθεί ότι η νόσος των ούλων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα βακτήρια να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να ενεργοποιήσουν τα κύτταρα που παράγουν βιολογικά σήματα φλεγμονής, τα οποία έχουν μια καταστρεπτική επίδραση σε όλο το σώμα. Στο πάγκρεας, τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την ινσουλίνη, μπορεί να υποστούν κάποια βλάβη ή να καταστραφούν. Μόλις συμβεί αυτό, μπορεί να ενεργοποιηθεί ο διαβήτης τύπου 2 – ακόμη και σε ένα υγιές άτομο που δεν έχει τους παράγοντες κινδύνου του διαβήτη.

Οι ασθενείς με διαβήτη, εάν δεν ελέγχουν επαρκώς τα επίπεδα της γλυκόζης, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσους των ούλων και να χάσουν περισσότερα δόντια από τους μη διαβητικούς. Οι νόσοι των ούλων, όπως και όλες οι λοιμώξεις, μπορεί να αποτελέσουν ένα παράγοντα πρόκλησης αύξησης της ποσότητας σακχάρου στο αίμα και να κάνουν πιο δύσκολο τον έλεγχο του διαβήτη. Άλλα στοματικά προβλήματα που συνδέονται με το διαβήτη περιλαμβάνουν τη μυκητιασική στοματίτιδα, μια μόλυνση που προκαλείται από μύκητες που αναπτύσσονται στο στόμα, καθώς και την ξηροστομία που μπορεί να προκαλέσει πόνο, έλκη, λοιμώξεις και τερηδόνα.

Γλυκαιμικός έλεγχος

Η προχωρημένη περιοδοντίτιδα, βάσει ερευνητικών δεδομένων, μπορεί να δυσχεραίνει το γλυκαιμικό έλεγχο στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και να επηρεάσει τα επίπεδα σακχάρου σε μη διαβητικά άτομα.

Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι η βαρύτητα της περιοδοντίτιδας αυξάνει τον κίνδυνο για την εμφάνιση επιπλοκών του διαβήτη, ενώ πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν αυξημένο ενδεχομένως κίνδυνο για έναρξη διαβήτη σε άτομα με βαριάς μορφής περιοδοντίτιδα. Η περιοδοντική θεραπεία βοηθάει στον γλυκαιμικό έλεγχο σε άτομα με διαβήτη, διότι βάσει μελετών βρέθηκε ότι τα επίπεδα του σακχάρου ήταν χαμηλότερα μετά από αυτήν.

Πρόληψη

Για καλή στοματική υγεία τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη χρειάζεται να:

  1. Ελέγχουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα
  2. Επισκέπτονται τακτικά τον οδοντίατρο τους
  3. Διατηρούν καλή στοματική υγιεινή
  4. Σταματήσουν το κάπνισμα, το οποίο επιδεινώνει τις νόσους των ούλων.

Είναι σημαντικό ο ασθενής να ενημερώσει τον οδοντίατρο του ότι πάσχει από τη νόσο, καθώς και για την φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί. Ο σακχαρώδης διαβήτης, ιδιαίτερα όταν δεν ρυθμίζεται καλά, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές σε ορισμένες οδοντιατρικές θεραπείες όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις.

Photo credit: Nensuria


Diabetes.png

11 Ιουλίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Οι δύο πιο συνηθισμένες επείγουσες διαβητικές καταστάσεις είναι η υπογλυκαιμία (χαμηλή γλυκόζη αίματος) και η υπεργλυκαιμία (υψηλή γλυκόζη αίματος). Οι καταστάσεις αυτές μπορεί να εμφανιστούν τόσο σε άτομα με διαβήτη τύπου 1 όσο και σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, με εξαίρεση τους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 που αντιμετωπίζονται με δίαιτα και άσκηση μόνο, οι οποίοι δεν εμφανίζουν υπογλυκαιμία.

Ο λόγος που η υπεργλυκαιμία χαρακτηρίζεται ως επείγουσα διαβητική κατάσταση είναι γιατί αποτελεί κύρια αιτία πρόκλησης σοβαρών και επικίνδυνων για τη ζωή επιπλοκών.

Μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η ανεπαρκής ινσουλίνη, το έντονο στρες, η υπερβολική συναισθηματική φόρτιση, κάποια λοίμωξη, ο πυρετός, η διατροφή με πολλούς υδατάνθρακες καθώς και η ελάχιστη σωματική άσκηση (λιγότερο απ’ ό, τι συνήθως).

Συμπτώματα υπεργλυκαιμίας

Οι υπογλυκαιμία συνήθως εκδηλώνεται με τα παρακάτω σημεία:

  1. Υψηλό σάκχαρο (γλυκόζη) στο αίμα
  2. Υψηλό επίπεδο γλυκόζης στα ούρα
  3. Πολυφαγία
  4. Πολυδιψία
  5. Πολυουρία
  6. Θολότητα όρασης
  7. Απώλεια Βάρους
  8. Αργή επούλωση τραυμάτων
  9. Ξηροστομία (στεγνό στόμα)
  10. Καρδιακή αρρυθμία
  11. Βαθιά και συχνή αναπνοή
  12. Ανικανότητα
  13. Κνησμός (φαγούρα) και ξηρό δέρμα
  14. Κόπωση / κούραση
  15. Καταπληξία (shock)
  16. Κώμα

Αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας

Έαν το άτομο αισθανθεί τα συμπτώματα της υπεργλυκαιμίας θα πρέπει να ελέγξει τα επίπεδα του σακχάρου του και σε περίπτωση που είναι εξαιρετικά αυξημένα να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια.

Η άσκηση μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Προσοχή όμως στην περίπτωση που υπάρχουν κετονικά σωμάτια στα ούρα, διότι η άσκηση μπορεί να ανεβάσει τα επίπεδα σακχάρου πολύ περισσότερο.

Σε γενικές γραμμές η υπεργλυκαιμία αντιμετωπίζεται με την έγκαιρη πρόληψη. Απαιτούνται τακτικές εξετάσεις αίματος και ούρων ώστε να ελέγχονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Επίσης, το άτομο που λαμβάνει ινσουλίνη δεν θα πρέπει να αμελεί τη δόση του. Τα αφεψήματα χωρίς ζάχαρη και η προσεγμένη διατροφή, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού, μπορούν να βοηθήσουν.


pexels-photo-259363.png

Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.

Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.

Οι παράγοντες κινδύνου ποικίλουν, ωστόσο αυξημένο (σε ποσοστό έως και 14%) έχουν μεταξύ άλλων οι περιπτώσεις όπου η έγκυος είναι ηλικίας άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 ετών, έχει παχυσαρκία ή αυξάνεται υπερβολικά το βάρος της κατά τη διάρκεια της κύησης ή ακόμη έχει ιστορικό που σχετίζεται με τη νόσο.

Ο –μη ρυθμισμένος– σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης αυξάνει τους κινδύνους για εμφάνιση επιπλοκών τόσο στο έμβρυο όσο και στη μητέρα (όπως η ανάπτυξη υπέρτασης ή προεκλαμψίας) και για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρακολουθείται συχνά κατά τη διάρκειά της. Επίσης, μετά τον τοκετό θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση της μητέρας, διότι υπολογίζεται ότι 40% των γυναικών αυτών μπορεί να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ασυμπτωματική νόσος

Το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη εγκυμοσύνης δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται.

Ένας απλός τρόπος είναι κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας και τη λήψη τροφής, η λήψη 50 γραμμαρίων γλυκόζης και ο προσδιορισμός σακχάρου αίματος μια ώρα μετά. Αν τα επίπεδα σακχάρου του αίματος είναι υψηλότερα των 140 mg/dl, τότε πρέπει να γίνει μια εξέταση με την ονομασία «καμπύλη γλυκόζης» σύμφωνα με τις οδηγίες του ειδικού.

Οι επιπλοκές του διαβήτη κύησης

Ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης αυξάνει τον κίνδυνο για μια σειρά από επιπλοκές. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εμφάνιση υπερτασικής νόσου στη μητέρα, ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου, το υδράμνιο (πλεονάζον αμνιακό υγρό γύρω από το έμβρυο), η εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών και η μακροσωμία του εμβρύου.

Μετά τον τοκετό μπορεί επίσης να εμφανιστεί στη μητέρα υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, καθώς και σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας στο έμβρυο.

Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.

Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.

Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.


HSP_15607_CornPlaster_Application_no_packaging_PR_Screen.jpg

9 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η διαβητική νευροπάθεια είναι μια επιπλοκή που προκαλείται από τον σακχαρώδη διαβήτη, μια χρόνια μεταβολική νόσο όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Η λειτουργία των νεύρων στην περίπτωση που εκδηλωθεί η σοβαρή αυτή επιπλοκή, επηρεάζεται με αποτέλεσμα να μη μεταδίδουν σωστά τους ερεθισμούς από το σώμα προς τον εγκέφαλο. Προκαλείται έτσι μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος.

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη οι οποίοι δεν ελέγχουν κανονικά τη γλυκόζη στο αίμα τους για να την διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα, διατρέχουν περισσότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβητική νευροπάθεια.

Συμπτώματα

Η διαβητική νευροπάθεια μπορεί να επηρεάσει πολλά σημεία και λειτουργίες του σώματος. Σε πολλές περιπτώσεις δημιουργείται μούδιασμα με απώλεια της αίσθησης και οδυνηρό μυρμήγκιασμα στα μέρη του σώματος, που επηρεάζονται από το νεύρο που πάσχει.

Στα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνονται:

– Μούδιασμα στα πόδια και στα δάκτυλα
– Πληγές –συνήθως στα πόδια– που δημιουργούνται από κοψίματα ή τραύματα που δεν επουλώνονται εύκολα, αλλά και δεν προκαλούν τόσο πόνο όσο θα αναμενόταν
– Μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος
– Διάρροια ή δυσκοιλιότητα που οφείλονται στις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλεί η νευροπάθεια στο έντερο
– Προβλήματα και δυσκολίες της στύσης στους άνδρες

Τα άτομα που έχουν προσβληθεί από διαβητική νευροπάθεια δεν νιώθουν κανονικά τον πόνο στην περιοχή που έχει επηρεαστεί. Εάν πληγωθούν ή τραυματιστούν στο σημείο που επηρεάστηκε δεν το αντιλαμβάνονται διότι απουσιάζει το χρήσιμο για την περίπτωση μήνυμα που στέλλει ο πόνος.

Επιπρόσθετα, μπορεί να δημιουργηθεί μυϊκή ατροφία και σταδιακά να υπάρξει δυσκολία στο περπάτημα. Το δέρμα στα πόδια αδυνατίζει και μπορεί να δημιουργήσει ραγάδες που εξελίσσονται σε πληγές. Εάν οι πληγές που αναπτύσσονται στο μέρος του σώματος που επηρεάζεται από τη διαβητική νευροπάθεια μολυνθούν και χειροτερεύσουν είναι δύσκολο να αποθεραπευτούν. Το αποτέλεσμα αυτό κάποια στιγμή μπορεί να οδηγήσει στον ακρωτηριασμό.

Πρόληψη

Όπως ισχύει σε όλα τα προβλήματα υγείας, η καλύτερη θεραπεία της διαβητικής νευροπάθειας είναι η πρόληψη. Ο καλός μεταβολικός έλεγχος του διαβήτη, η επίτευξη δηλαδή τιμών σακχάρου αίματος νηστείας ή μετά τα γεύματα που να προσεγγίζουν κατά το δυνατό τις αντίστοιχες τιμές των μη διαβητικών ατόμων, αποτελεί σημαντικό στοιχείο αποφυγής επιπλοκών.

Ακόμη και στη θεραπεία όμως κάθε μορφής διαβητικής νευροπάθειας η άριστη ρύθμιση του διαβήτη αποτελεί τον κοινό παρανομαστή των θεραπευτικών σχημάτων. Χορηγούνται επίσης αναλγητικά ή και άλλα φάρμακα κατά περίπτωση, ενώ το άτομο θα πρέπει επίσης να σταματήσει την κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα. Τέλος, συνίσταται να μην παραλείπεται ο προληπτικός έλεγχος, συνήθως κάθε χρόνο, διότι η αντιμετώπιση είναι ευκολότερη όσο πιο νωρίς αποκαλυφθούν οι τυχόν βλάβες.


Blood-Sugar.jpg

11 Σεπτεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα, το απλό δηλαδή σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του  οργανισμού. Αναπτύσσεται όταν το σώμα δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η υπογλυκαιμία είναι μία από τις καταστάσεις που θα πρέπει να προσέξει ένας διαβητικός. Εκδηλώνεται όταν το σάκχαρο του αίματος πέφτει κάτω από 70ml/dl μαζί με μια σειρά από ορισμένα συμπτώματα: πείνα, εφίδρωση, πονοκέφαλος, ζάλη, θολή όραση, τρέμουλο, ναυτία, ταχυκαρδία, υπνηλία, έλλειψη συγκέντρωσης, νευρικότητα, συμπεριφορά μεθυσμένου, αδυναμία και ξαφνική κούραση. Τα συμπτώματα αυτά είναι τα πιο κοινά, ωστόσο μπορεί να ποικίλουν από άτομο σε άτομο.

Στην περίπτωση της υπογλυκαιμίας ο ασθενής μπορεί να εφαρμόσει τον λεγόμενο «κανόνα του 15» για να την αντιμετωπίσει, χωρίς όμως να φτάσει στο άλλο άκρο, την υπεργλυκαιμία:

1. Μετρήστε το σάκχαρό σας και βεβαιωθείτε ότι η τιμή είναι κάτω από 70ml/dl, γιατί πολλές φορές τα συμπτώματα δεν είναι πάντα αντιληπτά.
2. Καταναλώστε αμέσως 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα.
3. Περιμένετε 15 λεπτά και μετρήστε ξανά το σάκχαρό σας. Αν και πάλι το σάκχαρο αίματος είναι κάτω από 70ml/dl καταναλώστε άλλα 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα και ξαναπάτε στο βήμα 1.

Γρήγοροι υδατάνθρακες είναι εκείνοι που ανεβάζουν πολύ γρήγορα το σάκχαρο. Τα 15γρ γρήγορου υδατάνθρακα αντιστοιχούν στα εξής:

– Δεκαπέντε γραμμάρια λευκή ζάχαρη ή μέλι (3 κουταλάκια του γλυκού ή 1 κουταλιά της σούπας ή 2 – 3 φακελάκια)
– Μισό ποτήρι χυμό (120ml)
– Τρία με τέσσερα δισκία γλυκόζης (κάθε δισκίο περιέχει 4γρ.)
– Μισό κουτάκι αναψυκτικό με προσθήκη ζάχαρης
– Ένα αθλητικό ποτό (1 κουτάκι περιέχει περίπου 16γρ.)

Για άμεση αντιμετώπιση μιας σοβαρής υπογλυκαιμίας χορηγείται 1mg γλυκαγόνης ενδομυϊκά ή υποδόρια. Συνεπώς είναι σημαντικό οι φίλοι και η οικογένεια του ατόμου να μπορούν να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, καθώς και να γνωρίζουν πώς να την αντιμετωπίσουν.

Photo credit: Freepik


17337713225_85ef5a039c_b.jpg

Πολλοί άνθρωποι ενδεχομένως γνωρίζουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια δια βίου νόσος η οποία μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι να θεραπευτεί πλήρως. Οι ασθενείς χρειάζεται να ξεκινήσουν – παράλληλα με τη λήψη ειδικών φαρμάκων – έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, εντάσσοντας στην καθημερινότητά τους τη σωματική άσκηση και την υγιεινή διατροφή, ώστε να ελέγξουν μια νόσο που σε πολλές περιπτώσεις είναι προοδευτική.

Νέα δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι υποχρεωτικά προς το χειρότερο, καθώς έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο διαβήτης κατάφερε να υποστρέψει τόσο ώστε να μην χρειάζονται φάρμακα.

Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους. Σπάνια έχει επίσης αναφερθεί και σε άτομα που έχουν κάνει μόνο αλλαγές στον τρόπο ζωής. Έτσι, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μην είναι ο μόνος δρόμος για την ύφεση της νόσου.

Στις περιπτώσεις όπου οι μετρήσεις των επιπέδων του σακχάρου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είναι χαμηλότερες των ενδείξεων του διαβήτη, το οποίο επιτεύχθηκε χωρίς τη λήψη φαρμάκων ή τη χειρουργική επέμβαση, τότε κάνουμε λόγο για υποστροφή του διαβήτη.

Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (American Diabetes Association) έχει εκδώσει τους παρακάτω ορισμούς:

– Μερική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας από 100 μέχρι 125mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 6,0% μέχρι 6,5% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Ολική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 6,0% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Παρατεινόμενη υποστροφή υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL, ή γλυκοζυλιωμένη μικρότερη από 6.0% για 5 χρόνια χωρίς φάρμακα.

Ποιος μπορεί να πετύχει υποστροφή του διαβήτη

Το ποιος μπορεί να πετύχει μερική ή ολική υποστροφή του διαβήτη δεν έχει απαντηθεί ακόμα από την ιατρική κοινότητα, ωστόσο η έρευνα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σύμφωνα πάντως με τις σημερινές ενδείξεις, υποστροφή του διαβήτη δεν μπορούν να πετύχουν όσοι έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 1, αλλά είναι πιθανό για όσους έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 2.

Μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν όσοι έχουν πρόσφατη διάγνωση διαβήτη, έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, είναι νέα ή μεσήλικα άτομα, δεν έχουν άλλα νοσήματα ή επιπλοκές από τη νόσο και ακολουθούν τις οδηγίες για τη ρύθμισή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια για ρύθμιση του σακχάρου και απώλεια βάρους μπορεί να φρενάρει την εξέλιξη του διαβήτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η φαρμακευτική αγωγή στο μέλλον, αλλά και ότι μπορεί να αντιστραφεί η πορεία του, δηλαδή να πετύχουμε καλύτερη ρύθμιση με λιγότερα φάρμακα.

Photo credit: davis.steve32 via Foter.com / CC BY

Pregnant-Pixabay1.jpg

Οι γυναίκες που εκδηλώνουν υπέρταση ή διαβήτη κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν αυτές τις παθήσεις και αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με ολλανδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Hypertension.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κέντρου της Ουτρέχτης, με επικεφαλής τον δρ. Καρστ Χέιντα, θέλησε να μελετήσει πως οι συγκεκριμένες επιπλοκές κύησης επιδρούν στη μετέπειτα ζωή της γυναίκας. Έθεσε υπό ιατρική παρακολούθηση περισσότερες από 22.000 γυναίκες όταν ήταν 27-29 ετών, και αφού είχαν γεννήσει το πρώτο τους παιδί.

Σχεδόν 6.200 γυναίκες (28%) είχαν υπέρτασης κύησης και σχεδόν 1.100 (5%) είχαν διαβήτη κύησης. Επίσης κατά τη διάρκεια της μελέτης εντοπίστηκαν περισσότερα από 2.500 καρδιαγγειακά επεισόδια, περιλαμβανομένων περίπου 1.500 που οφείλονταν σε καρδιακή νόσο και 720 σε εγκεφαλικό επεισόδιο.

Από την επεξεργασία των δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που είχαν υπέρταση κύησης είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν και μετέπειτα υπέρταση. Επίσης οι γυναίκες με υπέρταση κύησης είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιαγγειακή νόσο. Επιπλέον, οι γυναίκες που εκδήλωσαν διαβήτη κύησης είχαν τετραπλάσιο κίνδυνο να έχουν διαβήτη και αργότερα. Και μεταξύ των γυναικών που εκδήλωσαν διαβήτη ή υπέρταση μετέπειτα, οι παθήσεις είχαν εντοπιστεί νωρίτερα αν είχαν εκδηλωθεί και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Να σημειωθεί ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διαγνώστηκαν πάλι με υπέρταση περίπου σε ηλικία 44 ετών κατά μέσο όρο, δηλαδή οκτώ χρόνια νωρίτερα από τις γυναίκες που εκδήλωσαν υπέρταση άσχετη με την εγκυμοσύνη. Επίσης, οι γυναίκες που είχαν διαβήτη κύησης διαγνώστηκαν και πάλι με διαβήτη τύπου ΙΙ, περίπου όταν ήταν 53 ετών, δηλαδή και πάλι οκτώ χρόνια νωρίτερα από γυναίκες χωρίς ανάλογο ιστορικό κύησης.

«Αν κατανοήσουμε ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης υπέρτασης και υποκείμενης καρδιαγγειακής νόσου και ότι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου ΙΙ αργότερα, τότε μπορούμε να ανασχεδιάσουμε τα προγράμματα ελέγχου υγείας ώστε να εντοπίζουμε εγκαίρως τις ομάδες υψηλού κινδύνου», σημειώνει ο δρ. Χέιντα.

Ο ερευνητής προσθέτει ότι οι γυναίκες μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο τέτοιων επιπλοκών κατά την κύηση, ξεκινώντας με ένα υγιές βάρος την εγκυμοσύνη και βελτιώνοντας τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους.

Πηγή: health.in.gr


Diabetes-board.png

7 Οκτωβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η ομαριγλιπτίνη, ένας υπό δοκιμή αναστολέας της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης – 4 (DPP-4) που χορηγείται μία φορά την εβδομάδα σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, παρουσίασε παρόμοια μείωση των αρχικών τιμών της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) με τη σιταγλιπτίνη, η οποία χορηγείται άπαξ ημερησίως, επιτυγχάνοντας έτσι το πρωτεύον τελικό σημείο αποτελεσματικότητας σε κλινική μελέτη τελικού σταδίου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε η φαρμακευτική MSD, η συγκριτική μελέτη σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει την εβδομαδιαία θεραπεία με ομαριγλιπτίνη 25 mg σε σύγκριση με την ημερησία χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης, ενός άλλου αναστολέα DPP-4 της ίδιας εταιρείας, που χορηγείται ευρέως σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάσθηκαν σε προφορική ανακοίνωση που έγινε στο πλαίσιο της 51ης Ετήσιας Συνάντησης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για την Μελέτη του Διαβήτη (EASD).

«Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελεί μία χρόνια και εξελισσόμενη νόσο, η οποία αφορά περίπου 387 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο κι ο αριθμός αυτός συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτατα. Πολλοί άνθρωποι δεν βρίσκονται ακόμα στα συνιστώμενα επίπεδα γλυκόζης αίματος, γεγονός το οποίο τονίζει τη σημασία των εξατομικευμένων στόχων επιπέδων γλυκόζης αίματος και των πολλαπλών θεραπευτικών επιλογών», δήλωσε ο Sam Engel, αντιπρόεδρος του τμήματος της MSD για τις Κλινικές Έρευνες στο Διαβήτη και την Ενδοκρινολογία. «Η ομαριγλιπτίνη έχει τη δυναμική να αποτελέσει μία σημαντική θεραπευτική επιλογή, ιδιαίτερα για εκείνους που προτιμούν να λαμβάνουν τη θεραπεία τους μόνο μία φορά την εβδομάδα».

Η ομαριγλιπτίνη έλαβε προ ημερών έγκριση κυκλοφορίας στην Ιαπωνία μετά την εξέταση της σχετικής αίτησης που είχε υποβάλλει η MSD στον Ιαπωνικό Οργανισμό Φαρμάκων και Ιατρικών Συσκευών το Νοέμβριο του 2014. Όσον αφορά την αγορά των ΗΠΑ, η εταιρεία σχεδιάζει να υποβάλει αίτηση έγκρισης στις ρυθμιστικές αρχές στα τέλη του 2015.

Το πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης για την ομαριγλιπτίνη «O-QWEST» (Omarigliptin Q Weekly Efficacy and Safety in Type 2 Diabetes) περιλαμβάνει 10 κλινικές δοκιμές φάσης 3, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 8.000 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Η μελέτη

Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη διπλά τυφλή μελέτη μη κατωτερότητας φάσης 3, στο πλαίσιο της οποίας αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ανεκτικότητα στην χορήγηση 25 mg ομαριγλιπτίνης μία φορά την εβδομάδα, σε σύγκριση με την ημερήσια χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (n=642), οι οποίοι είχαν ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους με μετφορμίνη.

Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η μη-κατωτερότητα της ομαριγλιπτίνης έναντι της σιταγλιπτίνης στην ελάττωση των τιμών της HbA1c, από την έναρξη της μελέτης μέχρι την 24η εβδομάδα. Στην αρχή της μελέτης η τιμή της HbA1c ήταν περίπου 7,5% και στις δύο ομάδες. Ο μέσος όρος των επιπέδων γλυκόζης πλάσματος νηστείας κατά την έναρξη της μελέτης ήταν επίσης παρόμοιος και στις δύο ομάδες θεραπείας.

Η μελέτη πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μη-κατωτερότητας σε ό,τι αφορά τη μείωση των τιμών της HbA1c με ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με τη σιταγλιπτίνη στις 24 εβδομάδες. Την 24η εβδομάδα οι ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν ομαριγλιπτίνη, εμφάνισαν μείωση της HbA1c κατά μέσο όρο 0,47% σε σχέση με τις αρχικές τιμές, έναντι της μέσης μείωσης της τάξεως του 0,43% στους ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη, με τη διαφορά μεταξύ αυτών των ομάδων να είναι 0,03 (95% CI [-0.15, 0.08]). Στους ασθενείς της προκαθορισμένης υποομάδας με υψηλή αρχική HbA1c της τάξεως του 8% ή και περισσότερο, η θεραπεία με ομαριγλιπτίνη κατέληξε σε μειώσεις της τάξεως του 0,79% σε σύγκριση με το 0,71% για τη σιταγλιπτίνη (διαφορά = 0,08%, 95% CI [-0.37, 0.21]).

Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τους στόχους τιμών της HbA1c ήταν παρόμοιο και για την ομαριγλιπτίνη και για τη σιταγλιπτίνη. Στις 24 εβδομάδες το 51% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν ομαριγλιπτίνη πέτυχαν τιμή HbA1c μικρότερη του 7%, σε σύγκριση με το 49% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη (p=0,334). Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τιμές HbA1c μικρότερες του 6,5% ήταν επίσης παρόμοιο και στις δύο ομάδες: 27% για την ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με το 23% για τη σιταγλιπτίνη (p=0.219). Η γλυκόζη πλάσματος νηστείας ελαττώθηκε κατά 0.8 mmol/L σε σχέση με τα αρχικά επίπεδα στην ομάδα της ομαριγλιπτίνης και 0.5 mmol/L στην ομάδα τη σιταγλιπτίνης, με τη διαφορά μεταξύ των ομάδων να ανέρχεται στα 0.2 mmol/L (p= 0.089).

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Τα ποσοστά εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων και ανεπιθύμητων ενεργειών σχετιζόμενων με τα φάρμακα, καθώς και τα ποσοστά διακοπής της θεραπείας ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες.

Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιελάμβαναν διάρροια (0,9% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), γριπώδη συνδρομή (0,3% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,2% % για τη σιταγλιπτίνη), λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (4% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 3,8% για τη σιταγλιπτίνη), ουρολοιμώξεις (1,2% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), αύξηση της λιπάσης (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 4,1% για τη σιταγλιπτίνη) και οσφυαλγία (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 0,6% για τη σιταγλιπτίνη).

Τα ανεπιθύμητα επεισόδια υπογλυκαιμίας (συμπτωματικής και ασυμπτωματικής) αναφέρθηκαν σε ποσοστό 3,7% για την ομάδα της ομαριγλιπτίνης (με αναφορά ενός σοβαρού επεισοδίου υπογλυκαιμίας) και 4,7% για την ομάδα της σιταγλιπτίνης.

Πηγή: pmjournal.gr


child-701645_1280.jpg

18 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω μια είδηση για ένα κορίτσι τριών ετών στις ΗΠΑ, το οποίο παρουσίασε αυξημένη αρτηριακή πίεση και μεγάλη ποσότητα χοληστερόλης στο αίμα.

Οι δύο αυτές καταστάσεις σε συνδυασμό υποδεικνύουν γενικότερα σημαντικό πρόβλημα για την υγεία του ασθενή, καθώς μπορεί να οφείλονται σε νόσους όπως ο υποθυρεοειδισμός, εκείνες των νεφρών ή του ήπατος, καθώς και ο σακχαρώδης διαβήτης.

Οι γιατροί στη συγκεκριμένη περίπτωση διέγνωσαν πως τελικά πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μια χρόνια μεταβολική νόσο που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει επαρκώς ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη.

Το περιστατικό όμως ταράζει τα νερά της ιατρικής επιστήμης, αφού μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αδύνατο για ένα ανήλικο παιδί ηλικίας 3 χρόνων να παρουσιάσει αυτόν τον τύπο, καθώς ο διαβήτης των παιδιών είναι τύπου 1 (παραγωγή μικρής ή καθόλου ποσότητας ινσουλίνης).

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο ιατρικό ιστορικό της ανήλικης, της οποίας κανένας από τους δύο γονείς δεν είχαν ιστορικό διαβήτη. Η επανεξέταση του περιστατικού αποκάλυψε ότι η μικρή είχε διατροφή πολύ φτωχή σε θρεπτικά συστατικά και πολύ πλούσια σε λιπαρά και θερμίδες.

Η μικρή ασθενής ξεκίνησε άμεσα αντιδιαβητική φαρμακευτική αγωγή και η οικογένεια υπεβλήθη σε εντατική ενημέρωση με στόχο την αλλαγή της καθημερινής διατροφικής της συμπεριφοράς. Οι γιατροί υπέδειξαν στους γονείς της ανήλικης να της παρέχουν συγκεκριμένο διατροφολόγιο καθώς και καθημερινή άσκηση. Λίγους μήνες αργότερα η εξέλιξη της υγείας της ήταν θετική.

Η περίπτωση του κοριτσιού συζητήθηκε σε πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας. Οι ειδικοί τόνισαν τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και της πρώιμης θεραπείας των μικρών παιδιών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για την μερική αναστροφή της νόσου.

Παρότι το περιστατικό χαρακτηρίζεται σπάνιο, δεν αποκλείεται να υπάρξουν ανάλογα περιστατικά στο μέλλον ως αποτέλεσμα του δυτικού τρόπου ζωής που ευνοεί την υπερκατανάλωση φθηνών παχυντικών τροφών για παιδιά και περιορισμό της σωματικής τους δραστηριότητας.

Η αντιστροφή του διαβήτη τύπου 2 στα παιδιά είναι δυνατή αν γίνει έγκαιρη εξέταση των παχύσαρκων παιδιών και δοθεί η κατάλληλη θεραπεία.


health-621356_12801.jpg

16 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η αυξημένη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως τύπου 2 διαβήτη, αναφέρουν επιστήμονες από τη Δανία, οι οποίοι πραγματοποίησαν μελέτη σε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο εθελοντές.

Όπως γράφουν στην «Επιθεώρηση Κλινικής Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού» (JCEM), εξέτασαν τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων των τελευταίων δεκαετιών σε 170.504 πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη και 1.364.008 υγιείς συνομηλίκους τους.

Όπως διαπίστωσαν, όσο περισσότερα αντιβιοτικά είχαν πάρει στο μεσοδιάστημα οι εθελοντές, τόσο πιθανότερο ήταν να πάσχουν από διαβήτη.

Στην πραγματικότητα οι εθελοντές που είχαν λάβει πέντε ή περισσότερους κύκλους αντιβιοτικής αγωγής είχαν κατά 53% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν τύπου 2 διαβήτη, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν λάβει καθόλου αντιβιοτικά.

Οι ερευνητές από το Κέντρο Έρευνας του Διαβήτη του Νοσοκομείου Gentofte στην Κοπεγχάγη σημειώνουν στο άρθρο τους πως ο αυξημένος κίνδυνος ήταν εμφανής έως και 15 χρόνια πριν από την διάγνωση του διαβήτη.

Οι επιστήμονες εικάζουν ότι τα πολλά αντιβιοτικά αυξάνουν τον κίνδυνο διαβήτη επειδή διαταράσσουν την φυσιολογική χλωρίδα (τα ωφέλιμα βακτήρια) του εντέρου, με συνέπεια αλλαγές στην ευαισθησία στην ινσουλίνη και στην αντοχή στην γλυκόζη (σάκχαρο) – δύο αλλαγές που συχνά οδηγούν στον διαβήτη.

«Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι οι αντιβιοτικές θεραπείες μπορούν να επηρεάσουν τον μεταβολισμό του σακχάρου και της ινσουλίνης – και είναι πιθανό ό,τι είδαμε στα ζώα, να ισχύει και στους ανθρώπους», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ. Κρίστιαν Χάλλουντμπεκ Μίκκελσεν, προσθέτοντας ότι η νέα συσχέτιση αποτελεί έναν ακόμα λόγο για να παίρνουμε αντιβιοτικά μόνο όταν μας τα χορηγούν οι γιατροί.

Πηγή: ygeia.tanea.gr

 




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ




Κλείτσας Άγγελος Παθολόγος Καλαμαριά - Σήμα αναγνώρισης ασθενών από Doctoranytime



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.



Web design by Siteworks



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved. Web design by Siteworks