Blog

MiniMed-640G.png

11 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Πριν από λίγες μέρες η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων – Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη, μαζί με την Ελληνική Ομοσπονδία για το Διαβήτη, ανακοίνωσαν την εισαγωγή στην ελληνική αγορά ενός νέου «έξυπνου» συστήματος, το οποίο βοηθάει ανθρώπους με διαβήτη να επιτύχουν καλύτερη γλυκαιμική ρύθμιση μέσω προηγμένης προστασίας από την υπογλυκαιμία.

Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησαν, τόνισαν ότι αποτελεί την τελευταία σημαντική ανακάλυψη στο δρόμο για το τεχνητό πάγκρεας, ένα κλειστό δηλαδή κύκλωμα αντλίας ινσουλίνης, το οποίο μαζί περιλαμβάνει και έναν αισθητήρα σακχάρου για να κάνει συνεχώς μετρήσεις στον υποδόριο χώρο. Ο αισθητήρας στέλνει την πληροφορία αυτή σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου με τη βοήθεια ενός αλγορίθμου υπολογίζεται η δόση της ινσουλίνης που θα πρέπει να χορηγηθεί στο άτομο με διαβήτη. Η πληροφορία επιστρέφει στην αντλία ινσουλίνης, η οποία με τη σειρά της χορηγεί την απαραίτητη δόση ινσουλίνης χωρίς την παραμικρή παρέμβαση του ασθενή, εκτός του ότι θα είναι σε θέση να παρακολουθεί την όλη διαδικασία μέσω μιας οθόνης.

Το νέο σύστημα που ανακοινώθηκε στη συνέντευξη είναι της εταιρείας Medtronic με την ονομασία MiniMed 640G. Η νέα αντλία πάντως, όπως σημειώθηκε, δεν αποτελεί ένα πλήρες κλειστό κύκλωμα, έρχεται όμως ένα βήμα πιο κοντά στη δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος, υιοθετώντας ειδικό αλγόριθμο πρόβλεψης της υπογλυκαιμίας. Εφόσον συνεργάζεται με τον αισθητήρα σακχάρου, έχει τη δυνατότητα μέσω του συστήματος πρόβλεψης να δίνει εντολή για διακοπή της λειτουργίας της αντλίας και επομένως, της χορήγησης ινσουλίνης σε περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται ότι θα παρουσιασθεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο στα επόμενα τριάντα λεπτά της ώρας, πριν δηλαδή το σάκχαρο φθάσει σε χαμηλά επίπεδα.

Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς των μικρών παιδιών με σακχαρώδη διαβήτη, αλλά και οι ίδιοι οι ασθενείς μπορούν να κοιμηθούν την νύχτα χωρίς την αγωνία μίας βαριάς υπογλυκαιμίας που δεν θα γίνει αντιληπτή. Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε και στις μελέτες.

Όσον αφορά τη λειτουργία της, η αντλία ξεκινά όταν τα επίπεδα του σακχάρου φθάσουν το όριο ασφαλείας, το οποίο έχει δηλώσει ο ίδιος ο χρήστης, ενώ η διακοπή της διαρκεί από μισή μέχρι δύο ώρες.


Diabetes.png

6 Ιουλίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας, η οποία όταν τρώμε απελευθερώνεται στο κυκλοφορικό σύστημα βοηθώντας στη μετάβαση της γλυκόζης από τα τρόφιμα στα κύτταρα για να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια.

Η λήψη της αποτελεί την αποκλειστική θεραπεία για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, καθώς και έναν από τους πιθανούς τρόπους θεραπείας για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, όταν μόνο η διατροφή ή η λήψη δισκίων δεν επαρκεί για την αποτελεσματική γλυκαιμική ρύθμιση.

Η εμπειρία όμως δείχνει ότι πολλοί διαβητικοί έχουν αναπτύξει μια αρνητική εικόνα για τη χρήση ινσουλίνης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις στηρίζεται σε μύθους ή σε δεδομένα που δεν ισχύουν για τις ινσουλίνες νέας γενιάς. Συχνά τίθενται ερωτήματα όπως τα παρακάτω:

Αν ξεκινήσω ινσουλίνη, θα γίνει δύσκολη η καθημερινότητά μου

Ειδικά με τις νέας γενιάς ινσουλίνες αυτός ο μύθος έχει καταρριφθεί. Η θεραπεία με ινσουλίνη προσαρμόζεται στις ανάγκες και τον τρόπο ζωής των ατόμων με διαβήτη. Η ινσουλίνη χορηγείται υποδόρια στην κοιλιά, τα πόδια ή τα χέρια με πένα ινσουλίνης που είναι πολύ απλή στο χειρισμό της. Οι βελόνες που προσαρμόζονται στην πένα είναι πολύ μικρές (η πιο μικρή που υπάρχει είναι μήκους μόνο 4 χιλιοστών) και πρακτικά η ένεση ινσουλίνης είναι εντελώς ανώδυνη.

Η χορήγηση ινσουλίνης δεν είναι εύκολη

Οι μέρες που οι ενέσεις ινσουλίνης ήταν τεράστιες, δύσχρηστες και η χορήγηση τους ήταν δύσκολη, αποτελούν πλέον παρελθόν. Σήμερα η ινσουλίνη διατίθεται σε πένες που μπορείτε να τις έχετε μαζί σας, δεν χρειάζεται να διατηρείται στο ψυγείο και μπορεί να χορηγηθεί διακριτικά.

Η ινσουλίνη χορηγείται εφ’ όρου ζωής

Ορισμένα άτομα με διαβήτη τύπου 2 ίσως χρειάζονται προσωρινά τη λήψη ινσουλίνης, όπως αμέσως μετά τη διάγνωσή τους, αν το σάκχαρο στο αίμα είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα ή κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, ενώ κάποιοι άλλοι ενδέχεται να χρειάζονται ινσουλίνη σε μόνιμη βάση. Ορισμένα άτομα τα οποία χάνουν αρκετό βάρος με δίαιτα και άσκηση ή με χειρουργικές επεμβάσεις ίσως ανακαλύψουν ότι δεν έχουν πλέον την ανάγκη ινσουλίνης, ενώ άλλοι ενδέχεται να την χρειάζονται ακόμη. Αυτό εξαρτάται σημαντικά από το πόσο έχει ήδη επηρεαστεί η λειτουργικότητα του παγκρέατος, που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της ινσουλίνης.

Τα από του στόματος αντιδιαβητικά φάρμακα είναι καλύτερα από την ινσουλίνη

Τα από του στόματος αντιδιαβητικά φάρμακα για την αντιμετώπιση του διαβήτη είναι πολύ καλά και μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου μειώνεται σταδιακά όλο και περισσότερο η λειτουργικότητα των κυττάρων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή της ινσουλίνης στο πάγκρεας και κατά συνέπεια μειώνονται τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα και το σάκχαρο αυξάνεται, παρά τη λήψη δύο ή περισσοτέρων αντιδιαβητικών φαρμάκων από το στόμα. Σε αυτή την περίπτωση η χορήγηση ινσουλίνης είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση.

Η χορήγηση ινσουλίνης σημαίνει σταθερή και καλύτερη υγεία, χωρίς τις σοβαρές παρενέργειες του αρρύθμιστου διαβήτη, αλλά και καλύτερη ποιότητα ζωής. Για αυτό είναι σημαντικό να ξεδιαλύνονται οι διαδεδομένοι μύθοι σχετικά με αυτή την ουσία.

Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία έχει αναρτήσει στην ιστοσελίδα της ένα σχετικό φυλλάδιο με ορισμένους καταγεγραμμένους μύθους (http://www.ede.gr/wp-content/uploads/2014/06/Myths-Facts_Insoulinis.pdf).


driving-562613_1280.jpg

25 Ιουνίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0
Γράφει η Δ. Καραγιάννη, παθολόγος-διαβητολόγος και διδάκτωρ Ιατρικής του ΔΠΘ

Έρευνα δείχνει ότι οι ινσουλινοεξαρτώμενοι διαβητικοί έχουν έως 19% περισσότερες πιθανότητες να προκαλέσουν τροχαίο λόγω υπογλυκαιμίας ή διαταραχών της όρασης.

Η αιφνίδια ελάττωση του σακχάρου στο αίμα, η υπογλυκαιμία, μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, επιβράδυνση των αντιδράσεων, διαταραχή της όρασης, ακόμη και απώλεια των αισθήσεων. Ωστόσο, η ικανότητα ενός ασθενούς με διαβήτη να οδηγεί δεν διαταράσσεται μόνο από την υπογλυκαιμία καθώς πολλοί ήδη πάσχουν από διαταραχές της όρασης ή νευροπάθεια στα πόδια.

Τα προβλήματα αυτά πιθανώς εξηγούν, έστω εν μέρει, γιατί τα άτομα με διαβήτη έχουν 12-19% περισσότερες πιθανότητες από τους άλλους οδηγούς να προκαλέσουν τροχαίο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες.

Μελέτη με 202 πάσχοντες από διαβήτη που έπαιρναν ινσουλίνη έδειξε ότι σχεδόν το 60% δεν ήλεγχαν ποτέ το σάκχαρό τους προτού οδηγήσουν. Οι περισσότεροι είπαν ότι θα σταματούσαν την οδήγηση εάν ένιωθαν συμπτώματα υπογλυκαιμίας, όμως είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος τα πρώτα ηπιότερα «σημάδια» όπως το θόλωμα της όρασης, η εφίδρωση ή το αίσθημα κόπωσης ή οξυθυμίας.

Αν όμως μειωθεί περαιτέρω το σάκχαρο, τότε παρατηρείται σοβαρή διαταραχή της σκέψης και της κρίσης και αυτό είναι επικίνδυνο. Μπορεί ο οδηγός να χάσει τις αισθήσεις του πριν προλάβει να αντιδράσει.

Η ενημέρωση για τους πρόσθετους κινδύνους που δημιουργεί το σάκχαρο στην οδήγηση είναι απίστευτα περιορισμένη. Μια μελέτη του 2003 στην οποία συμμετείχαν ασθενείς από επτά αμερικανικές και τέσσερις ευρωπαϊκές πόλεις έδειξε ότι ο ένας στους δύο πάσχοντες από τύπου 1 διαβήτη και τα τρία τέταρτα όσων είχαν τύπου 2 διαβήτη αγνοούσαν παντελώς τους κινδύνους της υπογλυκαιμίας κατά τνη διάρκεια της οδήγησης.

Και οι διαβητικοί που παίρνουν χάπια;

Αν και τα περισσότερα σχετιζόμενα με τις επιπλοκές του διαβήτη τροχαία γίνονται σε ινσουλινοθεραπευόμενους ασθενείς, όσοι παίρνουν χάπια για τον τύπου 2 διαβήτη τους επίσης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. Η επιθεώρηση «Diabetes, Obesity & Metabolism» δημοσίευσε μια μελέτη των αιτημάτων σε αμερικανικές ασφαλιστικές εταιρείες αυτοκινήτων, η οποία διεξήχθη σε πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη που δεν έκαναν ενέσεις ινσουλίνης.

Όπως έδειξε, όσοι είχαν ηλικία άνω των 65 ετών και είχαν χρειασθεί ιατρική φροντίδα λόγω υπογλυκαιμίας διέτρεχαν κατά 40% περισσότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε τροχαίο απ’ ότι εκείνοι οι οποίοι δεν είχαν παρουσιάσει επεισόδιο υπογλυκαιμίας. Μέχρι τώρα επικρατούσε η άποψη ότι τα σχετιζόμενα με τον διαβήτη τροχαία αφορούν όσους κάνουν ινσουλινοθεραπεία.

Τα αντιδιαβητικά φάρμακα που ανήκουν στην κατηγορία των σουλφονυλουριών είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν υπογλυκαιμικό επεισόδιο.

Συμβουλές

Οι οδηγοί που διατρέχουν κίνδυνο υπογλυκαιμίας πρέπει να βεβαιώνονται πριν οδηγήσουν ότι τα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα τους δεν είναι πολύ χαμηλά.

Σε περίπτωση που η μέτρηση του σακχάρου είναι χαμηλή, να φάνε υδατάνθρακες και να ξαναμετρήσουν έπειτα από 15 λεπτά το σάκχαρό τους. Η κίνηση αυτή μπορεί να γλιτώσει τόσο τους ίδιους όσο και τους άλλους από πολλά προβλήματα στον δρόμο.

Πάντως, η πλειονότητα των τροχαίων αφορά μη διαβητικούς και συνεπώς δεν πρέπει να στιγματίζονται όσοι έχουν σακχαρώδη διαβήτη. Οι διαβητικοί δεν είναι κακοί οδηγοί, απλώς πρέπει να έχουν τον νου τους.

Πηγή: Διαβητολογικό-Παθολογικό Ιατρείο

drinking.jpg

22 Ιουνίου, 2015 Angelos KlitsasΆρθρα0

Η αφυδάτωση είναι μια επικίνδυνη για την υγεία μας κατάσταση η οποία εμφανίζεται όταν η ποσότητα του νερού, που χάνεται από τον οργανισμό, είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα που προσλαμβάνεται.

Το νερό αποτελεί μέχρι και το 75% του βάρους του σώματος και είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού. Αυτό οφείλεται στο ότι κάθε κύτταρο χρειάζεται νερό για να λειτουργεί σωστά, ενώ είναι αναγκαίο και για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος, για την καλύτερη πέψη των τροφών και για την προστασία των αρθρώσεων και των οργάνων.

Φυσιολογικά ο οργανισμός χάνει νερό κατά την εκπνοή, την εφίδρωση, την ούρηση και την αφόδευση. Συνεπώς, σε μία κανονική ημέρα το άτομο είναι υποχρεωμένο να πίνει μια σημαντική ποσότητα νερού για να αντικαθιστά τις απώλειες. Η ποσότητα αυτή εξαρτάται από το βάρος του ατόμου.

Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούν αφυδάτωση

Πέραν του αρνητικού ισοζυγίου ύδατος υπάρχουν και ορισμένες καταστάσεις και παθολογικά αίτια που μπορούν να προκαλέσουν την αφυδάτωση. Από την μία είναι ο πυρετός, η διάρροια και ο εμετός ενώ από την άλλη είναι ο άποιος και ο σακχαρώδης διαβήτης.

Ο άποιος διαβήτης είναι ένα σπάνιο κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από την αποβολή μεγάλων ποσοτήτων πολύ αραιών ούρων αποτελούμενων σχεδόν από καθαρό νερό. Στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, εξέρχονται με τα ούρα παρασύροντας αναγκαστικά μεγάλη ποσότητα νερού. Για τον λόγο αυτό η συχνή ούρηση και η έντονη δίψα είναι ανάμεσα στα πρώιμα συμπτώματα του διαβήτη.

Τέλος, τα εγκαύματα προκαλούν ταχεία αφυδάτωση, αφού το κατεστραμμένο δέρμα δεν μπορεί να αποτρέψει την απώλεια νερού από το σώμα.

Τα συμπτώματα και οι κίνδυνοι

Η αρχική απάντηση του οργανισμού στην αφυδάτωση είναι το αίσθημα της δίψας προειδοποιώντας για ανάγκη αύξησης της πρόσληψης και μείωση της απώλειας. Τα ούρα μάλιστα γίνονται πυκνότερα και πιο κίτρινα ενώ, καθώς η απώλεια ύδατος αυξάνεται, εμφανίζονται περισσότερα συμπτώματα.

Στα περαιτέρω σημεία περιλαμβάνονται η ξηροστομία, η ναυτία και οι εμετοί, το αίσθημα παλμών στην περιοχή της καρδίας, η τάση για λιποθυμία, η γενική αδυναμία, η μειωμένη παραγωγή ούρων, ιδρώτα και δακρύων, καθώς και οι μυϊκές κράμπες.

Σε παρατεταμένη αφυδάτωση μπορούν να εκδηλωθεί διανοητική σύγχυση, κώμα, γενική οργανική ανεπάρκεια και τέλος, θάνατος.

Σημειωτέον ότι τα βρέφη, τα μικρά παιδιά και οι υπερήλικες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αφυδάτωση και αναπτύσσουν τα συμπτώματα πολύ ταχύτερα.

Αντιμετώπιση

Η θεραπεία της αφυδάτωσης συνίσταται στην αποκατάσταση του ισοζυγίου του ύδατος, παράλληλα με την αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου και τη ρύθμιση πιθανών ηλεκτρολυτικών διαταραχών.

Στις περιπτώσεις ήπιας και μέτριας αφυδάτωσης και επί γαστρεντερικής ανοχής γίνεται προσπάθεια για αναπλήρωση του ελλείμματος με χορήγηση από του στόματος κατάλληλων διαλυμάτων. Επί αδυναμίας λήψεως υγρών από του στόματος, όπως και σε περίπτωση σοβαρής αφυδάτωσης, γίνεται χρήση ενδοφλεβίων διαλυμάτων.


Vitamin-D.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης (ορμόνη η οποία βοηθά τη γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα) από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Οι παράγοντες που συνδέονται με τον διαβήτη ποικίλουν, με την παχυσαρκία -ιδίως κοντά στην κοιλιά- να ενοχοποιείται περισσότερο. Πρόσφατα όμως ερευνητές διαβεβαίωσαν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορούν να συνδεθούν με την εμφάνιση της νόσου ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος.

Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism (JCEM, 2015; jc.2014-3016 DOI:10.1210/jc.2014-3016).

Σε αυτήν μετρήθηκαν συγκριτικά τα επίπεδα της βιταμίνης D σε 148 συμμετέχοντες, οι οποίοι είχαν ταξινομηθεί βάσει το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), καθώς και κατά πόσον είχαν διαβήτη, προδιαβήτη ή δεν εμφάνιζαν γλυκαιμικές διαταραχές. Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης την έκφραση του γονιδίου του υποδοχέα της βιταμίνης D στο λιπώδη ιστό.

Η ανάλυση έδειξε ότι παχύσαρκα άτομα που δεν είχαν διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης είχαν υψηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D από τα διαβητικά άτομα. Ομοίως, τα λεπτόσαρκα άτομα με διαβήτη ή άλλη διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης ήταν πιο πιθανό να έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Η βιταμίνη D συνεπώς συνδέεται ευθέως με τα επίπεδα της γλυκόζης, αλλά όχι με τον ΔΜΣ.

Οι συντάκτες της μελέτης τόνισαν ότι η βιταμίνη D σχετίζεται πιο στενά με το μεταβολισμό της γλυκόζης από την παχυσαρκία, αλλά πρόσθεσαν ότι η έλλειψή της και η παχυσαρκία αλληλεπιδρούν συνεργικά να αυξηθεί ο κίνδυνος διαβήτη καθώς και άλλων μεταβολικών διαταραχών.

Τέλος, επεσήμαναν ότι ο μέσος άνθρωπος μπορεί ελαττώσει τον κίνδυνο αυτό υιοθετώντας μια πιο υγιεινή διατροφή και αυξάνοντας τις υπαίθριες δραστηριότητές του.

Food vector designed by Freepik


diabetes1.jpg

Πολλοί άνθρωποι που ζουν με σακχαρώδη διαβήτη είναι ινσουλινοεξαρτώμενοι. Αυτό συμβαίνει διότι λόγω της μεταβολικής αυτής νόσου τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα αυξάνονται από τα τρόφιμα.

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που συμβάλλει στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης βοηθώντας την να κυκλοφορήσει στα κύτταρα, όπου χρησιμοποιείται για να παράγει ενέργεια.

Οι ασθενείς αυτοί ξεκινούν να λαμβάνουν ινσουλίνη παίρνοντας τον έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου στα χέρια τους, μια διαδικασία που ωστόσο δεν είναι εύκολη. Το αποτέλεσμα είναι σε πολλές περιπτώσεις να μην επιτυγχάνεται επαρκής έλεγχος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα χορήγησε άδεια κυκλοφορίας σε μια νέας γενιάς ινσουλίνη των 300 U/mL, δίνοντας μια νέα επιλογή για τη διαχείριση της κατάστασης. Η σχετική ανακοίνωση αναφέρει ότι σε κλινικές μελέτες παρείχε περισσότερη γλυκαιμική σταθερότητα, μικρότερη μεταβλητότητα και μείωση των υπογλυκαιμικών επεισοδίων σε ενήλικες με διαβήτη τύπου 2. Προορίζεται όμως και για τον διαβήτη τύπου 1.

Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας έγινε στα πλαίσια ειδικού κλινικού προγράμματος όπου συγκρίθηκε η ινσουλίνη των 300 U/mL με μια των 100 U/mL σε περισσότερους από 3.500 ενήλικες με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2, που ήταν αρρύθμιστοι με την τρέχουσα θεραπεία.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συχνότητα των επιβεβαιωμένων υπογλυκαιμιών σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 ήταν χαμηλότερη με την 300 U/mL σε σύγκριση με τη δεύτερη, τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και το βράδυ. Η πρώτη επίσης επέδειξε πιο σταθερό και πιο προβλέψιμο γλυκαιμικό έλεγχο και χαμηλά επίπεδα μεταβλητότητας του σακχάρου στο αίμα από άτομο σε άτομο, με διάρκεια άνω των 24 ωρών, σε σύγκριση με την ινσουλίνη 100 U/mL σε άτομα με διαβήτη τύπου 1.

Η έγκριση της ινσουλίνης των 300 U/mL έγινε και από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), ενώ είναι υπό αναθεώρηση και από άλλες ρυθμιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο.

Η ανακοίνωση: http://bit.ly/1IC4ANd


Diabetes-test.jpg

Γράφει η Δ. Καραγιάννη, παθολόγος-διαβητολόγος και διδάκτωρ Ιατρικής του Δ.Π.Θ.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία οι τιμές του σακχάρου χωρίζονται σε φυσιολογικές, υψηλού κινδύνου και τιμές διαγνωστικές του διαβήτη. Αν έχουμε διαβήτη ή προ-διαβήτη, μπορούμε να το διαπιστώσουμε με τις τιμές σακχάρου νηστείας, με τις μεταγευματικές τιμές σακχάρου και με την γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.

Φυσιολογικές τιμές σακχάρου είναι αυτές που είναι κάτω από 100 όταν είμαστε νηστικοί. Αυξημένο κίνδυνο να πάθουμε διαβήτη ή προ-διαβήτη έχουμε όταν:

-Το σάκχαρο νηστείας είναι από 100 έως 125
-Το σάκχαρο 2 ώρες μετά το φαγητό είναι από 140 έως 199
-Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι από 5,7 έως 6,4

Διαβήτη έχουμε όταν:

-Το σάκχαρο νηστείας είναι πάνω από 126
-Δύο ώρες μετά το φαγητό πάνω από 200
-Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη πάνω από 6,5

Σημειώνουμε ότι τόσο ο αυξημένος κίνδυνος για διαβήτη, όσο και ο διαβήτης, θα πρέπει να θεραπεύονται άμεσα και να γίνεται έλεγχος για πιθανές επιπλοκές στα μάτια, τα νεφρά, την καρδιά, τις καρωτίδες, τα αγγεία και τα νεύρα στα κάτω άκρα.

Πηγή: Διαβητολογικό – Παθολογικό Ιατρείο
Photo credit: AlishaV
/ Hampton Patio / CC BY

diet-398613_1280.jpg

Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο σήμερα ότι η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελούν τις μεταβολικές νόσους με τη μεγαλύτερη αυξητική τάση στη συχνότητα εμφάνισής τους, τόσο σε αναπτυγμένες όσο και σε αναπτυσσόμενες κοινωνίες.

Αναλογιζόμενοι μάλιστα τη συχνότητα και τον ρυθμό αύξησης της παχυσαρκίας, οι ειδικοί αναμένουν έκρηξη στον αριθμό ατόμων με διαβήτη στα επόμενα χρόνια, αφού η ύπαρξη παχυσαρκίας σχετίζεται με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η κλινική εμπειρία αλλά και μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διαβητικών τύπου 2 έχει σωματικό βάρος παραπάνω από το κανονικό.

Η ιατρική επιστήμη επιχειρεί να μετριάσει το πρόβλημα μέσω διαφόρων προσεγγίσεων, εκ των οποίων και οι βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις.

Μια βαριατρική επέμβαση δεν είναι μια αισθητική πλαστική επέμβαση. Κατά την πράξη αυτή δεν αφαιρείται λίπος από το σώμα, αλλά μεταβάλλεται η ανατομία του στομάχου ή και των εντέρων με αποτέλεσμα ο οργανισμός να απορροφά λιγότερες θερμίδες. Επιπλέον μετά από επεμβάσεις παχυσαρκίας συντελούνται και ορμονικές αλλαγές που οδηγούν στην μείωση της αίσθησης της πείνας.

Μακροπρόθεσμα η μέθοδος αυτή αποτελεί την πιο επιτυχή λύση για την αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας σε επίπεδο απώλειας βάρους και διατήρησης. Δεν αποτελεί όμως την πρώτη λύση και δυστυχώς δεν ενδείκνυται για όλους.

Σύμφωνα με την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας, οι βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις βελτιώνουν το προσδόκιμο ζωής για πολλούς παχύσαρκους διαβητικούς ασθενείς, αλλά μπορεί να μειώσουν το προσδόκιμο ζωής για τους ασθενείς που είναι εξαιρετικά παχύσαρκοι με πολύ υψηλούς δείκτες μάζας σώματος (ΔΜΣ). Έρευνες έδειξαν ότι για τους περισσότερους ασθενείς με διαβήτη και ΔΜΣ μεγαλύτερο από 35kg/m2, η βαριατρική χειρουργική αυξάνει το προσδόκιμο ζωής. Ωστόσο, το όφελος της χειρουργικής επέμβασης μειώνεται καθώς αυξάνεται ο ΔΜΣ. Πιο συγκεκριμένα οι ασθενείς με ΔΜΣ πιο πάνω από 6235kg/m2 πιθανόν δεν επωφελούνται με την χειρουργική επέμβαση.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Cincinnati (Annals of Surgery, 2015; 1 DOI: 10.1097) ανέπτυξαν ένα μοντέλο για να συγκρίνουν το προσδόκιμο ζωής σε μια ομάδα σοβαρά παχύσαρκων διαβητικών ατόμων που είχαν υποβληθεί σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση, σε σχέση με μια ομάδα στην οποία δεν εφαρμόστηκε χειρουργική αντιμετώπιση. Χρησιμοποίησαν τα δεδομένα που αφορούν περίπου 200.000 ασθενείς.

Στην κύρια ανάλυση της μελέτης οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μια 45χρονη γυναίκα με διαβήτη και δείκτη μάζας σώματος 45 kg/m2 αποκτά 6,7 επιπλέον χρόνια προσδόκιμου επιβίωσης με την βαριατρική επέμβαση. Ωστόσο, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής μειώνεται όταν ο ΔΜΣ αυξάνεται πάνω από 62 kg/m2. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και για τους άνδρες και τις γυναίκες σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Η μελέτη πάντως δεν εξέτασε τις διαφορές που σχετίζονται με τη φυλή.


child-701645_1280.jpg

27 Απριλίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που μπορεί να αλλάξει τόσο τη ζωή του ασθενή όσο και των ατόμων γύρω του.

Πρόκειται για μια χρόνια νόσο όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που παράγεται από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος. Είναι απαραίτητη στο σώμα καθώς βοηθά στην απομάκρυνση της γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος και τη μετατροπή της σε απαραίτητη ενέργεια για ιστούς, όπως είναι οι μυς και ο εγκέφαλος.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, ο οποίος λέγεται και ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης, είναι γνωστός ως αυτοάνοση νόσος, που σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Στον διαβήτη τύπου 1 το σώμα παράγει μικρή ή καθόλου ποσότητα ινσουλίνης. Αυτή η έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί σε υψηλή γλυκόζη αίματος, η οποία είναι επίσης γνωστή ως υπεργλυκαιμία.

Ο χαρακτηρισμός του ως νεανικός διαβήτης οφείλεται στο γεγονός ότι κατά κανόνα εμφανίζεται σε άτομα νεότερης ηλικίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η εμφάνιση αυτής της μορφής σε μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.

Συνήθη συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1

Στα συνήθη συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 συγκαταλέγονται τα εξής:

– Υπερβολική δίψα
– Συχνή ενούρηση (π.χ. ούρηση στον ύπνο)
– Κόπωση, αδυναμία, υπνηλία
– Υπερβολική απώλεια βάρους σε μικρό χρονικό διάστημα χωρίς εμφανή λόγο
– Εύρεση σακχάρου στα ούρα
– Φρουτώδης οσμή («κετόνες») στο σώμα που περιγράφεται συχνά ως παρόμοια με την οσμή του μανό ή του χαλασμένου αχλαδιού

Η αντιμετώπιση

Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια διαρκής κατάσταση η οποία αντιμετωπίζεται με ισορροπημένη διατροφή, σωματική άσκηση και ενέσεις ινσουλίνης. Οι ενέσεις πρέπει να χορηγούνται σε καθημερινή βάση, διότι απαιτείται ένας αριθμός ενέσεων προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος της γλυκόζης αίματος. Στην εκάστοτε περίπτωση ενδέχεται να χορηγηθούν περισσότεροι από έναν τύποι ινσουλίνης.

Ο γιατρός σας, ανάλογα την περίπτωση, θα σας συμβουλεύσει σχετικά με το πότε θα πρέπει να αρχίσει το παιδί να λαμβάνει τις ενέσεις ινσουλίνης καθώς και πόση ινσουλίνη χρειάζεται.

Παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος

Είναι σημαντικό οι γονείς του παιδιού με διαβήτη να παρακολουθούν κανονικά τα επίπεδα γλυκόζης αίματος προκειμένου να βοηθήσουν στη ρύθμιση της νόσου. Η παρακολούθηση της γλυκόζης αίματος δείχνει εάν η ινσουλίνη του παιδιού λειτουργεί, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η σωματική δραστηριότητα και οι τροφές που τρώει επηρεάζουν τα επίπεδα.

Ο έλεγχος είναι πιθανό να χρειαστεί να γίνεται τέσσερις φορές την ημέρα – πριν από το κάθε γεύμα και πριν από την ώρα του ύπνου. Ορισμένες φορές μπορεί επίσης να χρειαστεί και μετά από το γεύμα, μετά από τη σωματική δραστηριότητα ή κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Η πραγματοποίησή του γίνεται με ειδικό μετρητή, στον οποίο τοποθετείται μια ταινία εξέτασης. Ο χρήστης στη συνέχεια θα πρέπει να τσιμπήσει το δάκτυλο του παιδιού και να τοποθετήσει μια σταγόνα αίματος στην ταινία εξέτασης. Ο μετρητής με τη σειρά του θα δείξει την ένδειξη της γλυκόζης αίματος.

Τα ιδανικά αποτελέσματα

Ο γιατρός θα ενημερώσει για τους στόχους που θα πρέπει να επιτευχθούν όσον αφορά τα αποτελέσματα, καθώς και για τις καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν όταν υπάρχει έλλειψη ισορροπίας σε ειδικούς παράγοντες, όπως η σωστή προσαρμογή στη δόση της ινσουλίνης, στην ποσότητα τροφής και στη σωματική δραστηριότητα.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, ιδανική θεωρείται η επίτευξη των ακόλουθων μακροχρόνιων στόχων της γλυκόζης αίματος:

– Πριν από το γεύμα τα επίπεδα θα πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 4,0 και 8,0 mmol/L (72 -144 mg/dL).
– Δύο ώρες μετά από το γεύμα τα επίπεδα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 10,0 mmol/L (180 mg/dL).
– Κατά την ώρα του ύπνου τα επίπεδα θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τα 180 mg/dL.

Να σημειωθεί ότι οι στόχοι αυτοί μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθούν, καθώς και ότι το παιδί ενδεχομένως δεν θα επιτύχει αυτά τα επίπεδα όταν ξεκινά να χρησιμοποιεί την ινσουλίνη. Εάν όμως συνεχίζει η δυσκολία αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε είναι σημαντική η επικοινωνία με τον γιατρό.


cigarette-599485_1280.jpg

22 Απριλίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0
Γράφει η Δ. Καραγιάννη, παθολόγος-διαβητολόγος και διδάκτωρ Ιατρικής του Δ.Π.Θ.

 

Το απειλητικό δίδυμο διαβήτης κάπνισμα δεν αντιμετωπίζεται με αντικαπνιστική υστερία αλλά με καλά οργανωμένη και πολυεπίπεδη αντικαπνιστική εκστρατεία, όχι ενάντια στους διαβητικούς καπνιστές, αλλά ενάντια στην άγνοια των κινδύνων που διατρέχουν.

Τα τελευταία χρόνια οι μη καπνιστές απολαμβάνουν τον κοινωνικό σεβασμό που δικαιούνται. Οι παθητικοί καπνιστές είναι σεβαστοί, οι αντιπαθητικοί αντικαπνιστές όμως όχι. Συχνά τα αντικαπνιστικά μηνύματα συνθήματα και μέτρα ανάβουν περισσότερα τσιγάρα κι ακόμα περισσότερες αντιδράσεις οδηγώντας σε απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Η καλοπροαίρετη ενημέρωση και η κινητοποίηση των διαβητικών ατόμων γύρω από τις συνέπειες του καπνίσματος υπόσχεται καλύτερους καρπούς και συνειδητές αποφάσεις. Η διακοπή του καπνίσματος είναι ΕΠΙΛΟΓΗ του διαβητικού, όχι ΕΠΙΒΟΛΗ του διαβητολόγου. Είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑ για περισσότερη και καλύτερη ζωή, όχι ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ για πειθαρχία σε απαγορεύσεις.

Η σχέση μεταξύ καπνίσματος και διαβήτη έγινε πρόσφατα στόχος πολλών επιστημονικών ερευνών και θέμα αρκετών δημοσιεύσεων. Συνοπτικά, τα συμπεράσματα είναι:

– Το κάπνισμα, είτε ενεργητικό είτε παθητικό, αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη.
– Στα διαβητικά άτομα το κάπνισμα έχει δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη ρύθμιση του διαβήτη όσο και στις διαβητικές επιπλοκές.

Για την καλή ρύθμιση του διαβήτη συχνά υπογραμμίζεται και υπερτονίζεται ο ρόλος της διατροφής -και κυρίως των υδατανθράκων- και της άσκησης. Όμως αρκετά επιστημονικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι το κάπνισμα συχνά δυσκολεύει τη ρύθμιση και συνδυάζεται με ψηλότερες τιμές γλυκόζης και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c.

Αυτό αποδίδεται στο ότι η νικοτίνη και αρκετά από τα 4.000 χημικά συστατικά του τσιγάρου μειώνουν την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας ή /και προκαλούν αντίσταση στην ινσουλίνη του οργανισμού με αποτέλεσμα τη δυσκολία χρησιμοποίησης και δράσης της. Συνεπώς, η τήρηση των οδηγιών διατροφής και διαβίωσης δεν αρκεί για την ιδανική ρύθμιση εάν αντιρροπείται από το κάπνισμα.

Το κάπνισμα όμως δεν επιβαρύνει μόνο τη ρύθμιση αλλά και τις διαβητικές επιπλοκές με μηχανισμούς ανεξάρτητους από τη ρύθμιση. Ειδικότερα, επιταχύνει και επιβαρύνει:

α) τα καρδιαγγειακά νοσήματα (στηθάγχη, εμφράγματα, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, ανευρύσματα) που σε άνδρες διαβητικούς και καπνιστές είναι συχνότερα κατά 2-3 φορές συγκριτικά με διαβητικούς μη-καπνιστές, ενώ σε γυναίκες διαβητικές και καπνίστριες είναι συχνότερα κατά 3-5 φορές.
β) την τάση για θρομβώσεις
γ) την αρτηριακή υπέρταση
δ) τη διαβητική νεφροπάθεια (προσβολή των νεφρών)
ε) τη διαβητική νευροπάθεια (προσβολή των νεύρων, κυρίως των περιφερικών)
στ) τη διαβητική αμφισβληστροειδοπάθεια (προσβολή των ματιών)

Το κάπνισμα επίσης μειώνει ακόμη περισσότερο την ήδη χαμηλή – λόγω διαβήτη – HDL χοληστερίνη («καλή»= καρδιοπροστατευτική) και επομένως αυξάνει την αθηροσκλήρωση και τη στένωση αρτηριών, όπως των καρωτίδων που αρδεύουν τον εγκέφαλο και των αρτηριών που αρδεύουν τα κάτω άκρα.

Πηγή: Διαβητολογικό – Παθολογικό Ιατρείο



ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ




Κλείτσας Άγγελος Παθολόγος Καλαμαριά - Σήμα αναγνώρισης ασθενών από Doctoranytime



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.



Web design by Siteworks



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved. Web design by Siteworks