Blog

diet-398613_1280.jpg

Η παχυσαρκία αποτελεί έναν γνωστό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καταστάσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για την υγεία εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα.

Υπάρχουν ωστόσο μελέτες οι οποίες έχουν δείξει ότι οι υπέρβαροι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο ζουν περισσότερο από τους ασθενείς με φυσιολογικό βάρος, που έχουν επίσης καρδιαγγειακά νοσήματα.

Για να ελεγχθεί αν το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τους ασθενείς με διαβήτη, οι ερευνητές παρακολούθησαν περισσότερους από 10.500 ασθενείς, διάμεσης ηλικίας 63 ετών με διαβήτη τύπου 2 και χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Στη μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Annals of Internal Medicine, οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για ένα μέσο χρονικό διάστημα 10.6 χρόνων και καταγράφηκαν τα καρδιαγγειακά συμβάματα και η θνησιμότητα κάθε αιτιολογίας.

Οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι ασθενείς είχαν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα, αλλά όσοι ήταν υπέρβαροι είχαν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης σε σύγκριση με εκείνους που ήταν ελλιποβαρείς ή είχαν φυσιολογικό βάρος. Οι ελλιποβαρείς ασθενείς είχαν γενικά την χειρότερη πρόγνωση. Τα αίτια του θανάτου όμως δεν ήταν διαθέσιμα στους μελετητές.

Οι συγγραφείς προσφέρουν μερικές πιθανές αιτίες για το παράδοξο της παχυσαρκίας στο διαβήτη τύπου 2. Πρώτον, ο διαβήτης τύπου 2 που προκαλείται από τη μεταβολική «καταπόνηση» της παχυσαρκίας μπορεί ουσιαστικά να διαφέρει από εκείνον που αναπτύσσεται με την απουσία της παχυσαρκίας. Δεύτερον, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χαμηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση καπνού και οινοπνεύματος, συμβάλλοντας τόσο για την ανάπτυξη του διαβήτη όσο και για το χαμηλότερο ΔΜΣ. Τέλος, οι παχύσαρκοι ασθενείς μπορεί να είναι πιο πιθανό να ελεγχθούν νωρίτερα για τον διαβήτη, οδηγώντας σε πιο έγκαιρη διάγνωση.

Οι ερευνητές πάντως προειδοποιούν ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν υποδηλώνουν ένα ιδανικό ΔΜΣ και δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει τους ασθενείς από την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής.

Ann Intern Med. 2015;162(9):610-8.


Diabetes-board.png

7 Οκτωβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η ομαριγλιπτίνη, ένας υπό δοκιμή αναστολέας της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης – 4 (DPP-4) που χορηγείται μία φορά την εβδομάδα σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, παρουσίασε παρόμοια μείωση των αρχικών τιμών της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) με τη σιταγλιπτίνη, η οποία χορηγείται άπαξ ημερησίως, επιτυγχάνοντας έτσι το πρωτεύον τελικό σημείο αποτελεσματικότητας σε κλινική μελέτη τελικού σταδίου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε η φαρμακευτική MSD, η συγκριτική μελέτη σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει την εβδομαδιαία θεραπεία με ομαριγλιπτίνη 25 mg σε σύγκριση με την ημερησία χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης, ενός άλλου αναστολέα DPP-4 της ίδιας εταιρείας, που χορηγείται ευρέως σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάσθηκαν σε προφορική ανακοίνωση που έγινε στο πλαίσιο της 51ης Ετήσιας Συνάντησης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για την Μελέτη του Διαβήτη (EASD).

«Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελεί μία χρόνια και εξελισσόμενη νόσο, η οποία αφορά περίπου 387 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο κι ο αριθμός αυτός συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτατα. Πολλοί άνθρωποι δεν βρίσκονται ακόμα στα συνιστώμενα επίπεδα γλυκόζης αίματος, γεγονός το οποίο τονίζει τη σημασία των εξατομικευμένων στόχων επιπέδων γλυκόζης αίματος και των πολλαπλών θεραπευτικών επιλογών», δήλωσε ο Sam Engel, αντιπρόεδρος του τμήματος της MSD για τις Κλινικές Έρευνες στο Διαβήτη και την Ενδοκρινολογία. «Η ομαριγλιπτίνη έχει τη δυναμική να αποτελέσει μία σημαντική θεραπευτική επιλογή, ιδιαίτερα για εκείνους που προτιμούν να λαμβάνουν τη θεραπεία τους μόνο μία φορά την εβδομάδα».

Η ομαριγλιπτίνη έλαβε προ ημερών έγκριση κυκλοφορίας στην Ιαπωνία μετά την εξέταση της σχετικής αίτησης που είχε υποβάλλει η MSD στον Ιαπωνικό Οργανισμό Φαρμάκων και Ιατρικών Συσκευών το Νοέμβριο του 2014. Όσον αφορά την αγορά των ΗΠΑ, η εταιρεία σχεδιάζει να υποβάλει αίτηση έγκρισης στις ρυθμιστικές αρχές στα τέλη του 2015.

Το πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης για την ομαριγλιπτίνη «O-QWEST» (Omarigliptin Q Weekly Efficacy and Safety in Type 2 Diabetes) περιλαμβάνει 10 κλινικές δοκιμές φάσης 3, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 8.000 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Η μελέτη

Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη διπλά τυφλή μελέτη μη κατωτερότητας φάσης 3, στο πλαίσιο της οποίας αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ανεκτικότητα στην χορήγηση 25 mg ομαριγλιπτίνης μία φορά την εβδομάδα, σε σύγκριση με την ημερήσια χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (n=642), οι οποίοι είχαν ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους με μετφορμίνη.

Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η μη-κατωτερότητα της ομαριγλιπτίνης έναντι της σιταγλιπτίνης στην ελάττωση των τιμών της HbA1c, από την έναρξη της μελέτης μέχρι την 24η εβδομάδα. Στην αρχή της μελέτης η τιμή της HbA1c ήταν περίπου 7,5% και στις δύο ομάδες. Ο μέσος όρος των επιπέδων γλυκόζης πλάσματος νηστείας κατά την έναρξη της μελέτης ήταν επίσης παρόμοιος και στις δύο ομάδες θεραπείας.

Η μελέτη πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μη-κατωτερότητας σε ό,τι αφορά τη μείωση των τιμών της HbA1c με ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με τη σιταγλιπτίνη στις 24 εβδομάδες. Την 24η εβδομάδα οι ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν ομαριγλιπτίνη, εμφάνισαν μείωση της HbA1c κατά μέσο όρο 0,47% σε σχέση με τις αρχικές τιμές, έναντι της μέσης μείωσης της τάξεως του 0,43% στους ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη, με τη διαφορά μεταξύ αυτών των ομάδων να είναι 0,03 (95% CI [-0.15, 0.08]). Στους ασθενείς της προκαθορισμένης υποομάδας με υψηλή αρχική HbA1c της τάξεως του 8% ή και περισσότερο, η θεραπεία με ομαριγλιπτίνη κατέληξε σε μειώσεις της τάξεως του 0,79% σε σύγκριση με το 0,71% για τη σιταγλιπτίνη (διαφορά = 0,08%, 95% CI [-0.37, 0.21]).

Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τους στόχους τιμών της HbA1c ήταν παρόμοιο και για την ομαριγλιπτίνη και για τη σιταγλιπτίνη. Στις 24 εβδομάδες το 51% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν ομαριγλιπτίνη πέτυχαν τιμή HbA1c μικρότερη του 7%, σε σύγκριση με το 49% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη (p=0,334). Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τιμές HbA1c μικρότερες του 6,5% ήταν επίσης παρόμοιο και στις δύο ομάδες: 27% για την ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με το 23% για τη σιταγλιπτίνη (p=0.219). Η γλυκόζη πλάσματος νηστείας ελαττώθηκε κατά 0.8 mmol/L σε σχέση με τα αρχικά επίπεδα στην ομάδα της ομαριγλιπτίνης και 0.5 mmol/L στην ομάδα τη σιταγλιπτίνης, με τη διαφορά μεταξύ των ομάδων να ανέρχεται στα 0.2 mmol/L (p= 0.089).

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Τα ποσοστά εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων και ανεπιθύμητων ενεργειών σχετιζόμενων με τα φάρμακα, καθώς και τα ποσοστά διακοπής της θεραπείας ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες.

Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιελάμβαναν διάρροια (0,9% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), γριπώδη συνδρομή (0,3% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,2% % για τη σιταγλιπτίνη), λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (4% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 3,8% για τη σιταγλιπτίνη), ουρολοιμώξεις (1,2% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), αύξηση της λιπάσης (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 4,1% για τη σιταγλιπτίνη) και οσφυαλγία (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 0,6% για τη σιταγλιπτίνη).

Τα ανεπιθύμητα επεισόδια υπογλυκαιμίας (συμπτωματικής και ασυμπτωματικής) αναφέρθηκαν σε ποσοστό 3,7% για την ομάδα της ομαριγλιπτίνης (με αναφορά ενός σοβαρού επεισοδίου υπογλυκαιμίας) και 4,7% για την ομάδα της σιταγλιπτίνης.

Πηγή: pmjournal.gr


health-621356_12801.jpg

16 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η αυξημένη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως τύπου 2 διαβήτη, αναφέρουν επιστήμονες από τη Δανία, οι οποίοι πραγματοποίησαν μελέτη σε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο εθελοντές.

Όπως γράφουν στην «Επιθεώρηση Κλινικής Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού» (JCEM), εξέτασαν τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων των τελευταίων δεκαετιών σε 170.504 πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη και 1.364.008 υγιείς συνομηλίκους τους.

Όπως διαπίστωσαν, όσο περισσότερα αντιβιοτικά είχαν πάρει στο μεσοδιάστημα οι εθελοντές, τόσο πιθανότερο ήταν να πάσχουν από διαβήτη.

Στην πραγματικότητα οι εθελοντές που είχαν λάβει πέντε ή περισσότερους κύκλους αντιβιοτικής αγωγής είχαν κατά 53% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν τύπου 2 διαβήτη, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν λάβει καθόλου αντιβιοτικά.

Οι ερευνητές από το Κέντρο Έρευνας του Διαβήτη του Νοσοκομείου Gentofte στην Κοπεγχάγη σημειώνουν στο άρθρο τους πως ο αυξημένος κίνδυνος ήταν εμφανής έως και 15 χρόνια πριν από την διάγνωση του διαβήτη.

Οι επιστήμονες εικάζουν ότι τα πολλά αντιβιοτικά αυξάνουν τον κίνδυνο διαβήτη επειδή διαταράσσουν την φυσιολογική χλωρίδα (τα ωφέλιμα βακτήρια) του εντέρου, με συνέπεια αλλαγές στην ευαισθησία στην ινσουλίνη και στην αντοχή στην γλυκόζη (σάκχαρο) – δύο αλλαγές που συχνά οδηγούν στον διαβήτη.

«Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι οι αντιβιοτικές θεραπείες μπορούν να επηρεάσουν τον μεταβολισμό του σακχάρου και της ινσουλίνης – και είναι πιθανό ό,τι είδαμε στα ζώα, να ισχύει και στους ανθρώπους», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ. Κρίστιαν Χάλλουντμπεκ Μίκκελσεν, προσθέτοντας ότι η νέα συσχέτιση αποτελεί έναν ακόμα λόγο για να παίρνουμε αντιβιοτικά μόνο όταν μας τα χορηγούν οι γιατροί.

Πηγή: ygeia.tanea.gr

 




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.