Blog

pexels-photo-259363.png

Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.

Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.

Οι παράγοντες κινδύνου ποικίλουν, ωστόσο αυξημένο (σε ποσοστό έως και 14%) έχουν μεταξύ άλλων οι περιπτώσεις όπου η έγκυος είναι ηλικίας άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 ετών, έχει παχυσαρκία ή αυξάνεται υπερβολικά το βάρος της κατά τη διάρκεια της κύησης ή ακόμη έχει ιστορικό που σχετίζεται με τη νόσο.

Ο –μη ρυθμισμένος– σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης αυξάνει τους κινδύνους για εμφάνιση επιπλοκών τόσο στο έμβρυο όσο και στη μητέρα (όπως η ανάπτυξη υπέρτασης ή προεκλαμψίας) και για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρακολουθείται συχνά κατά τη διάρκειά της. Επίσης, μετά τον τοκετό θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση της μητέρας, διότι υπολογίζεται ότι 40% των γυναικών αυτών μπορεί να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ασυμπτωματική νόσος

Το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη εγκυμοσύνης δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται.

Ένας απλός τρόπος είναι κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας και τη λήψη τροφής, η λήψη 50 γραμμαρίων γλυκόζης και ο προσδιορισμός σακχάρου αίματος μια ώρα μετά. Αν τα επίπεδα σακχάρου του αίματος είναι υψηλότερα των 140 mg/dl, τότε πρέπει να γίνει μια εξέταση με την ονομασία «καμπύλη γλυκόζης» σύμφωνα με τις οδηγίες του ειδικού.

Οι επιπλοκές του διαβήτη κύησης

Ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης αυξάνει τον κίνδυνο για μια σειρά από επιπλοκές. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εμφάνιση υπερτασικής νόσου στη μητέρα, ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου, το υδράμνιο (πλεονάζον αμνιακό υγρό γύρω από το έμβρυο), η εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών και η μακροσωμία του εμβρύου.

Μετά τον τοκετό μπορεί επίσης να εμφανιστεί στη μητέρα υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, καθώς και σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας στο έμβρυο.

Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.

Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.

Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.


pexels-photo-57529.jpeg

Αυξημένο κίνδυνο ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων της κύησης, περιλαμβανομένου του νεογνικού θανάτου, έχουν οι γυναίκες με διαβήτη κύησης, σύμφωνα με γαλλική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Diabetologia.

Επιστημονική ομάδα του Νοσοκομείου Pitié-Salpêtrière, με επικεφαλής την Δρ Σοφι Ζακμινετ, μελέτησε στοιχεία που αφορούσαν 796.346 γεννήσεις που είχαν καταγραφεί στη Γαλλία το 2012. Στο δείγμα τελικά περιλαμβάνονταν 57.629 (7,24%) γυναίκες με διαβήτη κύησης.

Η διαβητική κατάσταση των γυναικών καθορίστηκε βάσει της χρήσης αντιδιαβητικών φαρμάκων ή ινσουλίνης και από τις διαγνώσεις που είχαν γίνει στα νοσοκομεία. Επίσης, στοιχεία που συνέδεαν τη μητέρα με το παιδί ήταν διαθέσιμα για 705.198 τοκετούς (88% επί του συνόλου).

Ο κίνδυνος ανεπιθύμητου αποτελέσματος ήταν δύο με τέσσερις φορές υψηλότερος στα βρέφη των γυναικών που έπασχαν από διαβήτη τύπου 2 πριν την κύηση, συγκριτικά με όσες είχαν διαβήτη κύησης.

Στη συνέχεια οι ερευνητές εστίασαν τη μελέτη στους τοκετούς μετά την 28η εβδομάδα κυοφορίας, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι γυναίκες είχαν διαγνωστεί με διαβήτη κύησης.

Ο αυξημένος κίνδυνος διαφόρων επιπλοκών στις γυναίκες με διαβήτη κύησης συγκριτικά με τις γυναίκες χωρίς διαβήτη κύησης ήταν: πρόωρου τοκετού 30%, καισαρικής τομής 40%, προεκλαμψίας/εκλαμψίας 70%, μακροσωμία 80%, αναπνευστική δυσφορία 10%, γεννητικό τραύμα 30% και καρδιακές δυσπλασίες 30%.

Κι ενώ αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες αφορούσαν τόσο γυναίκες που είχαν πάρει ινσουλίνη όσο και αυτές που έκαναν διατροφή για τον έλεγχο του διαβήτη κύησης, τελικά ο μεγαλύτερος κίνδυνος αφορούσε την ομάδα της ινσουλίνης. Κι αυτό γιατί αν ο διαβήτης χρειάζεται ινσουλίνη για αν ελεγχθεί σημαίνει ότι βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, με αποτέλεσμα γενικότερα μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών.

Όταν οι επιστήμονες περιόρισαν την έρευνα σε φυσιολογικούς τοκετούς μετά την 37η εβδομάδα κυοφορίας, διαπίστωσαν αυξημένο κίνδυνο νεογνικού θανάτου στις γυναίκες με διαβήτη κύησης. Μετά την εξαίρεση γυναικών που υπήρχε η υποψία ότι είχαν αδιάγνωστο διαβήτη τύπου 2 πριν κυοφορήσουν, ο κίνδυνος παρέμενε σημαντικά αυξημένος, στο 30%, μόνο στις γυναίκες που έλεγχαν τον διαβήτη κύησης με διατροφή. Αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι, οι γυναίκες που κάνουν διατροφή για τον διαβήτη κύησης τείνουν να γεννούν αργότερα και το έμβρυο να έχει εκτεθεί για περισσότερο χρόνο σε υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης.

«Η μελέτη αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι ο διαβήτης κύησης είναι μια πάθηση που σχετίζεται με αρνητικά αποτελέσματα στην εγκυμοσύνη και μάλιστα για όσες γυναίκες χρειάζεται να πάρουν ινσουλίνη κατά την κύηση. Ελπίζουμε υπό το φως των νέων αυτών δεδομένων να συμβάλλουν στην καλύτερη διαχείριση των συγκεκριμένων ασθενών, με το στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την μητέρα και το παιδί», αναφέρουν στα συμπεράσματα της μελέτης οι ερευνητές.

Πηγή: health.in.gr


pexels-photo-54289.jpeg

Ενώ είναι ήδη γνωστό ότι οι παχύσαρκες ή πάσχουσες από διαβήτη έγκυες γυναίκες είναι πιθανόν να γεννήσουν αφύσικα μεγάλα παιδιά, τώρα μια νέα μελέτη διαπιστώνει ότι αυτή η ταχεία εμβρυϊκή ανάπτυξη συμβαίνει από τα πρώιμα στάδια της εγκυμοσύνης.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου Diabetes Care, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, με επικεφαλής τον δρ. Γκορντον Σμιθ, παρατήρησαν ότι τα έμβρυα γυναικών με παχυσαρκία ή διαβήτη κύησης είναι ήδη υπερβολικά μεγάλα κατά τον έκτο μήνα της κύησης.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες ο έλεγχος των εγκύων για διαβήτη κύησης γίνεται συνήθως στις 24 εβδομάδες κυοφορίας. Έτσι, η νέα μελέτη θέτει το εύλογο ερώτημα μήπως ο έλεγχος γίνεται καθυστερημένα.

«Η μελέτη μας δείχνει ότι τα έμβρυα των παχύσαρκων γυναικών ήταν πιθανότερο να είναι υπερβολικά μεγάλα πέριξ της κοιλιακής χώρας ακόμα και κατά την 20η εβδομάδα κυοφορίας. Οι γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με διαβήτη κύησης είναι ανάλογα ευρήματα, αν και παρατηρήσαμε την ταχεία ανάπτυξη των εμβρύων λίγο αργότερα, στην 28η εβδομάδα της κύησης», εξηγεί ο δρ. Σμιθ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μελέτες έχουν ήδη τεκμηριώσει ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο μεγάλο σωματικό βάρος γέννησης και μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας, όπως παχυσαρκία και διαβήτη.

Οι βρετανοί ερευνητές μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 4.000 νέες μητέρες, τις οποίες είχαν θέσει υπό ιατρική παρακολούθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης. Πάνω από το 4% είχαν διαγνωστεί με διαβήτη κύησης κατά τη διάρκεια ή μετά την 28η εβδομάδα κυοφορίας.

Με υπερηχογραφικό έλεγχο ο δρ. Σμιθ και οι συνεργάτες του εντόπισαν πρώιμα σημάδια ταχείας εμβρυϊκής ανάπτυξης στις παχύσαρκες γυναίκες. Τα έμβρυα αυτά ήταν 63% πιθανότερο να έχουν αφύσικα μεγάλη κοιλιακή ανάπτυξη κατά την 20η εβδομάδα κυοφορίας, έναντι των εμβρύων γυναικών με χαμηλότερο σωματικό βάρος.

Όταν οι ερευνητές εστίασαν στις γυναίκες που τελικά διαγνώστηκαν με διαβήτη, τα έμβρυα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν πλεονάζουσα ανάπτυξη κατά την 28η εβδομάδα κυοφορίας, έναντι των γυναικών χωρίς διαβήτη.

Οι μητέρες που ήταν παχύσαρκες και πάσχουσες από διαβήτη είχαν τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα έμβρυα. Αυτά είχαν πενταπλάσιες πιθανότητες να έχουν πλεονάζουσα ανάπτυξη κατά την 28η εβδομάδα, συγκριτικά με έμβρυα γυναικών που δεν ήταν ούτε παχύσαρκες, ούτε πάσχουσες από διαβήτη.

Ο δρ. Σμιθ εξηγεί ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν ο πρώιμος έλεγχος για διαβήτη κύησης θα πρέπει να εφαρμοστεί ευρέως και κατά πόσο κάτι τέτοιο θα ωφελούσε γυναίκες και παιδιά.

Προς το παρόν λοιπόν οι ειδικοί συμβουλεύουν τις μέλλουσες μητέρες να προσέχουν περισσότερο το σωματικό τους βάρους, το πριν όσο και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ειδικά να είναι παχύσαρκες ή πάσχουν ήδη από διαβήτη.

Πηγή: Health.in.gr

pregnant-244662_12801-1024x678.jpg

17 Φεβρουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΔιαβήτης Κύησης0

Στην κύηση υπάρχει πιθανότητα να αναπτυχθεί Διαβήτης, ιδιαίτερα όταν η γυναίκα έχει αυξημένο βάρος, ή έχει ιστορικό Διαβήτη Κύησης σε προηγούμενη κύηση. Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο Diabetes Care, ότι αυτές οι γυναίκες μπορούν να μειώσουν την πιθανότητα να αναπτύξουν Διαβήτη Κύησης, με μέτριες αλλαγές στην καθημερινή τους συμπεριφορά.

Η δημοσίευση αφορούσε μια μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 293 γυναίκες που είχαν αυξημένο βάρος (ΒΜΙ>30), ή ιστορικό Διαβητικό Κύησης, σε προηγούμενη κύηση. Οι γυναίκες αυτές χωρίστηκαν σε δυο ομάδες. Η πρώτη ομάδα ακολούθησε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής και άσκησης, κατά τη διάρκεια της κύησης, με την βοήθεια ειδικών και διαιτολόγων. Η δεύτερη ομάδα ακολούθησε τη συνηθισμένη παρακολούθηση από τον γυναικολόγο.

Στις εβδομάδες 24η – 28η, οι γυναίκες υποβλήθηκαν σε καμπύλη γλυκόζης 75 γραμμαρίων, για να διαπιστωθούν αν υπάρχουν παθολογικές τιμές. τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες που ακολούθησαν το εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής και άσκησης ανέπτυξε Διαβήτη Κύησης σε ποσοστό 13,9%. Αντίθετα, οι γυναίκες που ακολούθησαν την συνηθισμένη διαδικασία ανέπτυξαν Διαβήτη Κύησης, σε ποσοστό 21,6%.

Τα δεδομένα αυτά δείχνουν, ότι οι γυναίκες που έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν Διαβήτη Κύησης, μπορούν να τον προλάβουν. Μια μέτρια προσαρμογή της διατροφής και αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, κατά τη διάρκεια της κύησης, μπορεί να απαλλάξει τις μισές τουλάχιστον γυναίκες από τον Διαβήτη.

Πηγή: smarthealth.gr

Pregnant-Pixabay1.jpg

Οι γυναίκες που εκδηλώνουν υπέρταση ή διαβήτη κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν αυτές τις παθήσεις και αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με ολλανδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Hypertension.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κέντρου της Ουτρέχτης, με επικεφαλής τον δρ. Καρστ Χέιντα, θέλησε να μελετήσει πως οι συγκεκριμένες επιπλοκές κύησης επιδρούν στη μετέπειτα ζωή της γυναίκας. Έθεσε υπό ιατρική παρακολούθηση περισσότερες από 22.000 γυναίκες όταν ήταν 27-29 ετών, και αφού είχαν γεννήσει το πρώτο τους παιδί.

Σχεδόν 6.200 γυναίκες (28%) είχαν υπέρτασης κύησης και σχεδόν 1.100 (5%) είχαν διαβήτη κύησης. Επίσης κατά τη διάρκεια της μελέτης εντοπίστηκαν περισσότερα από 2.500 καρδιαγγειακά επεισόδια, περιλαμβανομένων περίπου 1.500 που οφείλονταν σε καρδιακή νόσο και 720 σε εγκεφαλικό επεισόδιο.

Από την επεξεργασία των δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που είχαν υπέρταση κύησης είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν και μετέπειτα υπέρταση. Επίσης οι γυναίκες με υπέρταση κύησης είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιαγγειακή νόσο. Επιπλέον, οι γυναίκες που εκδήλωσαν διαβήτη κύησης είχαν τετραπλάσιο κίνδυνο να έχουν διαβήτη και αργότερα. Και μεταξύ των γυναικών που εκδήλωσαν διαβήτη ή υπέρταση μετέπειτα, οι παθήσεις είχαν εντοπιστεί νωρίτερα αν είχαν εκδηλωθεί και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Να σημειωθεί ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διαγνώστηκαν πάλι με υπέρταση περίπου σε ηλικία 44 ετών κατά μέσο όρο, δηλαδή οκτώ χρόνια νωρίτερα από τις γυναίκες που εκδήλωσαν υπέρταση άσχετη με την εγκυμοσύνη. Επίσης, οι γυναίκες που είχαν διαβήτη κύησης διαγνώστηκαν και πάλι με διαβήτη τύπου ΙΙ, περίπου όταν ήταν 53 ετών, δηλαδή και πάλι οκτώ χρόνια νωρίτερα από γυναίκες χωρίς ανάλογο ιστορικό κύησης.

«Αν κατανοήσουμε ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης υπέρτασης και υποκείμενης καρδιαγγειακής νόσου και ότι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου ΙΙ αργότερα, τότε μπορούμε να ανασχεδιάσουμε τα προγράμματα ελέγχου υγείας ώστε να εντοπίζουμε εγκαίρως τις ομάδες υψηλού κινδύνου», σημειώνει ο δρ. Χέιντα.

Ο ερευνητής προσθέτει ότι οι γυναίκες μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο τέτοιων επιπλοκών κατά την κύηση, ξεκινώντας με ένα υγιές βάρος την εγκυμοσύνη και βελτιώνοντας τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους.

Πηγή: health.in.gr




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.