Blog

HSP_15607_CornPlaster_Application_no_packaging_PR_Screen.jpg

9 Οκτωβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η διαβητική νευροπάθεια είναι μια επιπλοκή που προκαλείται από τον σακχαρώδη διαβήτη, μια χρόνια μεταβολική νόσο όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Η λειτουργία των νεύρων στην περίπτωση που εκδηλωθεί η σοβαρή αυτή επιπλοκή, επηρεάζεται με αποτέλεσμα να μη μεταδίδουν σωστά τους ερεθισμούς από το σώμα προς τον εγκέφαλο. Προκαλείται έτσι μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος.

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη οι οποίοι δεν ελέγχουν κανονικά τη γλυκόζη στο αίμα τους για να την διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα, διατρέχουν περισσότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν διαβητική νευροπάθεια.

Συμπτώματα

Η διαβητική νευροπάθεια μπορεί να επηρεάσει πολλά σημεία και λειτουργίες του σώματος. Σε πολλές περιπτώσεις δημιουργείται μούδιασμα με απώλεια της αίσθησης και οδυνηρό μυρμήγκιασμα στα μέρη του σώματος, που επηρεάζονται από το νεύρο που πάσχει.

Στα συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνονται:

– Μούδιασμα στα πόδια και στα δάκτυλα
– Πληγές –συνήθως στα πόδια– που δημιουργούνται από κοψίματα ή τραύματα που δεν επουλώνονται εύκολα, αλλά και δεν προκαλούν τόσο πόνο όσο θα αναμενόταν
– Μείωση της δύναμης και της αίσθησης σε διάφορα μέρη του σώματος
– Διάρροια ή δυσκοιλιότητα που οφείλονται στις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλεί η νευροπάθεια στο έντερο
– Προβλήματα και δυσκολίες της στύσης στους άνδρες

Τα άτομα που έχουν προσβληθεί από διαβητική νευροπάθεια δεν νιώθουν κανονικά τον πόνο στην περιοχή που έχει επηρεαστεί. Εάν πληγωθούν ή τραυματιστούν στο σημείο που επηρεάστηκε δεν το αντιλαμβάνονται διότι απουσιάζει το χρήσιμο για την περίπτωση μήνυμα που στέλλει ο πόνος.

Επιπρόσθετα, μπορεί να δημιουργηθεί μυϊκή ατροφία και σταδιακά να υπάρξει δυσκολία στο περπάτημα. Το δέρμα στα πόδια αδυνατίζει και μπορεί να δημιουργήσει ραγάδες που εξελίσσονται σε πληγές. Εάν οι πληγές που αναπτύσσονται στο μέρος του σώματος που επηρεάζεται από τη διαβητική νευροπάθεια μολυνθούν και χειροτερεύσουν είναι δύσκολο να αποθεραπευτούν. Το αποτέλεσμα αυτό κάποια στιγμή μπορεί να οδηγήσει στον ακρωτηριασμό.

Πρόληψη

Όπως ισχύει σε όλα τα προβλήματα υγείας, η καλύτερη θεραπεία της διαβητικής νευροπάθειας είναι η πρόληψη. Ο καλός μεταβολικός έλεγχος του διαβήτη, η επίτευξη δηλαδή τιμών σακχάρου αίματος νηστείας ή μετά τα γεύματα που να προσεγγίζουν κατά το δυνατό τις αντίστοιχες τιμές των μη διαβητικών ατόμων, αποτελεί σημαντικό στοιχείο αποφυγής επιπλοκών.

Ακόμη και στη θεραπεία όμως κάθε μορφής διαβητικής νευροπάθειας η άριστη ρύθμιση του διαβήτη αποτελεί τον κοινό παρανομαστή των θεραπευτικών σχημάτων. Χορηγούνται επίσης αναλγητικά ή και άλλα φάρμακα κατά περίπτωση, ενώ το άτομο θα πρέπει επίσης να σταματήσει την κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα. Τέλος, συνίσταται να μην παραλείπεται ο προληπτικός έλεγχος, συνήθως κάθε χρόνο, διότι η αντιμετώπιση είναι ευκολότερη όσο πιο νωρίς αποκαλυφθούν οι τυχόν βλάβες.


Blood-Sugar.jpg

11 Σεπτεμβρίου, 2017 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα, το απλό δηλαδή σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του  οργανισμού. Αναπτύσσεται όταν το σώμα δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η υπογλυκαιμία είναι μία από τις καταστάσεις που θα πρέπει να προσέξει ένας διαβητικός. Εκδηλώνεται όταν το σάκχαρο του αίματος πέφτει κάτω από 70ml/dl μαζί με μια σειρά από ορισμένα συμπτώματα: πείνα, εφίδρωση, πονοκέφαλος, ζάλη, θολή όραση, τρέμουλο, ναυτία, ταχυκαρδία, υπνηλία, έλλειψη συγκέντρωσης, νευρικότητα, συμπεριφορά μεθυσμένου, αδυναμία και ξαφνική κούραση. Τα συμπτώματα αυτά είναι τα πιο κοινά, ωστόσο μπορεί να ποικίλουν από άτομο σε άτομο.

Στην περίπτωση της υπογλυκαιμίας ο ασθενής μπορεί να εφαρμόσει τον λεγόμενο «κανόνα του 15» για να την αντιμετωπίσει, χωρίς όμως να φτάσει στο άλλο άκρο, την υπεργλυκαιμία:

1. Μετρήστε το σάκχαρό σας και βεβαιωθείτε ότι η τιμή είναι κάτω από 70ml/dl, γιατί πολλές φορές τα συμπτώματα δεν είναι πάντα αντιληπτά.
2. Καταναλώστε αμέσως 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα.
3. Περιμένετε 15 λεπτά και μετρήστε ξανά το σάκχαρό σας. Αν και πάλι το σάκχαρο αίματος είναι κάτω από 70ml/dl καταναλώστε άλλα 15 γρ. γρήγορου υδατάνθρακα και ξαναπάτε στο βήμα 1.

Γρήγοροι υδατάνθρακες είναι εκείνοι που ανεβάζουν πολύ γρήγορα το σάκχαρο. Τα 15γρ γρήγορου υδατάνθρακα αντιστοιχούν στα εξής:

– Δεκαπέντε γραμμάρια λευκή ζάχαρη ή μέλι (3 κουταλάκια του γλυκού ή 1 κουταλιά της σούπας ή 2 – 3 φακελάκια)
– Μισό ποτήρι χυμό (120ml)
– Τρία με τέσσερα δισκία γλυκόζης (κάθε δισκίο περιέχει 4γρ.)
– Μισό κουτάκι αναψυκτικό με προσθήκη ζάχαρης
– Ένα αθλητικό ποτό (1 κουτάκι περιέχει περίπου 16γρ.)

Για άμεση αντιμετώπιση μιας σοβαρής υπογλυκαιμίας χορηγείται 1mg γλυκαγόνης ενδομυϊκά ή υποδόρια. Συνεπώς είναι σημαντικό οι φίλοι και η οικογένεια του ατόμου να μπορούν να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, καθώς και να γνωρίζουν πώς να την αντιμετωπίσουν.

Photo credit: Freepik


17337713225_85ef5a039c_b.jpg

Πολλοί άνθρωποι ενδεχομένως γνωρίζουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια δια βίου νόσος η οποία μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι να θεραπευτεί πλήρως. Οι ασθενείς χρειάζεται να ξεκινήσουν – παράλληλα με τη λήψη ειδικών φαρμάκων – έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, εντάσσοντας στην καθημερινότητά τους τη σωματική άσκηση και την υγιεινή διατροφή, ώστε να ελέγξουν μια νόσο που σε πολλές περιπτώσεις είναι προοδευτική.

Νέα δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι υποχρεωτικά προς το χειρότερο, καθώς έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο διαβήτης κατάφερε να υποστρέψει τόσο ώστε να μην χρειάζονται φάρμακα.

Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους. Σπάνια έχει επίσης αναφερθεί και σε άτομα που έχουν κάνει μόνο αλλαγές στον τρόπο ζωής. Έτσι, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μην είναι ο μόνος δρόμος για την ύφεση της νόσου.

Στις περιπτώσεις όπου οι μετρήσεις των επιπέδων του σακχάρου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είναι χαμηλότερες των ενδείξεων του διαβήτη, το οποίο επιτεύχθηκε χωρίς τη λήψη φαρμάκων ή τη χειρουργική επέμβαση, τότε κάνουμε λόγο για υποστροφή του διαβήτη.

Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (American Diabetes Association) έχει εκδώσει τους παρακάτω ορισμούς:

– Μερική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας από 100 μέχρι 125mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 6,0% μέχρι 6,5% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Ολική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 6,0% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Παρατεινόμενη υποστροφή υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL, ή γλυκοζυλιωμένη μικρότερη από 6.0% για 5 χρόνια χωρίς φάρμακα.

Ποιος μπορεί να πετύχει υποστροφή του διαβήτη

Το ποιος μπορεί να πετύχει μερική ή ολική υποστροφή του διαβήτη δεν έχει απαντηθεί ακόμα από την ιατρική κοινότητα, ωστόσο η έρευνα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σύμφωνα πάντως με τις σημερινές ενδείξεις, υποστροφή του διαβήτη δεν μπορούν να πετύχουν όσοι έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 1, αλλά είναι πιθανό για όσους έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 2.

Μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν όσοι έχουν πρόσφατη διάγνωση διαβήτη, έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, είναι νέα ή μεσήλικα άτομα, δεν έχουν άλλα νοσήματα ή επιπλοκές από τη νόσο και ακολουθούν τις οδηγίες για τη ρύθμισή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια για ρύθμιση του σακχάρου και απώλεια βάρους μπορεί να φρενάρει την εξέλιξη του διαβήτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η φαρμακευτική αγωγή στο μέλλον, αλλά και ότι μπορεί να αντιστραφεί η πορεία του, δηλαδή να πετύχουμε καλύτερη ρύθμιση με λιγότερα φάρμακα.

Photo credit: davis.steve32 via Foter.com / CC BY

Pregnant-Pixabay1.jpg

Οι γυναίκες που εκδηλώνουν υπέρταση ή διαβήτη κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να έχουν αυτές τις παθήσεις και αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με ολλανδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Hypertension.

Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημιακού Ιατρικού Κέντρου της Ουτρέχτης, με επικεφαλής τον δρ. Καρστ Χέιντα, θέλησε να μελετήσει πως οι συγκεκριμένες επιπλοκές κύησης επιδρούν στη μετέπειτα ζωή της γυναίκας. Έθεσε υπό ιατρική παρακολούθηση περισσότερες από 22.000 γυναίκες όταν ήταν 27-29 ετών, και αφού είχαν γεννήσει το πρώτο τους παιδί.

Σχεδόν 6.200 γυναίκες (28%) είχαν υπέρτασης κύησης και σχεδόν 1.100 (5%) είχαν διαβήτη κύησης. Επίσης κατά τη διάρκεια της μελέτης εντοπίστηκαν περισσότερα από 2.500 καρδιαγγειακά επεισόδια, περιλαμβανομένων περίπου 1.500 που οφείλονταν σε καρδιακή νόσο και 720 σε εγκεφαλικό επεισόδιο.

Από την επεξεργασία των δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που είχαν υπέρταση κύησης είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν και μετέπειτα υπέρταση. Επίσης οι γυναίκες με υπέρταση κύησης είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρδιαγγειακή νόσο. Επιπλέον, οι γυναίκες που εκδήλωσαν διαβήτη κύησης είχαν τετραπλάσιο κίνδυνο να έχουν διαβήτη και αργότερα. Και μεταξύ των γυναικών που εκδήλωσαν διαβήτη ή υπέρταση μετέπειτα, οι παθήσεις είχαν εντοπιστεί νωρίτερα αν είχαν εκδηλωθεί και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Να σημειωθεί ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διαγνώστηκαν πάλι με υπέρταση περίπου σε ηλικία 44 ετών κατά μέσο όρο, δηλαδή οκτώ χρόνια νωρίτερα από τις γυναίκες που εκδήλωσαν υπέρταση άσχετη με την εγκυμοσύνη. Επίσης, οι γυναίκες που είχαν διαβήτη κύησης διαγνώστηκαν και πάλι με διαβήτη τύπου ΙΙ, περίπου όταν ήταν 53 ετών, δηλαδή και πάλι οκτώ χρόνια νωρίτερα από γυναίκες χωρίς ανάλογο ιστορικό κύησης.

«Αν κατανοήσουμε ότι οι γυναίκες με υπέρταση κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης υπέρτασης και υποκείμενης καρδιαγγειακής νόσου και ότι γυναίκες με διαβήτη κύησης έχουν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου ΙΙ αργότερα, τότε μπορούμε να ανασχεδιάσουμε τα προγράμματα ελέγχου υγείας ώστε να εντοπίζουμε εγκαίρως τις ομάδες υψηλού κινδύνου», σημειώνει ο δρ. Χέιντα.

Ο ερευνητής προσθέτει ότι οι γυναίκες μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο τέτοιων επιπλοκών κατά την κύηση, ξεκινώντας με ένα υγιές βάρος την εγκυμοσύνη και βελτιώνοντας τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους.

Πηγή: health.in.gr


Diabetes-board.png

7 Οκτωβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η ομαριγλιπτίνη, ένας υπό δοκιμή αναστολέας της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης – 4 (DPP-4) που χορηγείται μία φορά την εβδομάδα σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, παρουσίασε παρόμοια μείωση των αρχικών τιμών της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) με τη σιταγλιπτίνη, η οποία χορηγείται άπαξ ημερησίως, επιτυγχάνοντας έτσι το πρωτεύον τελικό σημείο αποτελεσματικότητας σε κλινική μελέτη τελικού σταδίου.

Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε η φαρμακευτική MSD, η συγκριτική μελέτη σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει την εβδομαδιαία θεραπεία με ομαριγλιπτίνη 25 mg σε σύγκριση με την ημερησία χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης, ενός άλλου αναστολέα DPP-4 της ίδιας εταιρείας, που χορηγείται ευρέως σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάσθηκαν σε προφορική ανακοίνωση που έγινε στο πλαίσιο της 51ης Ετήσιας Συνάντησης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για την Μελέτη του Διαβήτη (EASD).

«Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελεί μία χρόνια και εξελισσόμενη νόσο, η οποία αφορά περίπου 387 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο κι ο αριθμός αυτός συνεχίζει να αυξάνεται ταχύτατα. Πολλοί άνθρωποι δεν βρίσκονται ακόμα στα συνιστώμενα επίπεδα γλυκόζης αίματος, γεγονός το οποίο τονίζει τη σημασία των εξατομικευμένων στόχων επιπέδων γλυκόζης αίματος και των πολλαπλών θεραπευτικών επιλογών», δήλωσε ο Sam Engel, αντιπρόεδρος του τμήματος της MSD για τις Κλινικές Έρευνες στο Διαβήτη και την Ενδοκρινολογία. «Η ομαριγλιπτίνη έχει τη δυναμική να αποτελέσει μία σημαντική θεραπευτική επιλογή, ιδιαίτερα για εκείνους που προτιμούν να λαμβάνουν τη θεραπεία τους μόνο μία φορά την εβδομάδα».

Η ομαριγλιπτίνη έλαβε προ ημερών έγκριση κυκλοφορίας στην Ιαπωνία μετά την εξέταση της σχετικής αίτησης που είχε υποβάλλει η MSD στον Ιαπωνικό Οργανισμό Φαρμάκων και Ιατρικών Συσκευών το Νοέμβριο του 2014. Όσον αφορά την αγορά των ΗΠΑ, η εταιρεία σχεδιάζει να υποβάλει αίτηση έγκρισης στις ρυθμιστικές αρχές στα τέλη του 2015.

Το πρόγραμμα κλινικής ανάπτυξης για την ομαριγλιπτίνη «O-QWEST» (Omarigliptin Q Weekly Efficacy and Safety in Type 2 Diabetes) περιλαμβάνει 10 κλινικές δοκιμές φάσης 3, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 8.000 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Η μελέτη

Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη διπλά τυφλή μελέτη μη κατωτερότητας φάσης 3, στο πλαίσιο της οποίας αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ανεκτικότητα στην χορήγηση 25 mg ομαριγλιπτίνης μία φορά την εβδομάδα, σε σύγκριση με την ημερήσια χορήγηση 100 mg σιταγλιπτίνης σε ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (n=642), οι οποίοι είχαν ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους με μετφορμίνη.

Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η μη-κατωτερότητα της ομαριγλιπτίνης έναντι της σιταγλιπτίνης στην ελάττωση των τιμών της HbA1c, από την έναρξη της μελέτης μέχρι την 24η εβδομάδα. Στην αρχή της μελέτης η τιμή της HbA1c ήταν περίπου 7,5% και στις δύο ομάδες. Ο μέσος όρος των επιπέδων γλυκόζης πλάσματος νηστείας κατά την έναρξη της μελέτης ήταν επίσης παρόμοιος και στις δύο ομάδες θεραπείας.

Η μελέτη πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μη-κατωτερότητας σε ό,τι αφορά τη μείωση των τιμών της HbA1c με ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με τη σιταγλιπτίνη στις 24 εβδομάδες. Την 24η εβδομάδα οι ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν ομαριγλιπτίνη, εμφάνισαν μείωση της HbA1c κατά μέσο όρο 0,47% σε σχέση με τις αρχικές τιμές, έναντι της μέσης μείωσης της τάξεως του 0,43% στους ασθενείς οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη, με τη διαφορά μεταξύ αυτών των ομάδων να είναι 0,03 (95% CI [-0.15, 0.08]). Στους ασθενείς της προκαθορισμένης υποομάδας με υψηλή αρχική HbA1c της τάξεως του 8% ή και περισσότερο, η θεραπεία με ομαριγλιπτίνη κατέληξε σε μειώσεις της τάξεως του 0,79% σε σύγκριση με το 0,71% για τη σιταγλιπτίνη (διαφορά = 0,08%, 95% CI [-0.37, 0.21]).

Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τους στόχους τιμών της HbA1c ήταν παρόμοιο και για την ομαριγλιπτίνη και για τη σιταγλιπτίνη. Στις 24 εβδομάδες το 51% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν ομαριγλιπτίνη πέτυχαν τιμή HbA1c μικρότερη του 7%, σε σύγκριση με το 49% των ασθενών οι οποίοι λάμβαναν σιταγλιπτίνη (p=0,334). Το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι πέτυχαν τιμές HbA1c μικρότερες του 6,5% ήταν επίσης παρόμοιο και στις δύο ομάδες: 27% για την ομαριγλιπτίνη σε σύγκριση με το 23% για τη σιταγλιπτίνη (p=0.219). Η γλυκόζη πλάσματος νηστείας ελαττώθηκε κατά 0.8 mmol/L σε σχέση με τα αρχικά επίπεδα στην ομάδα της ομαριγλιπτίνης και 0.5 mmol/L στην ομάδα τη σιταγλιπτίνης, με τη διαφορά μεταξύ των ομάδων να ανέρχεται στα 0.2 mmol/L (p= 0.089).

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Τα ποσοστά εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων αντιδράσεων και ανεπιθύμητων ενεργειών σχετιζόμενων με τα φάρμακα, καθώς και τα ποσοστά διακοπής της θεραπείας ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες.

Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιελάμβαναν διάρροια (0,9% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), γριπώδη συνδρομή (0,3% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,2% % για τη σιταγλιπτίνη), λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (4% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 3,8% για τη σιταγλιπτίνη), ουρολοιμώξεις (1,2% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 2,8% για τη σιταγλιπτίνη), αύξηση της λιπάσης (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 4,1% για τη σιταγλιπτίνη) και οσφυαλγία (2,5% για την ομαριγλιπτίνη έναντι 0,6% για τη σιταγλιπτίνη).

Τα ανεπιθύμητα επεισόδια υπογλυκαιμίας (συμπτωματικής και ασυμπτωματικής) αναφέρθηκαν σε ποσοστό 3,7% για την ομάδα της ομαριγλιπτίνης (με αναφορά ενός σοβαρού επεισοδίου υπογλυκαιμίας) και 4,7% για την ομάδα της σιταγλιπτίνης.

Πηγή: pmjournal.gr


child-701645_1280.jpg

18 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω μια είδηση για ένα κορίτσι τριών ετών στις ΗΠΑ, το οποίο παρουσίασε αυξημένη αρτηριακή πίεση και μεγάλη ποσότητα χοληστερόλης στο αίμα.

Οι δύο αυτές καταστάσεις σε συνδυασμό υποδεικνύουν γενικότερα σημαντικό πρόβλημα για την υγεία του ασθενή, καθώς μπορεί να οφείλονται σε νόσους όπως ο υποθυρεοειδισμός, εκείνες των νεφρών ή του ήπατος, καθώς και ο σακχαρώδης διαβήτης.

Οι γιατροί στη συγκεκριμένη περίπτωση διέγνωσαν πως τελικά πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μια χρόνια μεταβολική νόσο που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει επαρκώς ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη.

Το περιστατικό όμως ταράζει τα νερά της ιατρικής επιστήμης, αφού μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αδύνατο για ένα ανήλικο παιδί ηλικίας 3 χρόνων να παρουσιάσει αυτόν τον τύπο, καθώς ο διαβήτης των παιδιών είναι τύπου 1 (παραγωγή μικρής ή καθόλου ποσότητας ινσουλίνης).

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο ιατρικό ιστορικό της ανήλικης, της οποίας κανένας από τους δύο γονείς δεν είχαν ιστορικό διαβήτη. Η επανεξέταση του περιστατικού αποκάλυψε ότι η μικρή είχε διατροφή πολύ φτωχή σε θρεπτικά συστατικά και πολύ πλούσια σε λιπαρά και θερμίδες.

Η μικρή ασθενής ξεκίνησε άμεσα αντιδιαβητική φαρμακευτική αγωγή και η οικογένεια υπεβλήθη σε εντατική ενημέρωση με στόχο την αλλαγή της καθημερινής διατροφικής της συμπεριφοράς. Οι γιατροί υπέδειξαν στους γονείς της ανήλικης να της παρέχουν συγκεκριμένο διατροφολόγιο καθώς και καθημερινή άσκηση. Λίγους μήνες αργότερα η εξέλιξη της υγείας της ήταν θετική.

Η περίπτωση του κοριτσιού συζητήθηκε σε πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας. Οι ειδικοί τόνισαν τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και της πρώιμης θεραπείας των μικρών παιδιών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για την μερική αναστροφή της νόσου.

Παρότι το περιστατικό χαρακτηρίζεται σπάνιο, δεν αποκλείεται να υπάρξουν ανάλογα περιστατικά στο μέλλον ως αποτέλεσμα του δυτικού τρόπου ζωής που ευνοεί την υπερκατανάλωση φθηνών παχυντικών τροφών για παιδιά και περιορισμό της σωματικής τους δραστηριότητας.

Η αντιστροφή του διαβήτη τύπου 2 στα παιδιά είναι δυνατή αν γίνει έγκαιρη εξέταση των παχύσαρκων παιδιών και δοθεί η κατάλληλη θεραπεία.


health-621356_12801.jpg

16 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η αυξημένη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως τύπου 2 διαβήτη, αναφέρουν επιστήμονες από τη Δανία, οι οποίοι πραγματοποίησαν μελέτη σε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο εθελοντές.

Όπως γράφουν στην «Επιθεώρηση Κλινικής Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού» (JCEM), εξέτασαν τις συνταγογραφήσεις φαρμάκων των τελευταίων δεκαετιών σε 170.504 πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη και 1.364.008 υγιείς συνομηλίκους τους.

Όπως διαπίστωσαν, όσο περισσότερα αντιβιοτικά είχαν πάρει στο μεσοδιάστημα οι εθελοντές, τόσο πιθανότερο ήταν να πάσχουν από διαβήτη.

Στην πραγματικότητα οι εθελοντές που είχαν λάβει πέντε ή περισσότερους κύκλους αντιβιοτικής αγωγής είχαν κατά 53% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν τύπου 2 διαβήτη, σε σύγκριση με όσους δεν είχαν λάβει καθόλου αντιβιοτικά.

Οι ερευνητές από το Κέντρο Έρευνας του Διαβήτη του Νοσοκομείου Gentofte στην Κοπεγχάγη σημειώνουν στο άρθρο τους πως ο αυξημένος κίνδυνος ήταν εμφανής έως και 15 χρόνια πριν από την διάγνωση του διαβήτη.

Οι επιστήμονες εικάζουν ότι τα πολλά αντιβιοτικά αυξάνουν τον κίνδυνο διαβήτη επειδή διαταράσσουν την φυσιολογική χλωρίδα (τα ωφέλιμα βακτήρια) του εντέρου, με συνέπεια αλλαγές στην ευαισθησία στην ινσουλίνη και στην αντοχή στην γλυκόζη (σάκχαρο) – δύο αλλαγές που συχνά οδηγούν στον διαβήτη.

«Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι οι αντιβιοτικές θεραπείες μπορούν να επηρεάσουν τον μεταβολισμό του σακχάρου και της ινσουλίνης – και είναι πιθανό ό,τι είδαμε στα ζώα, να ισχύει και στους ανθρώπους», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ. Κρίστιαν Χάλλουντμπεκ Μίκκελσεν, προσθέτοντας ότι η νέα συσχέτιση αποτελεί έναν ακόμα λόγο για να παίρνουμε αντιβιοτικά μόνο όταν μας τα χορηγούν οι γιατροί.

Πηγή: ygeia.tanea.gr

 


MiniMed-640G.png

11 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Πριν από λίγες μέρες η Πανελλήνια Ομοσπονδία Σωματείων – Συλλόγων Ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη, μαζί με την Ελληνική Ομοσπονδία για το Διαβήτη, ανακοίνωσαν την εισαγωγή στην ελληνική αγορά ενός νέου «έξυπνου» συστήματος, το οποίο βοηθάει ανθρώπους με διαβήτη να επιτύχουν καλύτερη γλυκαιμική ρύθμιση μέσω προηγμένης προστασίας από την υπογλυκαιμία.

Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησαν, τόνισαν ότι αποτελεί την τελευταία σημαντική ανακάλυψη στο δρόμο για το τεχνητό πάγκρεας, ένα κλειστό δηλαδή κύκλωμα αντλίας ινσουλίνης, το οποίο μαζί περιλαμβάνει και έναν αισθητήρα σακχάρου για να κάνει συνεχώς μετρήσεις στον υποδόριο χώρο. Ο αισθητήρας στέλνει την πληροφορία αυτή σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπου με τη βοήθεια ενός αλγορίθμου υπολογίζεται η δόση της ινσουλίνης που θα πρέπει να χορηγηθεί στο άτομο με διαβήτη. Η πληροφορία επιστρέφει στην αντλία ινσουλίνης, η οποία με τη σειρά της χορηγεί την απαραίτητη δόση ινσουλίνης χωρίς την παραμικρή παρέμβαση του ασθενή, εκτός του ότι θα είναι σε θέση να παρακολουθεί την όλη διαδικασία μέσω μιας οθόνης.

Το νέο σύστημα που ανακοινώθηκε στη συνέντευξη είναι της εταιρείας Medtronic με την ονομασία MiniMed 640G. Η νέα αντλία πάντως, όπως σημειώθηκε, δεν αποτελεί ένα πλήρες κλειστό κύκλωμα, έρχεται όμως ένα βήμα πιο κοντά στη δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος, υιοθετώντας ειδικό αλγόριθμο πρόβλεψης της υπογλυκαιμίας. Εφόσον συνεργάζεται με τον αισθητήρα σακχάρου, έχει τη δυνατότητα μέσω του συστήματος πρόβλεψης να δίνει εντολή για διακοπή της λειτουργίας της αντλίας και επομένως, της χορήγησης ινσουλίνης σε περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται ότι θα παρουσιασθεί υπογλυκαιμικό επεισόδιο στα επόμενα τριάντα λεπτά της ώρας, πριν δηλαδή το σάκχαρο φθάσει σε χαμηλά επίπεδα.

Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς των μικρών παιδιών με σακχαρώδη διαβήτη, αλλά και οι ίδιοι οι ασθενείς μπορούν να κοιμηθούν την νύχτα χωρίς την αγωνία μίας βαριάς υπογλυκαιμίας που δεν θα γίνει αντιληπτή. Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε και στις μελέτες.

Όσον αφορά τη λειτουργία της, η αντλία ξεκινά όταν τα επίπεδα του σακχάρου φθάσουν το όριο ασφαλείας, το οποίο έχει δηλώσει ο ίδιος ο χρήστης, ενώ η διακοπή της διαρκεί από μισή μέχρι δύο ώρες.


Diabetes.png

6 Ιουλίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας, η οποία όταν τρώμε απελευθερώνεται στο κυκλοφορικό σύστημα βοηθώντας στη μετάβαση της γλυκόζης από τα τρόφιμα στα κύτταρα για να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια.

Η λήψη της αποτελεί την αποκλειστική θεραπεία για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, καθώς και έναν από τους πιθανούς τρόπους θεραπείας για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, όταν μόνο η διατροφή ή η λήψη δισκίων δεν επαρκεί για την αποτελεσματική γλυκαιμική ρύθμιση.

Η εμπειρία όμως δείχνει ότι πολλοί διαβητικοί έχουν αναπτύξει μια αρνητική εικόνα για τη χρήση ινσουλίνης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις στηρίζεται σε μύθους ή σε δεδομένα που δεν ισχύουν για τις ινσουλίνες νέας γενιάς. Συχνά τίθενται ερωτήματα όπως τα παρακάτω:

Αν ξεκινήσω ινσουλίνη, θα γίνει δύσκολη η καθημερινότητά μου

Ειδικά με τις νέας γενιάς ινσουλίνες αυτός ο μύθος έχει καταρριφθεί. Η θεραπεία με ινσουλίνη προσαρμόζεται στις ανάγκες και τον τρόπο ζωής των ατόμων με διαβήτη. Η ινσουλίνη χορηγείται υποδόρια στην κοιλιά, τα πόδια ή τα χέρια με πένα ινσουλίνης που είναι πολύ απλή στο χειρισμό της. Οι βελόνες που προσαρμόζονται στην πένα είναι πολύ μικρές (η πιο μικρή που υπάρχει είναι μήκους μόνο 4 χιλιοστών) και πρακτικά η ένεση ινσουλίνης είναι εντελώς ανώδυνη.

Η χορήγηση ινσουλίνης δεν είναι εύκολη

Οι μέρες που οι ενέσεις ινσουλίνης ήταν τεράστιες, δύσχρηστες και η χορήγηση τους ήταν δύσκολη, αποτελούν πλέον παρελθόν. Σήμερα η ινσουλίνη διατίθεται σε πένες που μπορείτε να τις έχετε μαζί σας, δεν χρειάζεται να διατηρείται στο ψυγείο και μπορεί να χορηγηθεί διακριτικά.

Η ινσουλίνη χορηγείται εφ’ όρου ζωής

Ορισμένα άτομα με διαβήτη τύπου 2 ίσως χρειάζονται προσωρινά τη λήψη ινσουλίνης, όπως αμέσως μετά τη διάγνωσή τους, αν το σάκχαρο στο αίμα είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα ή κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, ενώ κάποιοι άλλοι ενδέχεται να χρειάζονται ινσουλίνη σε μόνιμη βάση. Ορισμένα άτομα τα οποία χάνουν αρκετό βάρος με δίαιτα και άσκηση ή με χειρουργικές επεμβάσεις ίσως ανακαλύψουν ότι δεν έχουν πλέον την ανάγκη ινσουλίνης, ενώ άλλοι ενδέχεται να την χρειάζονται ακόμη. Αυτό εξαρτάται σημαντικά από το πόσο έχει ήδη επηρεαστεί η λειτουργικότητα του παγκρέατος, που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της ινσουλίνης.

Τα από του στόματος αντιδιαβητικά φάρμακα είναι καλύτερα από την ινσουλίνη

Τα από του στόματος αντιδιαβητικά φάρμακα για την αντιμετώπιση του διαβήτη είναι πολύ καλά και μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου μειώνεται σταδιακά όλο και περισσότερο η λειτουργικότητα των κυττάρων που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή της ινσουλίνης στο πάγκρεας και κατά συνέπεια μειώνονται τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα και το σάκχαρο αυξάνεται, παρά τη λήψη δύο ή περισσοτέρων αντιδιαβητικών φαρμάκων από το στόμα. Σε αυτή την περίπτωση η χορήγηση ινσουλίνης είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση.

Η χορήγηση ινσουλίνης σημαίνει σταθερή και καλύτερη υγεία, χωρίς τις σοβαρές παρενέργειες του αρρύθμιστου διαβήτη, αλλά και καλύτερη ποιότητα ζωής. Για αυτό είναι σημαντικό να ξεδιαλύνονται οι διαδεδομένοι μύθοι σχετικά με αυτή την ουσία.

Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία έχει αναρτήσει στην ιστοσελίδα της ένα σχετικό φυλλάδιο με ορισμένους καταγεγραμμένους μύθους (http://www.ede.gr/wp-content/uploads/2014/06/Myths-Facts_Insoulinis.pdf).


driving-562613_1280.jpg

25 Ιουνίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0
Γράφει η Δ. Καραγιάννη, παθολόγος-διαβητολόγος και διδάκτωρ Ιατρικής του ΔΠΘ

Έρευνα δείχνει ότι οι ινσουλινοεξαρτώμενοι διαβητικοί έχουν έως 19% περισσότερες πιθανότητες να προκαλέσουν τροχαίο λόγω υπογλυκαιμίας ή διαταραχών της όρασης.

Η αιφνίδια ελάττωση του σακχάρου στο αίμα, η υπογλυκαιμία, μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, επιβράδυνση των αντιδράσεων, διαταραχή της όρασης, ακόμη και απώλεια των αισθήσεων. Ωστόσο, η ικανότητα ενός ασθενούς με διαβήτη να οδηγεί δεν διαταράσσεται μόνο από την υπογλυκαιμία καθώς πολλοί ήδη πάσχουν από διαταραχές της όρασης ή νευροπάθεια στα πόδια.

Τα προβλήματα αυτά πιθανώς εξηγούν, έστω εν μέρει, γιατί τα άτομα με διαβήτη έχουν 12-19% περισσότερες πιθανότητες από τους άλλους οδηγούς να προκαλέσουν τροχαίο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες.

Μελέτη με 202 πάσχοντες από διαβήτη που έπαιρναν ινσουλίνη έδειξε ότι σχεδόν το 60% δεν ήλεγχαν ποτέ το σάκχαρό τους προτού οδηγήσουν. Οι περισσότεροι είπαν ότι θα σταματούσαν την οδήγηση εάν ένιωθαν συμπτώματα υπογλυκαιμίας, όμως είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος τα πρώτα ηπιότερα «σημάδια» όπως το θόλωμα της όρασης, η εφίδρωση ή το αίσθημα κόπωσης ή οξυθυμίας.

Αν όμως μειωθεί περαιτέρω το σάκχαρο, τότε παρατηρείται σοβαρή διαταραχή της σκέψης και της κρίσης και αυτό είναι επικίνδυνο. Μπορεί ο οδηγός να χάσει τις αισθήσεις του πριν προλάβει να αντιδράσει.

Η ενημέρωση για τους πρόσθετους κινδύνους που δημιουργεί το σάκχαρο στην οδήγηση είναι απίστευτα περιορισμένη. Μια μελέτη του 2003 στην οποία συμμετείχαν ασθενείς από επτά αμερικανικές και τέσσερις ευρωπαϊκές πόλεις έδειξε ότι ο ένας στους δύο πάσχοντες από τύπου 1 διαβήτη και τα τρία τέταρτα όσων είχαν τύπου 2 διαβήτη αγνοούσαν παντελώς τους κινδύνους της υπογλυκαιμίας κατά τνη διάρκεια της οδήγησης.

Και οι διαβητικοί που παίρνουν χάπια;

Αν και τα περισσότερα σχετιζόμενα με τις επιπλοκές του διαβήτη τροχαία γίνονται σε ινσουλινοθεραπευόμενους ασθενείς, όσοι παίρνουν χάπια για τον τύπου 2 διαβήτη τους επίσης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. Η επιθεώρηση «Diabetes, Obesity & Metabolism» δημοσίευσε μια μελέτη των αιτημάτων σε αμερικανικές ασφαλιστικές εταιρείες αυτοκινήτων, η οποία διεξήχθη σε πάσχοντες από τύπου 2 διαβήτη που δεν έκαναν ενέσεις ινσουλίνης.

Όπως έδειξε, όσοι είχαν ηλικία άνω των 65 ετών και είχαν χρειασθεί ιατρική φροντίδα λόγω υπογλυκαιμίας διέτρεχαν κατά 40% περισσότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε τροχαίο απ’ ότι εκείνοι οι οποίοι δεν είχαν παρουσιάσει επεισόδιο υπογλυκαιμίας. Μέχρι τώρα επικρατούσε η άποψη ότι τα σχετιζόμενα με τον διαβήτη τροχαία αφορούν όσους κάνουν ινσουλινοθεραπεία.

Τα αντιδιαβητικά φάρμακα που ανήκουν στην κατηγορία των σουλφονυλουριών είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν υπογλυκαιμικό επεισόδιο.

Συμβουλές

Οι οδηγοί που διατρέχουν κίνδυνο υπογλυκαιμίας πρέπει να βεβαιώνονται πριν οδηγήσουν ότι τα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα τους δεν είναι πολύ χαμηλά.

Σε περίπτωση που η μέτρηση του σακχάρου είναι χαμηλή, να φάνε υδατάνθρακες και να ξαναμετρήσουν έπειτα από 15 λεπτά το σάκχαρό τους. Η κίνηση αυτή μπορεί να γλιτώσει τόσο τους ίδιους όσο και τους άλλους από πολλά προβλήματα στον δρόμο.

Πάντως, η πλειονότητα των τροχαίων αφορά μη διαβητικούς και συνεπώς δεν πρέπει να στιγματίζονται όσοι έχουν σακχαρώδη διαβήτη. Οι διαβητικοί δεν είναι κακοί οδηγοί, απλώς πρέπει να έχουν τον νου τους.

Πηγή: Διαβητολογικό-Παθολογικό Ιατρείο



ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.