Blog

Vitamin-D.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης (ορμόνη η οποία βοηθά τη γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα) από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Οι παράγοντες που συνδέονται με τον διαβήτη ποικίλουν, με την παχυσαρκία -ιδίως κοντά στην κοιλιά- να ενοχοποιείται περισσότερο. Πρόσφατα όμως ερευνητές διαβεβαίωσαν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορούν να συνδεθούν με την εμφάνιση της νόσου ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος.

Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism (JCEM, 2015; jc.2014-3016 DOI:10.1210/jc.2014-3016).

Σε αυτήν μετρήθηκαν συγκριτικά τα επίπεδα της βιταμίνης D σε 148 συμμετέχοντες, οι οποίοι είχαν ταξινομηθεί βάσει το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), καθώς και κατά πόσον είχαν διαβήτη, προδιαβήτη ή δεν εμφάνιζαν γλυκαιμικές διαταραχές. Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης την έκφραση του γονιδίου του υποδοχέα της βιταμίνης D στο λιπώδη ιστό.

Η ανάλυση έδειξε ότι παχύσαρκα άτομα που δεν είχαν διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης είχαν υψηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D από τα διαβητικά άτομα. Ομοίως, τα λεπτόσαρκα άτομα με διαβήτη ή άλλη διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης ήταν πιο πιθανό να έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Η βιταμίνη D συνεπώς συνδέεται ευθέως με τα επίπεδα της γλυκόζης, αλλά όχι με τον ΔΜΣ.

Οι συντάκτες της μελέτης τόνισαν ότι η βιταμίνη D σχετίζεται πιο στενά με το μεταβολισμό της γλυκόζης από την παχυσαρκία, αλλά πρόσθεσαν ότι η έλλειψή της και η παχυσαρκία αλληλεπιδρούν συνεργικά να αυξηθεί ο κίνδυνος διαβήτη καθώς και άλλων μεταβολικών διαταραχών.

Τέλος, επεσήμαναν ότι ο μέσος άνθρωπος μπορεί ελαττώσει τον κίνδυνο αυτό υιοθετώντας μια πιο υγιεινή διατροφή και αυξάνοντας τις υπαίθριες δραστηριότητές του.

Food vector designed by Freepik


Chronic-Pancreatitis.png

20 Μαΐου, 2015 Angelos KlitsasΆρθρα0
Γράφει ο Παναγιώτης Καραβίτης, ειδικός γαστρεντερολόγος

Το πάγκρεας είναι ένα όργανο της κοιλιάς. Είναι υπεύθυνο για την παραγωγή συγκεκριμένων υγρών που χρησιμεύουν για την πέψη και συγκεκριμένων ορμονών (συμπεριλαμβανομένης της ινσουλίνης, η οποία είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση του σακχάρου του αίματος).

Η χρόνια παγκρεατίτιδα (ΧΠ) προκαλείται όταν το πάγκρεας καταστρέφεται από μακροχρόνια φλεγμονή. Η φλεγμονή επηρεάζει την ικανότητα του παγκρέατος να λειτουργεί φυσιολογικά. Οι ασθενείς με χρόνια παγκρεατίτιδα (ΧΠ) χρειάζονται συνεχή ιατρική φροντίδα, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα συμπτώματα, να καθυστερήσει η εξέλιξη της βλάβης του παγκρέατος και να αντιμετωπισθούν όποιες επιπλοκές προκύψουν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η θεραπεία ελέγχει το πρόβλημα, αλλά δεν το θεραπεύει.

Τα αίτια της χρόνιας παγκρεατίτιδας

Μερικά από τα πιο συνήθη αίτια της ΧΠ είναι:

– Κατάχρηση αλκοόλ (το πιο σύνηθες)
– Κληρονομική παγκρεατίτιδα
– Απόφραξη του παγκρεατικού πόρου (π.χ. από τραύμα, λίθους, όγκους)
– Άλλες νόσοι, όπως ο ερυθηματώδης λύκος
– Κυστική ίνωση ή μεταλλάξεις του γονιδίου της κυστικής ίνωσης

Παγκρεατικά συμπτώματα

Το πιο σύνηθες σύμπτωμα της ΧΠ είναι μακροχρόνιος πόνος στο κέντρο της κοιλιάς. Μπορεί, επίσης, να υπάρξουν επεισόδια πόνου όταν το πάγκρεας ξαφνικά φλεγμαίνει και ο πόνος επιδεινώνεται (το φαινόμενο αυτό καλείται οξεία παγκρεατίτιδα).

Οι ασθενείς με ΧΠ δυσκολεύονται να πέψουν τα λιπαρά της τροφής. Αυτό οδηγεί σε απώλεια βάρους και, σε μερικές περιπτώσεις, σε διάρροια. Σε σοβαρές περιπτώσεις, το πάγκρεας χάνει την ικανότητά του να παράγει αρκετή ινσουλίνη, οπότε παρουσιάζεται σακχαρώδης διαβήτης.

Κοιλιακός πόνος
Συνήθως εντοπίζεται στο άνω τμήμα της κοιλιάς, συχνά αντανακλά προς τη ράχη, και μπορεί να ανακουφίζεται στην όρθια θέση ή με την κάμψη του κορμού προς τα εμπρός. Μπορεί να συνοδεύεται από ναυτία και εμετούς. Ο πόνος συχνά επιδεινώνεται 15-30 λεπτά μετά το γεύμα. Παρ` όλα αυτά, περίπου 20% των ασθενών με ΧΠ δεν έχουν καθόλου πόνο.

Πτωχή λειτουργία του παγκρέατος
Το πάγκρεας φυσιολογικά βοηθά στην πέψη των τροφών και στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου του αίματος. Σε άτομα με ΧΠ, το πάγκρεας μπορεί να μην λειτουργεί φυσιολογικά, με αποτέλεσμα δυσκολίες στην επεξεργασία του λίπους της διατροφής. Αυτό μπορεί να προκαλέσει ασχημάτιστα, λιπαρά και δύσοσμα κόπρανα, τα οποία κολλούν στην τουαλέτα και είναι δύσκολο να ξεπλυθούν. Έτσι, μπορεί να προκληθούν ελλείψεις θρεπτικών συστατικών και βιταμινών, καθώς και απώλεια βάρους.

Τα συμπτώματα αυτά δεν παρουσιάζονται μέχρι το πάγκρεας να χάσει περίπου το 90% της λειτουργικής του ικανότητας.

Επιπλοκές

Η ΧΠ μπορεί να προκαλέσει ποικίλες επιπλοκές, μεταξύ των οποίων:

– Απόφραξη των πόρων που παροχετεύουν το πάγκρεας και τη χοληδόχο κύστη. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εμφάνιση ίκτερου («κιτρίνισμα» του δέρματος) και επεισόδια επιδείνωσης της παγκρεατίτιδας.
– Απόφραξη του ανώτερου τμήματος του εντέρου
– Αυξημένος κίνδυνο για εμφάνιση παγκρεατικού καρκίνου

Θεραπεία

Η θεραπεία της ΧΠ μπορεί να βοηθήσει στην ανακούφιση του πόνου, την βελτίωση της παγκρεατικής λειτουργίας και την αντιμετώπιση των επιπλοκών.

Αντιμετώπιση πόνου

Διάφορα μέτρα μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση από τον πόνο της ΧΠ. Απλά μέτρα μπορεί να είναι επαρκή στην αρχή της πορείας της νόσου, ενώ μετά από αρκετά χρόνια μπορεί να χρειάζονται πιο εκτεταμένα μέτρα.

Αποφυγή αλκοόλ

Πρόκειται για τη μοναδική πιο σημαντική θεραπεία σε ασθενείς των οποίων η ΧΠ οφείλεται σε κατάχρηση αλκοόλ. Η αποφυγή του αλκοόλ μπορεί να βελτιώσει τον πόνο, να μειώσει τον κίνδυνο πρόκλησης οξείας παγκρεατίτιδας, καθώς και τον κίνδυνο θανάτου.

Γεύματα με χαμηλά λιπαρά

Ο πόνος της ΧΠ μπορεί να ελαττωθεί λαμβάνοντας μικρά γεύματα, με χαμηλά λιπαρά, και πίνοντας αρκετά υγρά. Η νηστεία (αποχή από το φαγητό) για αρκετές ημέρες μπορεί να ανακουφίσει από τον πόνο της ΧΠ. Αυτό, συνήθως, γίνεται στο νοσοκομείο όπου είναι δυνατή η χορήγηση θρεπτικών συστατικών ενδοφλεβίως.

Παυσίπονα φάρμακα

Στην αρχή της πορείας της νόσου συνήθως επαρκούν μη συνταγογραφούμενα φάρμακα για την ανακούφιση του πόνου. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η παρακεταμόλη και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), όπως η ιμπουπροφαίνη.

Συμπληρώματα παγκρεατικών ενζύμων

Συνιστώνται συχνά για την ανακούφιση του πόνου της ΧΠ. Αυτά τα ένζυμα αντικαθιστούν εκείνα που φυσιολογικά παράγονται από το πάγκρεας, αφήνοντάς το  να «ξεκουραστεί». Παρ` όλα αυτά, τα ένζυμα δεν ανακουφίζουν τον πόνο σε όλους τους ασθενείς.

Ναρκωτικά παυσίπονα φάρμακα

Πρόκειται για ισχυρά παυσίπονα, για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή. Αυτά συνιστώνται συνήθως όταν τα παγκρεατικά ένζυμα δεν ανακουφίζουν τον πόνο. Ένα σημαντικό πρόβλημα με αυτά τα φάρμακα είναι η πρόκληση εθισμού σε μερικά άτομα, έτσι ώστε να τα ζητούν ακόμη και όταν δεν έχουν πόνο. Γι `αυτό και οι περισσότεροι γιατροί τα χρησιμοποιούν με φειδώ.

Αποκλεισμός νεύρων

Γίνεται με έγχυση φαρμάκων στα νεύρα που μεταφέρουν τον πόνο από το πάγκρεας. Ο αποκλεισμός νεύρων ανακουφίζει από τον πόνο περίπου το 50% των ασθενών που υποβάλλονται σε αυτή τη θεραπεία. Σε πολλούς απαιτείται επιπλέον θεραπεία 2-6 μήνες μετά την πρώτη. Η μέθοδος αυτή έχει ορισμένους κινδύνους που θα πρέπει να συζητηθούν με τον κλινικό ιατρό. Για τον λόγο αυτό, οι αποκλεισμοί νεύρων συνήθως γίνονται σε ασθενείς με σοβαρό παγκρεατικό πόνο, ο οποίος δεν απαντά σε άλλους τύπους θεραπείας.

Θεραπείες που αυξάνουν το εύρος των παγκρεατικών πόρων

Η ΧΠ μπορεί να προκαλέσει πόνο αν υπάρχει στένωση στους παγκρεατικούς πόρους και στον μυ που κλείνει τον κοινό πόρο που μοιράζονται το πάγκρεας και η χοληδόχος κύστη (μέσω του οποίου εκβάλλουν στο δωδεκαδάκτυλο). Αυτή η στένωση μπορεί να μπλοκάρει την έξοδο των εκκρίσεων του παγκρέατος, οπότε η επιστροφή των παγκρεατικών υγρών στους παγκρεατικούς πόρους οδηγεί σε πόνο και φλεγμονή του παγκρέατος. Ένας τρόπος να θεραπευτεί αυτή η ανωμαλία είναι η τοποθέτηση ενός μικρού πλαστικού σωλήνα (stent) στη στενωμένη περιοχή, ώστε αυτή να διασταλεί και να μένει ανοιχτή. Τα stents μπορούν να ανακουφίσουν τον πόνο σε ασθενείς με στενώσεις του παγκρεατικού πόρου ή λίθους ενσφηνωμένους σε αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, η τοποθέτηση stents έχει κινδύνους,  έτσι ώστε να είναι χρήσιμη μόνο σε ένα μικρό ποσοστό ασθενών με ΧΠ.

Παγκρεατική λιθοτριψία

Πρόκειται για μια μέθοδο κατά την οποία χρησιμοποιούνται κρουστικά κύματα για να διαλύσουν λίθους ενσφηνωμένους στον παγκρεατικό πόρο. Αυτό βοηθά στη βελτίωση της ροής των πεπτικών υγρών του παγκρέατος.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο στο pkaravitis.com.

diabetes1.jpg

Πολλοί άνθρωποι που ζουν με σακχαρώδη διαβήτη είναι ινσουλινοεξαρτώμενοι. Αυτό συμβαίνει διότι λόγω της μεταβολικής αυτής νόσου τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα αυξάνονται από τα τρόφιμα.

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που συμβάλλει στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης βοηθώντας την να κυκλοφορήσει στα κύτταρα, όπου χρησιμοποιείται για να παράγει ενέργεια.

Οι ασθενείς αυτοί ξεκινούν να λαμβάνουν ινσουλίνη παίρνοντας τον έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου στα χέρια τους, μια διαδικασία που ωστόσο δεν είναι εύκολη. Το αποτέλεσμα είναι σε πολλές περιπτώσεις να μην επιτυγχάνεται επαρκής έλεγχος.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα χορήγησε άδεια κυκλοφορίας σε μια νέας γενιάς ινσουλίνη των 300 U/mL, δίνοντας μια νέα επιλογή για τη διαχείριση της κατάστασης. Η σχετική ανακοίνωση αναφέρει ότι σε κλινικές μελέτες παρείχε περισσότερη γλυκαιμική σταθερότητα, μικρότερη μεταβλητότητα και μείωση των υπογλυκαιμικών επεισοδίων σε ενήλικες με διαβήτη τύπου 2. Προορίζεται όμως και για τον διαβήτη τύπου 1.

Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας έγινε στα πλαίσια ειδικού κλινικού προγράμματος όπου συγκρίθηκε η ινσουλίνη των 300 U/mL με μια των 100 U/mL σε περισσότερους από 3.500 ενήλικες με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2, που ήταν αρρύθμιστοι με την τρέχουσα θεραπεία.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η συχνότητα των επιβεβαιωμένων υπογλυκαιμιών σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 ήταν χαμηλότερη με την 300 U/mL σε σύγκριση με τη δεύτερη, τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και το βράδυ. Η πρώτη επίσης επέδειξε πιο σταθερό και πιο προβλέψιμο γλυκαιμικό έλεγχο και χαμηλά επίπεδα μεταβλητότητας του σακχάρου στο αίμα από άτομο σε άτομο, με διάρκεια άνω των 24 ωρών, σε σύγκριση με την ινσουλίνη 100 U/mL σε άτομα με διαβήτη τύπου 1.

Η έγκριση της ινσουλίνης των 300 U/mL έγινε και από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), ενώ είναι υπό αναθεώρηση και από άλλες ρυθμιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο.

Η ανακοίνωση: http://bit.ly/1IC4ANd


Diabetes-test.jpg

Γράφει η Δ. Καραγιάννη, παθολόγος-διαβητολόγος και διδάκτωρ Ιατρικής του Δ.Π.Θ.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία οι τιμές του σακχάρου χωρίζονται σε φυσιολογικές, υψηλού κινδύνου και τιμές διαγνωστικές του διαβήτη. Αν έχουμε διαβήτη ή προ-διαβήτη, μπορούμε να το διαπιστώσουμε με τις τιμές σακχάρου νηστείας, με τις μεταγευματικές τιμές σακχάρου και με την γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.

Φυσιολογικές τιμές σακχάρου είναι αυτές που είναι κάτω από 100 όταν είμαστε νηστικοί. Αυξημένο κίνδυνο να πάθουμε διαβήτη ή προ-διαβήτη έχουμε όταν:

-Το σάκχαρο νηστείας είναι από 100 έως 125
-Το σάκχαρο 2 ώρες μετά το φαγητό είναι από 140 έως 199
-Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι από 5,7 έως 6,4

Διαβήτη έχουμε όταν:

-Το σάκχαρο νηστείας είναι πάνω από 126
-Δύο ώρες μετά το φαγητό πάνω από 200
-Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη πάνω από 6,5

Σημειώνουμε ότι τόσο ο αυξημένος κίνδυνος για διαβήτη, όσο και ο διαβήτης, θα πρέπει να θεραπεύονται άμεσα και να γίνεται έλεγχος για πιθανές επιπλοκές στα μάτια, τα νεφρά, την καρδιά, τις καρωτίδες, τα αγγεία και τα νεύρα στα κάτω άκρα.

Πηγή: Διαβητολογικό – Παθολογικό Ιατρείο
Photo credit: AlishaV
/ Hampton Patio / CC BY

diet-398613_1280.jpg

Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο σήμερα ότι η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελούν τις μεταβολικές νόσους με τη μεγαλύτερη αυξητική τάση στη συχνότητα εμφάνισής τους, τόσο σε αναπτυγμένες όσο και σε αναπτυσσόμενες κοινωνίες.

Αναλογιζόμενοι μάλιστα τη συχνότητα και τον ρυθμό αύξησης της παχυσαρκίας, οι ειδικοί αναμένουν έκρηξη στον αριθμό ατόμων με διαβήτη στα επόμενα χρόνια, αφού η ύπαρξη παχυσαρκίας σχετίζεται με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η κλινική εμπειρία αλλά και μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διαβητικών τύπου 2 έχει σωματικό βάρος παραπάνω από το κανονικό.

Η ιατρική επιστήμη επιχειρεί να μετριάσει το πρόβλημα μέσω διαφόρων προσεγγίσεων, εκ των οποίων και οι βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις.

Μια βαριατρική επέμβαση δεν είναι μια αισθητική πλαστική επέμβαση. Κατά την πράξη αυτή δεν αφαιρείται λίπος από το σώμα, αλλά μεταβάλλεται η ανατομία του στομάχου ή και των εντέρων με αποτέλεσμα ο οργανισμός να απορροφά λιγότερες θερμίδες. Επιπλέον μετά από επεμβάσεις παχυσαρκίας συντελούνται και ορμονικές αλλαγές που οδηγούν στην μείωση της αίσθησης της πείνας.

Μακροπρόθεσμα η μέθοδος αυτή αποτελεί την πιο επιτυχή λύση για την αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας σε επίπεδο απώλειας βάρους και διατήρησης. Δεν αποτελεί όμως την πρώτη λύση και δυστυχώς δεν ενδείκνυται για όλους.

Σύμφωνα με την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας, οι βαριατρικές χειρουργικές επεμβάσεις βελτιώνουν το προσδόκιμο ζωής για πολλούς παχύσαρκους διαβητικούς ασθενείς, αλλά μπορεί να μειώσουν το προσδόκιμο ζωής για τους ασθενείς που είναι εξαιρετικά παχύσαρκοι με πολύ υψηλούς δείκτες μάζας σώματος (ΔΜΣ). Έρευνες έδειξαν ότι για τους περισσότερους ασθενείς με διαβήτη και ΔΜΣ μεγαλύτερο από 35kg/m2, η βαριατρική χειρουργική αυξάνει το προσδόκιμο ζωής. Ωστόσο, το όφελος της χειρουργικής επέμβασης μειώνεται καθώς αυξάνεται ο ΔΜΣ. Πιο συγκεκριμένα οι ασθενείς με ΔΜΣ πιο πάνω από 6235kg/m2 πιθανόν δεν επωφελούνται με την χειρουργική επέμβαση.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Cincinnati (Annals of Surgery, 2015; 1 DOI: 10.1097) ανέπτυξαν ένα μοντέλο για να συγκρίνουν το προσδόκιμο ζωής σε μια ομάδα σοβαρά παχύσαρκων διαβητικών ατόμων που είχαν υποβληθεί σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση, σε σχέση με μια ομάδα στην οποία δεν εφαρμόστηκε χειρουργική αντιμετώπιση. Χρησιμοποίησαν τα δεδομένα που αφορούν περίπου 200.000 ασθενείς.

Στην κύρια ανάλυση της μελέτης οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μια 45χρονη γυναίκα με διαβήτη και δείκτη μάζας σώματος 45 kg/m2 αποκτά 6,7 επιπλέον χρόνια προσδόκιμου επιβίωσης με την βαριατρική επέμβαση. Ωστόσο, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής μειώνεται όταν ο ΔΜΣ αυξάνεται πάνω από 62 kg/m2. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και για τους άνδρες και τις γυναίκες σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Η μελέτη πάντως δεν εξέτασε τις διαφορές που σχετίζονται με τη φυλή.


Diabetes-1.jpg

Του Ανδρέα Μελιδώνη για την «Εφημερίδα των Συντακτών»

Εκτιμάται ότι μέχρι το 2025 οι διαβητικοί θα ξεπεράσουν τα 600 εκατομμύρια. Θα μπορούσε άραγε αυτή η πρόβλεψη να ακυρωθεί;

Εν έτει 2015 ο σακχαρώδης διαβήτης θεωρείται το πιο σοβαρό χρόνιο νόσημα στην Ευρώπη, ενώ στις ΗΠΑ χαρακτηρίστηκε το πιο επικίνδυνο μαζί με την υπέρταση και τη στεφανιαία νόσο.

Πρόκειται για μια μεταβολική νόσο που χαρακτηρίζεται από διαταραχές στον μεταβολισμό της γλυκόζης (του σακχάρου δηλαδή), με συνέπεια αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, δηλαδή υπεργλυκαιμία. Υπεύθυνη ορμόνη για τον μεταβολισμό της γλυκόζης στον οργανισμό είναι η ινσουλίνη. Στον διαβήτη έχουμε είτε διαταραχή στην έκκριση της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε διαταραχή στη δράση της ινσουλίνης στους ιστούς, είτε και τα δύο. Ακραία εκδοχή της διαταραχής έκκρισης ινσουλίνης είναι ο διαβήτης τύπου Ι με ολοσχερή έλλειψη ινσουλίνης, ενώ ο διαβήτης τύπου ΙΙ (το 90% του διαβήτη) χαρακτηρίζεται κυρίως από τη διαταραχή στη δράση της ινσουλίνης (ινσουλινοαντίσταση).

Δεδομένα από αμερικανικές μελέτες δείχνουν ότι ο γνωστός διαβήτης στις ΗΠΑ είναι περίπου στο 8,5%, ο μη γνωστός διαβήτης εκτιμάται ότι είναι στο 3,5%, ενώ ο προδιαβήτης αγγίζει το 36%. Δηλαδή μιλάμε για ένα σύνολο του πληθυσμού πάνω από 50% που πάσχουν από διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης.

Σε αναπτυσσόμενες χώρες από την άλλη, όπως η Κίνα για παράδειγμα, ο γνωστός διαβήτης είναι στο 3,5%, ο μη γνωστός στο 8,5%, ενώ ο προδιαβήτης αγγίζει το 50%, σύμφωνα με εξαιρετικά πρόσφατες μελέτες. Το ίδιο ισχύει και για την Ινδία και όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν αρχίσει και ακολουθούν το δυτικό πρότυπο διατροφής.

Στη χώρα μας οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι τα ποσοστά του διαβήτη αγγίζουν το 9%-9,5%. Εκτιμάται, λοιπόν, ότι διαβήτη έχει σήμερα το 10% περίπου των Ελλήνων. Το σημαντικό όμως στον διαβήτη δεν είναι τόσο η επιδημική τάση ανάπτυξής του όσο οι χρόνιες επιπλοκές που συνοδεύουν τη νόσο.

Ο διαβήτης είναι το πρώτο αίτιο τύφλωσης των ενηλίκων, πρώτο αίτιο νεφρικής ανεπάρκειας που χρήζει αιμοκάθαρσης, πρώτο αίτιο εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου, πρώτο αίτιο ακρωτηριασμού των κάτω άκρων, πρώτο αίτιο στυτικής δυσλειτουργίας.

Βέβαια, για όλα αυτά ενοχοποιείται ο αρρύθμιστος διαβήτης. Το ρυθμισμένο σάκχαρο αποτελεί το αλεξικέραυνο για την αποτροπή των χρόνιων επιπλοκών.

Το πλήρες άρθρο δημοσιεύτηκε στο efsyn.gr.
Photo credit: AlishaV / Source / CC BY

5246525703_f6dc738969_b.jpg

29 Απριλίου, 2015 Angelos KlitsasΆρθρα0

Οι ρευματικές παθήσεις είναι πολύ συχνό σύνολο ασθενειών που αποτελούν ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα.

Πρόκειται για μη τραυματικές παθήσεις του μυοσκελετικού συστήματος αλλά και παθήσεις του συνδετικού ιστού. Επηρεάζουν δηλαδή τις αρθρώσεις, τους μυς, τα οστά, τους τένοντες, τη σπονδυλική στήλη, τους συνδέσμους και τους ορογόνους θύλακες.

Το μυοσκελετικό σύστημα περικλείει, στηρίζει και προστατεύει τα ζωτικά όργανα και συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού, όπως ο εγκέφαλος, οι νεφροί και η καρδιά, εξασφαλίζοντάς τους ταυτόχρονα τη δυνατότητα της κίνησης.

Ορισμένες όμως ρευματικές παθήσεις, όπως για παράδειγμα οι αυτοάνοσες, δεν περιορίζονται μόνο στο μυοσκελετικό σύστημα, αλλά προσβάλλουν και διάφορα άλλα όργανα ή συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού, όπως το δέρμα, το ήπαρ, κ.λπ.

Είδη ρευματικών παθήσεων

Οι παθήσεις αυτές διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες και υποτροπιάζουσες.

Οι οξείες ρευματικές παθήσεις είναι εκείνες που υποχωρούν με τη θεραπεία μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες. Τέτοιες είναι για παράδειγμα ορισμένες παθήσεις εξωαρθρικού ρευματισμού, όπως η ουρική αρθρίτιδα, οι τενοντοελυτρίτιδες, οι ορογονοθυλακίτιδες, το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα κ.λπ.

Χρόνιες ρευματικές παθήσεις είναι εκείνες που διαρκούν χρόνια ή δια βίου. Οι περισσότερες ρευματικές παθήσεις είναι χρόνιες, όπως για παράδειγμα η οστεοαρθρίτιδα, η οστεοπόρωση, οι αυτοάνοσες ρευματικές παθήσεις κ.ά.

Υποτροπιάζουσες ρευματικές παθήσεις είναι εκείνες που διαρκούν ένα χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να κυμαίνεται από ημέρες μέχρι εβδομάδες ή μήνες, και υποχωρούν για να επανεμφανιστούν μετά από εβδομάδες, μήνες ή ακόμη και χρόνια. Τέτοιες παθήσεις είναι μεταξύ άλλων οι κρυσταλλογενείς αρθρίτιδες, η νόσος Αδαμαντιάδη-Behcet κ.ά.

Θεραπεία

Σήμερα είναι εφικτή η αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων με την προϋπόθεση όμως της έγκαιρης διάγνωσης και της πρώιμης θεραπευτικής παρέμβασης.

Σε γενικές γραμμές η θεραπευτική αντιμετώπιση, ανάλογα με την ρευματική πάθηση και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται κατά τη χρονική στιγμή της διάγνωσης, περιλαμβάνει φαρμακευτική θεραπεία, φυσικοθεραπεία και χειρουργική θεραπεία.

Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή του θεραπευτικού προγράμματος, αλλά και οι διάφοροι θεραπευτικοί χειρισμοί και τροποποιήσεις του κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του, ποικίλλουν όχι μόνο από πάθηση σε πάθηση, αλλά και από στάδιο σε στάδιο της ίδιας πάθησης.

Οι ρευματικές παθήσεις στην Ελλάδα

Σύμφωνα με πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα του Ελληνικού Ιδρύματος Ρευματολογίας (ΕΙΡΕ) υπολογίζεται ότι 2.500.000 Έλληνες εμφανίζουν κάποια ρευματική πάθηση.

Διαπιστώθηκε επίσης ότι σε σύγκριση με όλες τις άλλες ομάδες παθήσεων, τόσο στο σύνολο του γενικού πληθυσμού όσο και στον εργαζόμενο πληθυσμό ηλικίας 19-65 ετών, οι ρευματικές παθήσεις είναι το πιο συχνό αίτιο και ευθύνονται για το 40% των χρόνιων προβλημάτων υγείας, το 50% της μακροχρόνιας λειτουργικής ανικανότητας (αναπηρικές συντάξεις), το 25-30% των απουσιών από την εργασία και το 20% της χρήσης υπηρεσιών υγείας (ιατρικές επισκέψεις, χρήση φαρμάκων).

Τα στοιχεία επίσης αναφέρουν ότι οι Έλληνες ασθενείς με ρευματικές παθήσεις στην πλειονότητά τους δεν είναι χρήστες των σύγχρονων θεραπευτικών δυνατοτήτων που προσφέρει η Ρευματολογία, ενώ το 87% των Ελλήνων δεν γνωρίζει τι είναι οι ρευματικές παθήσεις.

Photo credit: Chiara Cremaschi / Foter / CC BY-ND

child-701645_1280.jpg

27 Απριλίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που μπορεί να αλλάξει τόσο τη ζωή του ασθενή όσο και των ατόμων γύρω του.

Πρόκειται για μια χρόνια νόσο όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που παράγεται από τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος. Είναι απαραίτητη στο σώμα καθώς βοηθά στην απομάκρυνση της γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος και τη μετατροπή της σε απαραίτητη ενέργεια για ιστούς, όπως είναι οι μυς και ο εγκέφαλος.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, ο οποίος λέγεται και ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης, είναι γνωστός ως αυτοάνοση νόσος, που σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα καταστρέφει τα βήτα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Στον διαβήτη τύπου 1 το σώμα παράγει μικρή ή καθόλου ποσότητα ινσουλίνης. Αυτή η έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί σε υψηλή γλυκόζη αίματος, η οποία είναι επίσης γνωστή ως υπεργλυκαιμία.

Ο χαρακτηρισμός του ως νεανικός διαβήτης οφείλεται στο γεγονός ότι κατά κανόνα εμφανίζεται σε άτομα νεότερης ηλικίας, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η εμφάνιση αυτής της μορφής σε μεγαλύτερης ηλικίας άτομα.

Συνήθη συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1

Στα συνήθη συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1 συγκαταλέγονται τα εξής:

– Υπερβολική δίψα
– Συχνή ενούρηση (π.χ. ούρηση στον ύπνο)
– Κόπωση, αδυναμία, υπνηλία
– Υπερβολική απώλεια βάρους σε μικρό χρονικό διάστημα χωρίς εμφανή λόγο
– Εύρεση σακχάρου στα ούρα
– Φρουτώδης οσμή («κετόνες») στο σώμα που περιγράφεται συχνά ως παρόμοια με την οσμή του μανό ή του χαλασμένου αχλαδιού

Η αντιμετώπιση

Ο διαβήτης τύπου 1 είναι μια διαρκής κατάσταση η οποία αντιμετωπίζεται με ισορροπημένη διατροφή, σωματική άσκηση και ενέσεις ινσουλίνης. Οι ενέσεις πρέπει να χορηγούνται σε καθημερινή βάση, διότι απαιτείται ένας αριθμός ενέσεων προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος της γλυκόζης αίματος. Στην εκάστοτε περίπτωση ενδέχεται να χορηγηθούν περισσότεροι από έναν τύποι ινσουλίνης.

Ο γιατρός σας, ανάλογα την περίπτωση, θα σας συμβουλεύσει σχετικά με το πότε θα πρέπει να αρχίσει το παιδί να λαμβάνει τις ενέσεις ινσουλίνης καθώς και πόση ινσουλίνη χρειάζεται.

Παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης αίματος

Είναι σημαντικό οι γονείς του παιδιού με διαβήτη να παρακολουθούν κανονικά τα επίπεδα γλυκόζης αίματος προκειμένου να βοηθήσουν στη ρύθμιση της νόσου. Η παρακολούθηση της γλυκόζης αίματος δείχνει εάν η ινσουλίνη του παιδιού λειτουργεί, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η σωματική δραστηριότητα και οι τροφές που τρώει επηρεάζουν τα επίπεδα.

Ο έλεγχος είναι πιθανό να χρειαστεί να γίνεται τέσσερις φορές την ημέρα – πριν από το κάθε γεύμα και πριν από την ώρα του ύπνου. Ορισμένες φορές μπορεί επίσης να χρειαστεί και μετά από το γεύμα, μετά από τη σωματική δραστηριότητα ή κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Η πραγματοποίησή του γίνεται με ειδικό μετρητή, στον οποίο τοποθετείται μια ταινία εξέτασης. Ο χρήστης στη συνέχεια θα πρέπει να τσιμπήσει το δάκτυλο του παιδιού και να τοποθετήσει μια σταγόνα αίματος στην ταινία εξέτασης. Ο μετρητής με τη σειρά του θα δείξει την ένδειξη της γλυκόζης αίματος.

Τα ιδανικά αποτελέσματα

Ο γιατρός θα ενημερώσει για τους στόχους που θα πρέπει να επιτευχθούν όσον αφορά τα αποτελέσματα, καθώς και για τις καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν όταν υπάρχει έλλειψη ισορροπίας σε ειδικούς παράγοντες, όπως η σωστή προσαρμογή στη δόση της ινσουλίνης, στην ποσότητα τροφής και στη σωματική δραστηριότητα.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, ιδανική θεωρείται η επίτευξη των ακόλουθων μακροχρόνιων στόχων της γλυκόζης αίματος:

– Πριν από το γεύμα τα επίπεδα θα πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 4,0 και 8,0 mmol/L (72 -144 mg/dL).
– Δύο ώρες μετά από το γεύμα τα επίπεδα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 10,0 mmol/L (180 mg/dL).
– Κατά την ώρα του ύπνου τα επίπεδα θα πρέπει να μην υπερβαίνουν τα 180 mg/dL.

Να σημειωθεί ότι οι στόχοι αυτοί μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθούν, καθώς και ότι το παιδί ενδεχομένως δεν θα επιτύχει αυτά τα επίπεδα όταν ξεκινά να χρησιμοποιεί την ινσουλίνη. Εάν όμως συνεχίζει η δυσκολία αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε είναι σημαντική η επικοινωνία με τον γιατρό.


cigarette-599485_1280.jpg

22 Απριλίου, 2015 Angelos KlitsasΔιαβήτης0
Γράφει η Δ. Καραγιάννη, παθολόγος-διαβητολόγος και διδάκτωρ Ιατρικής του Δ.Π.Θ.

 

Το απειλητικό δίδυμο διαβήτης κάπνισμα δεν αντιμετωπίζεται με αντικαπνιστική υστερία αλλά με καλά οργανωμένη και πολυεπίπεδη αντικαπνιστική εκστρατεία, όχι ενάντια στους διαβητικούς καπνιστές, αλλά ενάντια στην άγνοια των κινδύνων που διατρέχουν.

Τα τελευταία χρόνια οι μη καπνιστές απολαμβάνουν τον κοινωνικό σεβασμό που δικαιούνται. Οι παθητικοί καπνιστές είναι σεβαστοί, οι αντιπαθητικοί αντικαπνιστές όμως όχι. Συχνά τα αντικαπνιστικά μηνύματα συνθήματα και μέτρα ανάβουν περισσότερα τσιγάρα κι ακόμα περισσότερες αντιδράσεις οδηγώντας σε απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Η καλοπροαίρετη ενημέρωση και η κινητοποίηση των διαβητικών ατόμων γύρω από τις συνέπειες του καπνίσματος υπόσχεται καλύτερους καρπούς και συνειδητές αποφάσεις. Η διακοπή του καπνίσματος είναι ΕΠΙΛΟΓΗ του διαβητικού, όχι ΕΠΙΒΟΛΗ του διαβητολόγου. Είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑ για περισσότερη και καλύτερη ζωή, όχι ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ για πειθαρχία σε απαγορεύσεις.

Η σχέση μεταξύ καπνίσματος και διαβήτη έγινε πρόσφατα στόχος πολλών επιστημονικών ερευνών και θέμα αρκετών δημοσιεύσεων. Συνοπτικά, τα συμπεράσματα είναι:

– Το κάπνισμα, είτε ενεργητικό είτε παθητικό, αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη.
– Στα διαβητικά άτομα το κάπνισμα έχει δυσμενείς επιδράσεις τόσο στη ρύθμιση του διαβήτη όσο και στις διαβητικές επιπλοκές.

Για την καλή ρύθμιση του διαβήτη συχνά υπογραμμίζεται και υπερτονίζεται ο ρόλος της διατροφής -και κυρίως των υδατανθράκων- και της άσκησης. Όμως αρκετά επιστημονικά δεδομένα υποστηρίζουν ότι το κάπνισμα συχνά δυσκολεύει τη ρύθμιση και συνδυάζεται με ψηλότερες τιμές γλυκόζης και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c.

Αυτό αποδίδεται στο ότι η νικοτίνη και αρκετά από τα 4.000 χημικά συστατικά του τσιγάρου μειώνουν την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας ή /και προκαλούν αντίσταση στην ινσουλίνη του οργανισμού με αποτέλεσμα τη δυσκολία χρησιμοποίησης και δράσης της. Συνεπώς, η τήρηση των οδηγιών διατροφής και διαβίωσης δεν αρκεί για την ιδανική ρύθμιση εάν αντιρροπείται από το κάπνισμα.

Το κάπνισμα όμως δεν επιβαρύνει μόνο τη ρύθμιση αλλά και τις διαβητικές επιπλοκές με μηχανισμούς ανεξάρτητους από τη ρύθμιση. Ειδικότερα, επιταχύνει και επιβαρύνει:

α) τα καρδιαγγειακά νοσήματα (στηθάγχη, εμφράγματα, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, ανευρύσματα) που σε άνδρες διαβητικούς και καπνιστές είναι συχνότερα κατά 2-3 φορές συγκριτικά με διαβητικούς μη-καπνιστές, ενώ σε γυναίκες διαβητικές και καπνίστριες είναι συχνότερα κατά 3-5 φορές.
β) την τάση για θρομβώσεις
γ) την αρτηριακή υπέρταση
δ) τη διαβητική νεφροπάθεια (προσβολή των νεφρών)
ε) τη διαβητική νευροπάθεια (προσβολή των νεύρων, κυρίως των περιφερικών)
στ) τη διαβητική αμφισβληστροειδοπάθεια (προσβολή των ματιών)

Το κάπνισμα επίσης μειώνει ακόμη περισσότερο την ήδη χαμηλή – λόγω διαβήτη – HDL χοληστερίνη («καλή»= καρδιοπροστατευτική) και επομένως αυξάνει την αθηροσκλήρωση και τη στένωση αρτηριών, όπως των καρωτίδων που αρδεύουν τον εγκέφαλο και των αρτηριών που αρδεύουν τα κάτω άκρα.

Πηγή: Διαβητολογικό – Παθολογικό Ιατρείο

blood-75301.jpg

20 Απριλίου, 2015 Angelos KlitsasΆρθρα0

Η αναιμία ως οντότητα δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη νόσο καθώς είναι αποτέλεσμα ποικίλων ασθενειών. Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση στην οποία η συνολική μάζα των ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι μικρότερη από την φυσιολογική, με αποτέλεσμα να υπάρχει μειωμένη ποσότητα αιμοσφαιρίνης στο αίμα.

Η αιμοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη που περιέχεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια, της οποίας αρμοδιότητα είναι η μεταφορά οξυγόνου από τους πνεύμονες στα όργανα του σώματος και στους ιστούς. Η πρωτεΐνη αυτή στη συνέχεια προσλαμβάνει το διοξείδιο του άνθρακα και το μεταφέρει στους πνεύμονες, έτσι ώστε να αποβληθεί από τον οργανισμό με την εκπνοή.

Η αιμοσφαιρίνη χρειάζεται για τη σύνθεσή της τον σίδηρο, ένα πολύτιμο μέταλλο για τον οργανισμό που συμβάλλει στη μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς του σώματος αλλά και στην παραγωγή ενέργειας.

Η έλλειψη του σιδήρου στον οργανισμό, που μπορεί να συμβεί λόγω διατροφής, εγκυμοσύνης ή απώλειας αίματος, έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας από τις μορφές της αναιμίας, τη σιδηροπενική αναιμία.

Τα γενικότερα αίτια πάντως της αναιμίας ποικίλλουν και γι’ αυτό ταξινομούνται ανάλογα με το μηχανισμό που την προκαλεί. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται η μειωμένη παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων, η αύξηση του ρυθμού καταστροφής τους ή και η απώλεια αίματος (π.χ. σε χειρουργείο, τραυματισμούς, κλπ.).

Τα συμπτώματα

Η αναιμία εκδηλώνεται με συμπτώματα που συναντώνται σε πολλές άλλες ασθένειες, γι’ αυτό και είναι σημαντικό να γίνονται οι απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις.

Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αδυναμία, ο πονοκέφαλος, η δύσπνοια ή η ταχύπνοια, το ευκολότερο λαχάνιασμα με μικρή προσπάθεια, η υπόταση, τα νύχια που είναι λεπτά καθώς και οι ξηρές τρίχες που σπάνε εύκολα, η λεία γλώσσα με πληγές, η «χλομάδα» στο πρόσωπο, ο ίκτερος  που συμβαίνει στην αιμολυτική αναιμία, η διάρροια, καθώς και νευρολογικά προβλήματα όπως μούδιασμα, δυσκολία στη βάδιση ή και άλλα τα οποία οφείλονται σε έλλειψη βιταμίνης Β12 και φολικού οξέoς.

Οι επιπλοκές

Η αναιμία ως παθολογική κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένες σοβαρές επιπλοκές για την υγεία, μεταξύ των οποίων η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η υποξία (κατά την οποία το σώμα ή μέρος αυτού στερείται επαρκούς οξυγόνωσης), η ευπάθεια σε ασθένειες και λοιμώξεις, καθώς και νευρολογικές διαταραχές.

Η θεραπεία

Στις ενδεδειγμένες θεραπευτικές μεθόδους της αναιμίας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η από του στόματος θεραπεία με την χορήγηση σιδήρου και φυλλικού οξέος, η παρεντερική θεραπεία με χορήγηση σιδήρου, η μετάγγιση αίματος ή αιμοπεταλίων, η χορήγηση υγρών και η ανάπαυση. Ο ειδικός επιλέγει ανάλογα την κατάσταση του ασθενούς.

Πρόληψη

Η πρόληψη της νόσου μπορεί να επιτευχθεί με τακτικές γενικές ιατρικές εξετάσεις που θα οδηγήσουν στην έγκαιρη ανίχνευση της αναιμίας και τη θεραπεία της.

Η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε σίδηρο, όπως το συκώτι, τα θαλασσινά, οι ξηροί καρποί, τα φασόλια και το σπανάκι μπορούν να προλάβουν την έλλειψη σιδήρου. Επίσης, η λήψη βιταμίνης C μέσω της κατανάλωσης τροφών, όπως τα πορτοκάλια, έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη απορρόφηση του σιδήρου.

Τέλος, συνίσταται να αποφεύγεται η υπερκατανάλωση τροφών που μπορεί να εμποδίσουν την απορρόφηση του σιδήρου, όπως το γάλα, ο κρόκος του αυγού, η σόγια, το τσάι και ο καφές.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ




Κλείτσας Άγγελος Παθολόγος Καλαμαριά - Σήμα αναγνώρισης ασθενών από Doctoranytime



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.



Web design by Siteworks



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved. Web design by Siteworks