Αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που παίρνουν βάρος μεταξύ δύο κυήσεων, σύμφωνα με διεθνή μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο The Lancet. Συγκεκριμένα αυξάνεται ο κίνδυνος θνησιγένειας κατά τη δεύτερη εγκυμοσύνη.
Επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον καθηγητή Κλινικής Επιδημιολογίας Σβεν Κνατίνγκιους, ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 450.000 γυναίκες.
Κίνδυνο θνησιγένειας αντιμετώπιζαν οι γυναίκες με φυσιολογικό βάρος κατά την πρώτη εγκυμοσύνη (δηλαδή με Δείκτη Μάζας Σώματος κάτω από 25), οι οποίες αύξαναν το βάρος τους κατά περίπου έξι κιλά, ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο τοκετό.
Όσα περισσότερα κιλά είχαν πάρει ανάμεσα στις δύο εγκυμοσύνες, τόσο αύξανε ο κίνδυνος. Αν η αύξηση των κιλών ήταν πάνω από 11, τότε ο κίνδυνος αυξανόταν κατά περίπου 50%, σε σχέση με όσες διατηρούν φυσιολογικό βάρος.
Αντίθετα, οι υπέρβαρες γυναίκες που καταφέρναν να χάσουν βάρος ανάμεσα στις εγκυμοσύνες, μείωναν τον κίνδυνο απώλειας του βρέφους. Αν μια γυναίκα έχει χάσει τουλάχιστον έξι κιλά πριν τη δεύτερη εγκυμοσύνη, τότε ο κίνδυνος μειώνεται κατά περίπου 50%.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, σχεδόν το ένα πέμπτο των γυναικών παίρνει βάρος μετά την πρώτη εγκυμοσύνη και αυτές αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιγένειας στη δεύτερη εγκυμοσύνη.
Οι αιτίες θανάτου του νεογνού πριν ή μετά τη γέννα ήταν, μεταξύ άλλων, οι γενετικές ανωμαλίες, η ασφυξία, οι λοιμώξεις και το σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου. Επίσης, η ηλικία της γυναίκας και το κάπνισμα συντελούσαν σε περαιτέρω αύξηση του κινδύνου.
Αν και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί η προσθήκη κιλών ανάμεσα στις εγκυμοσύνες επιδρά αρνητικά στο κυοφορούμενο έμβρυο, οι επιστήμονες εικάζουν ότι ο αυξημένος λιπώδης ιστός της εγκύου και ο διαβήτης κύησης μπορούν να επιβαρύνουν το καρδιαγγειακό σύστημα του παιδιού, να μειώσουν την παροχή οξυγόνου σε αυτό και να αυξήσουν το επίπεδο φλεγμονής του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όλο και περισσότερες γυναίκες είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες στην αρχή της εγκυμοσύνης. Φυσιολογικού βάρους θεωρείται μια γυναίκα, όταν ο Δείκτης Μάζας Σώματος είναι 18,5 έως 25, λιποβαρής όταν ο ΔΜΣ είναι κάτω του 18,5, υπέρβαρη όταν έχει ΔΜΣ 25 έως 30 και παχύσαρκη πάνω από 30.
Leave a Reply