Blog

pexels-photo-159240.jpeg

28 Σεπτεμβρίου, 2016 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία0

Νέα έρευνα αναφέρει ότι η άσκηση ή συνδυασμός δίαιτας και άσκησης μπορεί να έχει περίπου το ίδιο καλό αποτέλεσμα εφόσον κάποιος χάνει βάρος.

Οι ερευνητές πρόσθεσαν ότι η άσκηση σε συνδυασμό με δίαιτα ίσως είναι ο καλύτερο τρόπος. Σχεδίασαν τις 3 παρεμβάσεις ώστε οι συμμετέχοντες να χάσουν περίπου 7% του βάρους τους σε διάστημα 3 μηνών. Όπως έδειξε η έρευνα, δεν φάνηκε να παίζει ρόλο η επιλογή της μεθόδου όσον αφορά το χάσιμο βάρους. Συμμετέχοντες και στις 3 ομάδες είδαν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου να μειώνεται από το 46% στο 36%.

Ο ερευνητής Edward Weiss, του Saint Louis University, δήλωσε ότι η άσκηση και η υγιεινή διατροφή, με χαμηλές θερμίδες, είναι γνωστό πως βελτιώνουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, ακόμα και όταν δεν σημειώνεται απώλεια βάρους. Βάσει αυτού, οι ερευνητές περίμεναν ο συνδυασμός διατροφής και άσκησης να έχει πρόσθετα οφέλη σε παράγοντες κινδύνου και επομένως να φανούν μεγαλύτερες βελτιώσεις στην ομάδα συνδυασμού έναντι των άλλων ομάδων χωριστά.

Αντίθετα, η έρευνα ανακάλυψε ότι το μέγεθος του οφέλους δεν εξαρτάται από το αν για το στόχο της απώλειας βάρους χρησιμοποιείται η διατροφή, η άσκηση ή συνδυασμός των δυο. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι οι άνθρωποι αδυνάτιζαν. Ερευνητές χώρισαν 52 υπέρβαρους άντρες και γυναίκες σε μια από 3 κατηγορίες: ομάδα δίαιτας, ομάδα άσκησης και ομάδα συνδυασμού των δυο.

Όσοι έκαναν δίαιτα έπρεπε να μειώσουν κατά 20% την πρόσληψη θερμίδων, ενώ όσοι ασκούνταν έπρεπε να αυξήσουν τα επίπεδα άσκησης κατά 20%. Η ομάδα του συνδυασμού έπρεπε να κάνει και τα δυο κατά 10%. Ο Weiss περιέγραψε 20% μείωση των θερμίδων ως μέτρια για τους περισσότερους ανθρώπους- περίπου το ισοδύναμο 2 σακχαρούχων αναψυκτικών.

Στο τέλος και οι 3 ομάδες είχαν τον ίδιο βαθμό βελτίωσης όσον αφορά την αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα χοληστερόλης και τον καρδιακό παλμό, καθώς και το ίδιο ποσοστό μείωσης του κινδύνου καρδιοπάθειας.

Ο Weiss παρόλα αυτά υπέδειξε ότι συνδυαστική προσέγγιση μπορεί ενδεχομένως να είναι καλύτερη. Η ομάδα του συνδυασμού έχασε πιο γρήγορα βάρος και ήταν πιο πιθανό να συνέχιζε το στόχο της. Περίπου 30% των συμμετεχόντων στις ομάδες άσκησης ή διατροφής αποχώρησαν αλλά μόνο 5% από την ομάδα συνδυασμού.

Ο συνδυασμός δίαιτας και άσκησης μπορεί ενδεχομένως να έχει αθροιστικά οφέλη σε άλλες πτυχές της υγείας, δήλωσε ο Weiss. Για παράδειγμα, μεγαλύτερη μείωση του κινδύνου για διαβήτη τύπου 2 φάνηκε σε όσους υιοθέτησαν και τις δυο μεθόδους. Η πρόσθεση της άσκησης στη διατροφή φαίνεται να προσφέρει καρδιαγγειακό πλεονέκτημα.

Ο Weiss πρόσθεσε ότι αν δυο άνθρωποι έχουν την ίδια αρτηριακή πίεση, χοληστερόλη, οικογενειακό ιστορικό, ηλικία κλπ, αλλά ο ένας ασκείται ενώ ο άλλος όχι, ο δεύτερος έχει διπλάσιες έως τριπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσει καρδιοπάθεια.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού American Journal of Clinical Nutrition.

Πηγή: iatronet.gr


woman-jogger-jogging-sport.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα, στην αντιμετώπιση του οποίου παίζει καθοριστικό ρόλο η γυμναστική.

Σύμφωνα με τις νεότερες μετρήσεις, υπολογίζεται ότι τα άτομα με διαβήτη παγκοσμίως ξεπερνούν τα 420 εκατομμύρια, ενώ οι εκτιμήσεις για τα επόμενα χρόνια είναι δυσοίωνες, αποδίδοντας την αλματώδη αυτή αύξηση στην παχυσαρκία και την καθιστική ζωή (για την περίπτωση του διαβήτη τύπου 2).

Κάθε είδους άσκηση είναι ωφέλιμη για τα άτομα με διαβήτη, ωστόσο οι διάφοροι τύποι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά οφέλη.

Οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασκήσεις αντίστασης όπως οι ασκήσεις με βάρη βοηθούν σημαντικά στη ρύθμιση του σακχάρου. Έχουν ως αποτέλεσμα παρόμοιες μειώσεις στα επίπεδά του με αυτές που προκαλούν τα αντιδιαβητικά δισκία. Επιπρόσθετα, βελτιώνουν τη μυϊκή δύναμη και μάζα, μειώνουν το λίπος, ενώ βελτιώνουν τη διάθεση και την αυτοπεποίθηση.

Ένα άλλο είδος γυμναστικής με σημαντικά οφέλη για τον διαβήτη είναι οι αεροβικές ασκήσεις. Κάθε δραστηριότητα που αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό και τον διατηρεί σε υψηλά επίπεδα για ένα χρονικό διάστημα βελτιώνει την αεροβική ικανότητα του ατόμου. Εκτός από αυτά όμως βελτιώνει τη διάθεση και καταπολεμά το άγχος – ένα ιδιαίτερα συχνό πρόβλημα σε άτομα με διαβήτη.

Διαβήτης τύπου 2 και άσκηση

Ο ασθενής με διαβήτη τύπου 2 που θα ξεκινήσει τη γυμναστική, θα πρέπει να λάβει υπόψη τα εξής:

– Για να μειωθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας θα πρέπει να ακολουθήσει ένα σταθερό πρόγραμμα άσκησης και να προγραμματίσει τα γεύματα και τη λήψη των φαρμάκων την ίδια ώρα κάθε μέρα.
– Η παρατεταμένη ή πολύ έντονη άσκηση μπορεί να προκαλέσει την παραγωγή αδρεναλίνης και άλλων ορμονών που ανταγωνίζονται τη δράση της ινσουλίνης και μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου. Η συμμετοχή σε τέτοιου είδους άσκηση μπορεί να οδηγήσει στην ανάγκη τροποποίησης του σχήματος ινσουλίνης/αντιδιαβητικών δισκίων, κάτι το οποίο θα πρέπει να γίνεται σε συνεννόηση με τον γιατρό.
– Θα πρέπει ακόμη να δίνεται προσοχή όταν η άσκηση γίνεται σε ώρες που τα φάρμακα έχουν τη μεγαλύτερη δράση, καθώς μπορεί να χρειαστεί μείωση της δόσης της βασικής ή γευματικής ινσουλίνης, την οποία επίσης θα προσαρμόσει ο γιατρός.
– Τέλος, βασικό είναι το άτομο να μετρά το σάκχαρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση και να έχει πάντα μαζί του ένα σνακ με υδατάνθρακες (φρούτο, χυμός) για την περίπτωση υπογλυκαιμίας.

Γενικές οδηγίες

– Ξεκινήστε αργά και σταδιακά και αυξήστε την ένταση και τη διάρκεια.
– Να ασκείστε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα για περίπου 30 λεπτά κάθε φορά. Ένα καλό πρόγραμμα άσκησης περιλαμβάνει 5 με 10 λεπτά προθέρμανση, τουλάχιστον 15 με 30 λεπτά συνεχή αερόβια άσκηση (γρήγορο περπάτημα ή ποδηλασία) και 5 λεπτά χαλάρωση στο τέλος.
– Προσθέστε σε αυτό το πρόγραμμα ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης ή αντίστασης 2 με 3 φορές την εβδομάδα.
– Αν έχετε παραπανίσια κιλά μια καλή ιδέα είναι η γυμναστική στο νερό. Άλλες επιλογές είναι η ποδηλασία ή το κολύμπι.
– Να πίνετε νερό κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση για την αποφυγή της αφυδάτωσης.
– Σταματήστε την άσκηση αν νιώσετε αδικαιολόγητο πόνο στους μυς και στις αρθρώσεις.
– Τα άνετα παπούτσια και η φροντίδα των ποδιών είναι σημαντικά.

Διαβήτης τύπου 1

Να σημειωθεί ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 1, των οποίων τα σάκχαρο είναι πάνω από 250 mg/dL αλλά έχουν και θετικές κετόνες στα ούρα ή στο αίμα, δεν θα πρέπει να ξεκινήσουν την άσκηση διότι θα αυξήσουν ακόμα περισσότερο τα επίπεδα σακχάρου.


Obesity.jpg

2 Σεπτεμβρίου, 2016 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία2

Το κοιλιακό λίπος, το οποίο είναι γνωστό και ως κεντρική ή ανδρική παχυσαρκία, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό του γενικού πληθυσμού. Η συσσώρευση του λίπους στην περιοχή της κοιλιάς θεωρείται επικίνδυνη καθώς επιδρά «τοξικά» σε όλα τα όργανα και τα αγγεία του οργανισμού.

Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντίθεση με το λίπος που συσσωρεύεται στους γοφούς και στα υπόλοιπα σημεία, το λίπος που συγκεντρώνεται γύρω από τα εσωτερικά όργανα της κοιλιάς είναι μεταβολικώς ενεργό και εκκρίνει περισσότερες φλεγμονώδεις, τοξικές και χημικές ουσίες. Οι ουσίες αυτές συνδέονται με αρκετές νοσηρές καταστάσεις όπως:

– η αύξηση της αρτηριακής πίεσης,
– η μείωση της «καλής» χοληστερόλης (HDL) και η αύξηση της «κακής» χοληστερόλης (LDL),
– η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη, η μείωση δηλαδή της ικανότητας των κυττάρων να χρησιμοποιούν ορθά την ινσουλίνη,
– καθώς και η αύξηση της έκκρισης οιστρογόνων.

Το αποτέλεσμα αυτών είναι να πολλαπλασιάζεται σε αυτά τα άτομα η πιθανότητα εκδήλωσης καρδιοπάθειας, σακχαρώδους διαβήτη, μεταβολικού συνδρόμου, καρκίνου του μαστού και του παχέος εντέρου, υπέρτασης και προβλημάτων στη χοληδόχο κύστη.

Γυναίκες και άνδρες με κοιλιακή παχυσαρκία κινδυνεύουν εξίσου, αν και οι άνδρες έχουν συχνότερα πάχος στην κοιλιά από τη νεαρή ηλικία, ενώ οι γυναίκες το εμφανίζουν συνήθως λίγο πριν ή μετά την εμμηνόπαυση.

Το βάρος του ανθρώπινου σώματος εξαρτάται από τις θερμίδες που προσλαμβάνονται από τη διατροφή και από τις θερμίδες που καταναλώνονται καθημερινά. Όταν υπάρχει θετικό πλεόνασμα θερμίδων, δημιουργείται λίπος που κατανέμεται στο σώμα σε διάφορες περιοχές, όπως η κοιλιά, οι γοφοί, οι βραχίονες και αλλού. Η αύξηση του σωματικού βάρους επηρεάζεται επίσης και από την αύξηση της ηλικίας, καθώς συνήθως παρατηρείται μείωση της μυϊκής μάζας και αύξηση του λίπους. Η μείωση των μυών μειώνει την κατανάλωση θερμίδων, γεγονός που ευνοεί την αύξηση του βάρους σώματος με απόκτηση περιττών κιλών.

Η παθολογική σημασία όμως της άθροισης λίπους στην κοιλιά παραμένει ακόμα και εάν το σωματικό βάρος εμφανίζεται φυσιολογικό.

Η μείωση του περιττού σωματικού βάρους μειώνει την περίμετρο της κοιλιάς. Το σπλαγχνικό λίπος ελαττώνεται από τη δίαιτα και τη σωματική άσκηση.


baby-1151346_1280.jpg

27 Ιουλίου, 2016 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία0

Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που μπαίνουν νωρίς για ύπνο έχουν μικρότερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκοι έφηβοι, αναφέρει νέα έρευνα.

Επιστήμονες από το Ohio State University στο Columbus εξέτασαν στοιχεία από 977 παιδιά που είχαν γεννηθεί το 1991 και τα παρακολουθούσαν μέχρι τα 15 τους χρόνια.

Όταν είχαν γίνει 4 χρόνων, οι μητέρες τους είχαν δηλώσει τι ώρα έμπαιναν συνήθως για ύπνο. Όπως είχαν πει, τα μισά έμπαιναν για ύπνο γύρω στις 8-9 το βράδυ, το 25% στις 8 ή νωρίτερα και τα υπόλοιπα μετά τις 9.

Όταν οι ερευνητές εξέτασαν το σωματικό βάρος των παιδιών σε ηλικία 15 ετών ανακάλυψαν πως όσα έμπαιναν στην προσχολική ηλικία για ύπνο στις 8 είχαν τις μισές πιθανότητες να είναι παχύσαρκα συγκριτικά με όσα ήταν ξύπνια μέχρι τις 9.

Η πιθανότητα παχυσαρκίας ήταν μεγαλύτερη για τα παιδιά που έμπαιναν για ύπνο ανάμεσα στις 8 και στις 9 το βράδυ και μέγιστη για όσα κοιμόντουσαν μετά τις 9, γράφουν η Dr. Sarah Anderson, Associate Professor Epidemiology, College of Public Health, Ohio State University, και οι συνεργάτες της στο περιοδικό Journal of Pediatrics.

“Η ενθάρρυνση των μικρών παιδιών να μπαίνουν νωρίς για ύπνο μπορεί να αποτελεί έναν τρόπο πρόληψης της υπερβολικής αύξησης του σωματικού βάρους” δήλωσε η Anderson.

Οι ερευνητές συνυπολόγισαν κι άλλους πιθανούς παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την πιθανότητα παχυσαρκίας όπως την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των γονέων, την παχυσαρκία της μητέρας και την ποιότητα της σχέσης μητέρας-παιδιού. Απεδείχθη όμως ότι τα συμπεράσματά τους παρέμεναν ισχυρά.

Αν και η Anderson παραδέχτηκε πως δεν είναι πάντα εύκολο να μπαίνουν τα παιδιά νωρίς για ύπνο, ειδικά όταν δουλεύουν οι γονείς τους, πρόσθεσε πως είναι σημαντικό να βάζουν ως προτεραιότητα την ανάγκη του παιδιού για επαρκή ύπνο, γιατί έτσι θέτουν τα θεμέλια για μια υγιή ζωή στο μέλλον.

Πηγή: iatronet.gr


snoring.jpg

Το σύνδρομο άπνοιας του ύπνου είναι μία διαταραχή κατά την οποία η αναπνοή σταματά για μικρά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια του ύπνου. Οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτήν συνήθως δεν αντιλαμβάνονται ότι η αναπνοή τους σταματά κατά τη διάρκειά του ύπνου. Συχνά ακούνε από άτομα της οικογένειάς τους ότι ροχαλίζουν το βράδυ και ότι κάποιες φορές η αναπνοή τους σταματά όταν κοιμούνται.

Η άπνοια του ύπνου μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμη και τα παιδιά. Στους παράγοντες που συμβάλλουν στον κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου εντάσσονται το φύλο (πιο συχνά στους άνδρες), η ηλικία (συχνότερη άνω των 30 ετών), οι παραμορφώσεις της σπονδυλικής στήλης (π.χ. σκολίωση), η παχυσαρκία, η περίμετρος του λαιμού, το κάπνισμα, η διόγκωση των ιστών της μύτης, του λαιμού και του στόματος, οι κακές συνήθειες ύπνου κ.λπ.

Στα κυριότερα συμπτώματα του συνδρόμου περιλαμβάνονται το δυνατό ροχαλητό και η διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου, το αίσθημα της κόπωσης και η υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη η άπνοια του ύπνου είναι αρκετά επικίνδυνη εάν παραμείνει χωρίς θεραπεία, διότι αποτελεί αιτία απορύθμισης των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα. Αν όμως γίνει εγκαίρως η διάγνωση και δοθεί η κατάλληλη θεραπεία, τότε και ο διαβήτης ρυθμίζεται καλύτερα. Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται με τη μελέτη του ύπνου σε ειδικό εργαστήριο.

Η πιο αποτελεσματική θεραπεία είναι η χρήσης μιας συσκευής που ονομάζεται CPAP. Οι άνθρωποι που τη χρησιμοποιούν, φορούν μια μάσκα που παρέχει οξυγόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου τους, η οποία βοηθά στη διατήρηση της διάνοιξης των αεραγωγών έτσι ώστε η αναπνοή να είναι κανονική.

Το άτομο θα πρέπει επίσης να μην κοιμάται ανάσκελα, να προσπαθήσει να χάσει το βάρος εάν είναι υπέρβαρο και να μην κάνει χρήση αλκοόλ και ηρεμιστικών, διότι η χρήση τους επιδεινώνει την άπνοια.

Στους κινδύνους που συνδέονται με το σύνδρομο άπνοιας του ύπνου, περιλαμβάνονται τα συχνά τροχαία ατυχήματα λόγω της υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, η αύξηση της αρτηριακής πίεσης, η οποία προκαλεί αρρυθμίες και προδιαθέτει για σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα, ενώ στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη και άπνοια το σύνδρομο της αποφρακτικής άπνοιας προκαλεί δυσκολία στη ρύθμισή του.


appetite-1239056_1280.jpg

Βελτίωση της ποιότητας ζωής απλώς με μείωση των θερμίδων που λαμβάνονται μέσω της διατροφής υπόσχονται ερευνητές στα άτομα φυσιολογικού βάρους, καθώς τα αποτελέσματα της έρευνάς τους έδειξαν ότι ο περιορισμός των θερμίδων κατά 25% για δύο χρόνια συνδέεται με καλύτερη, σχετιζόμενη με την υγεία, ποιότητα ζωής.

Η μελέτη «Επίδραση του περιορισμού των θερμίδων στη διάθεση, την ποιότητα ζωής, τον ύπνο και τη σεξουαλική λειτουργία σε υγιείς μη παχύσαρκους ενήλικες: Η CALERIE 2 τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη», που πραγματοποιήθηκε από ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον δρ. Corby Κ. Martin του Κέντρου Ερευνών Pennington Biomedical στο Baton Rouge αποσκοπούσε στην επαλήθευση ή διάψευση της εικασίας ορισμένων επιστημόνων ότι ο περιορισμός των προσλαμβανόμενων θερμίδων επηρεάζει αρνητικά τον άνθρωπο, προκαλώντας μειωμένη αντοχή, καταθλιπτική διάθεση και ευερεθιστότητα.

«Είναι ήδη επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι ο έλεγχος της τροφής που λαμβάνεται, σε καθημερινή βάση, οδηγεί τους υπέρβαρους ή παχύσαρκους ανθρώπους σε απώλεια σωματικού βάρους, η οποία επιφέρει τεράστια οφέλη στη υγεία, όπως μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης διαβήτη ή εξάλειψή του, μικρότερο κίνδυνο υπέρτασης, καρδιαγγειακών παθήσεων, εγκεφαλικού, αρθρίτιδας αλλά και βελτίωση του ύπνου και της ποιότητας ζωής.

Τα ευρήματα της μελέτης υποστηρίζουν ότι η θετική αυτή επίδραση ισχύει και για τους ανθρώπους που δεν έχουν προβλήματα βάρους, οι οποίοι επιλέγοντας να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο θα μπορούσαν μελλοντικά να απολαύσουν τη ζωή τους έχοντας καλύτερη υγεία και λιγότερες ασθένειες», σημειώνει ο γενικός χειρουργός και ειδικός σε θέματα παχυσαρκίας δρ. Γιώργος Σπηλιόπουλος.

Στην κλινική δοκιμή, η οποία διεξήχθη σε τρία ακαδημαϊκά ερευνητικά ιδρύματα, 220 άνδρες και γυναίκες με ΔΜΣ 22-28 εντάχθηκαν και χωρίστηκαν σε δυο ομάδες σε αναλογία σχεδόν δύο προς ένα: στη μεγαλύτερη ομάδα ανατέθηκε για δύο χρόνια ο περιορισμός των θερμίδων κατά 25% (ομάδα CR) και η άλλη ήταν μια ομάδα ελέγχου (ομάδα AL). Η ανάλυση περιελάμβανε 218 συμμετέχοντες και τα δεδομένα συλλέχθηκαν κατά την έναρξη της μελέτης, στον πρώτο χρόνο και μετά από δύο χρόνια.

Η κλινική δοκιμή, που δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή έκδοση του JAMA Internal Medicine, κατέδειξε ότι ο περιορισμός θερμίδων έχει θετικές επιδράσεις στη σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής και καμία αρνητική επίπτωση. Οι αναλύσεις υποστήριξαν τη συσχέτιση μεταξύ της απώλειας βάρους και τη βελτίωση της σχετιζόμενης με την υγεία ποιότητας ζωής.

Εκτός από την απώλεια βάρους, η ομάδα CR παρουσίασε σημαντικά βελτιωμένη διάθεση, γενική υγεία και μειωμένη ένταση τον 24ο μήνα, καθώς και βελτιωμένη διάρκεια ύπνου κατά τον 12ο μήνα, συγκριτικά με την ομάδα AL. Η μεγαλύτερη απώλεια βάρους που παρατηρήθηκε στην ομάδα CR τον 24ο μήνα συσχετίστηκε με αυξημένο σθένος και λιγότερες διαταραχές της διάθεσης, βελτιωμένη γενική υγεία, και καλύτερη ποιότητα ύπνου.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματά τους είναι χρήσιμα για τους επαγγελματίες υγειονομικής περίθαλψης, επειδή παρέχουν στοιχεία σχετικά με την επίδραση του περιορισμού των προσλαμβανόμενων θερμίδων στην σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής και στις ορμόνες στους άνδρες.

«Οι θετικές επιπτώσεις του περιορισμού των θερμίδων, δηλαδή η απαλλαγή από νόσους και η καλύτερη ποιότητα ζωής που αυτή συνεπάγεται, αυξάνουν την πιθανότητα οι άνθρωποι να περιορίσουν τις θερμίδες που λαμβάνουν. Σε βάθος χρόνου η συγκεκριμένη τακτική μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό της αύξησης του βάρους που παρατηρείται συχνά μετά την 6η δεκαετία της ζωής, με όλα τα πλεονεκτήματα που αυτό επιφέρει», καταλήγει ο δρ. Σπηλιόπουλος.

Πηγή: tanea.gr

Obesity.jpg

Το πως προκαλεί νόσο η παχυσαρκία στα όργανα που βρίσκονται μακριά από αυτά, στα οποία συσσωρεύεται λίπος, δεν είναι πολύ γνωστό. Ομάδα επιστημόνων όμως προχώρησε ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση των σχέσεων μεταξύ της παχυσαρκίας και των συνδεόμενων νόσων που αυτή προκαλεί.

Ο Taru Tukiainen, του Institute for Molecular Medicine Finland (FIMM), και συνεργάτες του από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ εξέτασαν τη σχέση μεταξύ Δείκτη Μάζας Σώματος και γονιδιακής έκφρασης σε 44 είδη ιστού, περιλαμβανομένων ορισμένων που σπάνια είναι προσβάσιμοι σε μεγάλου μεγέθους δείγματα.

Οι ερευνητές μελέτησαν ιστούς από πτωματικούς δότες και το δείγμα ήταν πολύ πιο ευρύ από ότι είναι συνήθως δυνατό. Ο Tukiainen πρόσθεσε ότι είναι η πρώτη φορά που εξερευνώνται τέτοιες αλλαγές στη λειτουργία του ανθρώπινου ιστού σαν αποτέλεσμα των αλλαγών στο Δείκτη Μάζας Σώματος.

Ανακάλυψαν ταυτόχρονες αλλαγές ως αποτέλεσμα της παχυσαρκίας σε σχεδόν όλους τους ιστούς που μελετήθηκαν. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η παχυσαρκία είναι συστημική νόσος και ιδιαίτερα πάθηση συστημικής φλεγμονής.

Οι αλλαγές στη λειτουργία των ιστών φάνηκε να μοιράζονται μερικώς μόνο, μεταξύ διαφόρων ειδών ιστών. Ορισμένοι δρουν σαφώς σε ζεύγη, με το ένα μέρος να αναπληρώνει ή να ενισχύει τη δυσλειτουργία του άλλου, δήλωσε ο ερευνητής. Αν και οι αλλαγές του τρόπου ζωής είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησης της παχυσαρκίας μπορεί να είναι δύσκολο να υιοθετηθούν.

Επομένως, οι βιολογικές διαδικασίες που εντοπίστηκαν από τους ερευνητές μπορεί ενδεχομένως να συμβάλλουν στην αγωγή της παχυσαρκίας, εντοπίζοντας πιθανούς στόχους για φάρμακα και ιδιαίτερα για ιστούς, δήλωσαν οι ερευνητές. Τα αποτελέσματα μπορεί επίσης ενδεχομένως να βοηθούν στο διαχωρισμό ομάδων ανθρώπων που έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών και να οδηγήσουν προς εξατομικευμένη φροντίδα.

Η έρευνα παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της European Society of Human Genetics.

Πηγή: iatronet.gr

man-people-space-desk.jpg

27 Απριλίου, 2016 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία0

Νέα έρευνα υποδεικνύει ότι η μείωση του χρόνου καθισιού στην εργασία κατά 71 λεπτά την ημέρα, μπορεί να έχει θετική επίδραση μακροπρόθεσμα, κάτι που μπορεί να συμβάλει στη μακροζωία.

Τα συχνά διαλείμματα για τη μείωση του χρόνου που κάθεται κάποιος στη δουλειά μπορεί να βοηθήσουν να περιοριστεί το υπερβάλλον σωματικό λίπος και να υποχωρήσει ο κίνδυνος καρδιοπάθειας, διαβήτη και πρόωρου θανάτου, αναφέρει η έρευνα.

Τα ευρήματα έδειξαν μείωση 0.61% στο σωματικό λίπος των συμμετεχόντων. Αυτό προέκυψε από μείωση του χρόνου καθισιού κατά 71 λεπτά την ημέρα, κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας μετά από ένα μήνα. Ερευνητές του University of Southern Denmark, του National Research Centre for Prevention and Health και του University of Sydney προέβησαν σε παρεμβατική ενέργεια για τη μείωση του χρόνου παρατεταμένου καθισιού.

Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε 317 εργαζομένους σε 19 γραφεία στη Δανία και τη Γροιλανδία που τοποθετήθηκαν τυχαία σε ομάδες παρέμβασης ή ελέγχου. Η ομάδα παρέμβασης περιλάμβανε αλλαγές του περιβάλλοντος του γραφείου, μια διάλεξη και ένα workshop, στο οποίο οι εργαζόμενοι ενθαρρύνθηκαν να χρησιμοποιήσουν γραφεία στα οποία σηκώνονταν και όρθιοι.

Φορώντας στους συμμετέχοντες επιταχυνσιόμετρο, οι ερευνητές μέτρησαν τα αποτελέσματα σε μια εβδομάδα πέντε εργάσιμων ημερών.

Μετά από ένα μήνα, οι συμμετέχοντες στην ομάδα παρέμβασης κάθισαν για 71 λεπτά λιγότερο σε εργάσιμη ημέρα 8 ωρών, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Μετά από 3 μήνες ο χρόνος μειώθηκε σε 48 λεπτά. Η έρευνα ανακάλυψε ότι ο αριθμός των βημάτων ανά εργάσιμη ώρα ήταν 7% υψηλότερος στον ένα μήνα και 8% υψηλότερος στους 3 μήνες.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό International Journal of Epidemiology.

Πηγή: iatronet.gr


pexels-photo-54289.jpeg

Ενώ είναι ήδη γνωστό ότι οι παχύσαρκες ή πάσχουσες από διαβήτη έγκυες γυναίκες είναι πιθανόν να γεννήσουν αφύσικα μεγάλα παιδιά, τώρα μια νέα μελέτη διαπιστώνει ότι αυτή η ταχεία εμβρυϊκή ανάπτυξη συμβαίνει από τα πρώιμα στάδια της εγκυμοσύνης.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού εντύπου Diabetes Care, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, με επικεφαλής τον δρ. Γκορντον Σμιθ, παρατήρησαν ότι τα έμβρυα γυναικών με παχυσαρκία ή διαβήτη κύησης είναι ήδη υπερβολικά μεγάλα κατά τον έκτο μήνα της κύησης.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες ο έλεγχος των εγκύων για διαβήτη κύησης γίνεται συνήθως στις 24 εβδομάδες κυοφορίας. Έτσι, η νέα μελέτη θέτει το εύλογο ερώτημα μήπως ο έλεγχος γίνεται καθυστερημένα.

«Η μελέτη μας δείχνει ότι τα έμβρυα των παχύσαρκων γυναικών ήταν πιθανότερο να είναι υπερβολικά μεγάλα πέριξ της κοιλιακής χώρας ακόμα και κατά την 20η εβδομάδα κυοφορίας. Οι γυναίκες που είχαν διαγνωστεί με διαβήτη κύησης είναι ανάλογα ευρήματα, αν και παρατηρήσαμε την ταχεία ανάπτυξη των εμβρύων λίγο αργότερα, στην 28η εβδομάδα της κύησης», εξηγεί ο δρ. Σμιθ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μελέτες έχουν ήδη τεκμηριώσει ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο μεγάλο σωματικό βάρος γέννησης και μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας, όπως παχυσαρκία και διαβήτη.

Οι βρετανοί ερευνητές μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 4.000 νέες μητέρες, τις οποίες είχαν θέσει υπό ιατρική παρακολούθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης. Πάνω από το 4% είχαν διαγνωστεί με διαβήτη κύησης κατά τη διάρκεια ή μετά την 28η εβδομάδα κυοφορίας.

Με υπερηχογραφικό έλεγχο ο δρ. Σμιθ και οι συνεργάτες του εντόπισαν πρώιμα σημάδια ταχείας εμβρυϊκής ανάπτυξης στις παχύσαρκες γυναίκες. Τα έμβρυα αυτά ήταν 63% πιθανότερο να έχουν αφύσικα μεγάλη κοιλιακή ανάπτυξη κατά την 20η εβδομάδα κυοφορίας, έναντι των εμβρύων γυναικών με χαμηλότερο σωματικό βάρος.

Όταν οι ερευνητές εστίασαν στις γυναίκες που τελικά διαγνώστηκαν με διαβήτη, τα έμβρυα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν πλεονάζουσα ανάπτυξη κατά την 28η εβδομάδα κυοφορίας, έναντι των γυναικών χωρίς διαβήτη.

Οι μητέρες που ήταν παχύσαρκες και πάσχουσες από διαβήτη είχαν τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα έμβρυα. Αυτά είχαν πενταπλάσιες πιθανότητες να έχουν πλεονάζουσα ανάπτυξη κατά την 28η εβδομάδα, συγκριτικά με έμβρυα γυναικών που δεν ήταν ούτε παχύσαρκες, ούτε πάσχουσες από διαβήτη.

Ο δρ. Σμιθ εξηγεί ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν ο πρώιμος έλεγχος για διαβήτη κύησης θα πρέπει να εφαρμοστεί ευρέως και κατά πόσο κάτι τέτοιο θα ωφελούσε γυναίκες και παιδιά.

Προς το παρόν λοιπόν οι ειδικοί συμβουλεύουν τις μέλλουσες μητέρες να προσέχουν περισσότερο το σωματικό τους βάρους, το πριν όσο και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ειδικά να είναι παχύσαρκες ή πάσχουν ήδη από διαβήτη.

Πηγή: Health.in.gr

Insulin-Resistance.png

Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι ένας όρος που περιγράφει τη μειωμένη ικανότητα του οργανισμού – και κυρίως των μυϊκών ιστών και των ιστών του λίπους – να ανταποκριθεί στη δράση της.

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας, επιτελώντας διάφορες λειτουργίες, εκ των οποίων μία είναι η διοχέτευση της γλυκόζης στα κύτταρα. Τα κύτταρα την χρησιμοποιούν για να παραγουν ενέργεια και για να αποθηκεύσουν την περισσευούμενη για μελλοντική χρήση.

Ο οργανισμός όμως ενός ανθεκτικού στην ινσουλίνη ατόμου αντιλαμβάνεται την κατάσταση αυτή ως έλλειψη της ορμόνης, παράγοντας επιπλέον ποσότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία υψηλών επιπέδων ινσουλίνης στο αίμα (υπερινσουλιναιμία) και την υπερβολική διέγερση ορισμένων ιστών που έχουν παραμείνει ευαίσθητοι στην ινσουλίνη. Με την πάροδο του χρόνου αυτή η διαδικασία προκαλεί ανισορροπία μεταξύ γλυκόζης και ινσουλίνης, η οποία αν μείνει χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε διάφορα μέρη του σώματος.

Τα αίτια

Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι μια κατάσταση που παρατηρείται συχνά, τόσο σε πολλές ασθένειες όσο και σε φαινομενικά υγιή άτομα.

Τα αίτια δεν είναι πλήρως κατανοητά, ωστόσο θεωρείται ότι οφείλεται εν μέρει σε γενετικούς παράγοντες και στον τρόπο ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι με ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη δεν έχουν καθόλου συμπτώματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις το σώμα είναι ικανό να συμβαδίσει με την ανάγκη για επιπλέον παραγωγή ινσουλίνης για πολλά χρόνια.

Όταν όμως η παραγωγή αρχίζει να μην μπορεί να συμβαδίσει με τις ανάγκες του σώματος, τότε επέρχεται η υπεργλυκαιμία, όπου η ποσότητα της γλυκόζης φτάνει σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο. Η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη είναι συνεπώς ένας αιτιολογικός παράγοντας για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2.

Από την άλλη, η αύξηση των επιπέδων των λιπιδίων μπορεί να προκαλέσει εναπόθεση λιπαρών πλακών στις αρτηρίες, που μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακή νόσο και εγκεφαλικό. Άλλες παθολογικές καταστάσεις με τις οποίες έχει συνδεθεί η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη είναι η παχυσαρκία, η υπέρταση, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος.

Σημειώνεται πάντως ότι πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από τα παραπάνω δεν έχουν ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη και, ομοίως, πολλά άτομα που έχουν ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη δε θα τις αναπτύξουν ποτέ. Συνήθως οι δύο καταστάσεις απλά συνυπάρχουν και θεωρείται ότι η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη μπορεί να συντελεί στην ανάπτυξη ή στην επιδείνωσή τους.

Θεραπεία

Η θεραπεία της ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη περιλαμβάνει τη μείωση του υπερβολικού βάρους, την τακτική σωματική άσκηση μέτριας έντασης και την αύξηση των φυτικών ινών μέσω της διατροφής, ώστε να μειωθούν τα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα.

Η απώλεια βάρους και η τακτική άσκηση μπορούν να μειώσουν την αρτηριακή πίεση, να αυξήσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη, να μειώσουν τα επίπεδα τριγλυκεριδίων και της LDL χοληστερόλης, καθώς και να αυξήσουν τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης.

Οι θεραπείες με φάρμακα επίσης μπορεί να είναι αναγκαίες για τον έλεγχο οποιονδήποτε παθολογικών καταστάσεων ή ασθενειών προκύψουν.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.