Blog

Screen-Shot-2021-02-22-at-18.00.18-1024x681.png

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη είναι γνωστό πως είναι πιο ευάλωτα στις λοιμώξεις και ειδικότερα έχει διαπιστωθεί πως έχουν 2-3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν από τον κορονοϊό, ανεξάρτητα από το αν συνυπάρχουν ή όχι άλλα προβλήματα υγείας.

Μπορεί όμως η COVID-19 με τη σειρά της να προκαλέσει σακχαρώδη διαβήτη; Είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που τίθενται το τελευταίο διάστημα, το οποίο απασχολεί την ιατρική κοινότητα, με αφορμή τα πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα.

Ο λόγος για μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Diabetes, Obesity and Metabolism, η οποία έδειξε ότι το 14% των ασθενών σε σύνολο άνω των 3700 ατόμων που νοσηλεύτηκαν για COVID-19, παρουσίασαν διαβήτη μετά το πέρας της νοσηλείας τους.

Πώς συνδέεται η COVID-19 με το διαβήτη

Ο μηχανισμός της παραπάνω σύνδεσης δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί, ωστόσο οι θεωρίες που διατυπώνονται, επικεντρώνονται στους υποδοχείς του ACE2, μέσω των οποίων είναι γνωστό ότι ο ιός εισέρχεται στα κύτταρα του αναπνευστικού συστήματος. Η σύνδεση αυτή αποδίδεται στο ότι τους ίδιους υποδοχείς φέρουν και τα β κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και έτσι η είσοδος του ιού στα κύτταρα αυτά μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία τους ή ακόμα και να τα καταστρέψει.

Υπενθυμίζεται ότι ο διαβήτης εμφανίζεται όταν διαταράσσονται τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Η ινσουλίνη βοηθά στη ρύθμιση των επιπέδων της γλυκόζης. Στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 ο οργανισμός παράγει πολύ χαμηλές ποσότητες ή καθόλου ινσουλίνη, ενώ στον διαβήτη τύπου 2 ο οργανισμός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ινσουλίνη με σωστό τρόπο (αντίσταση στην ινσουλίνη).

Αυτό που συμπεραίνεται από τα μέχρι σήμερα δεδομένα είναι ότι η σύνδεση ανάμεσα στην COVID-19 και το διαβήτη είναι αμφίδρομη. Οι ασθενείς δηλαδή με διαβήτη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο COVID-19, αλλά και οι ασθενείς με COVID-19 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη.

Μετά την ανάρρωση από την COVID-19

Υπάρχουν ακόμα αρκετά αναπάντητα ερωτήματα σήμερα σχετικά με την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη κατά την ανάρρωση από COVID-19.

Οι ασθενείς που αναρρώνουν από COVID-19 θα πρέπει να βρίσκονται σε επαγρύπνηση για την εμφάνιση χρονίων συμπτωμάτων από τη λοίμωξη. Διότι δεν αποκλείεται η παραγωγή ινσουλίνης να είναι περιορισμένη τις πρώτες εβδομάδες μετά το εξιτήριο και έτσι ορισμένοι ασθενείς να χρειαστεί να περιορίσουν την κατανάλωση υδατανθράκων.

Background photo created by xb100 – www.freepik.com


world-diabetes-day-close-up-picture-using-medical-device-check-glucose-blood-1024x536.png

11 Ιανουαρίου, 2021 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Βελτιωμένα επίπεδα τόσο της γλυκόζης νηστείας όσο και της μεταγευματικής, καθώς και μειωμένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάντα προσφέρουν οι νεότερερες φαρμακευτικές θεραπείες που διατίθενται σήμερα για τη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη.

Ο λόγος για τους αναστολείς συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης, μια θεραπευτική κατηγορία φαρμάκων για το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που δρα αναστέλλοντας τη νεφρική επαναρρόφηση της γλυκόζης με μηχανισμό ανεξάρτητο από την ινσουλίνη.

Η δράση των φαρμάκων αυτών έγκειται στην αναστολή των συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης υπότυπου 2 (SGLT2), οι οποίες προάγουν την επαναρρόφηση της μεγαλύτερης ποσότητας διηθούμενης γλυκόζης από τα εγγύς νεφρικά σωληνάρια, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αποβολή γλυκόζης στα ούρα (γλυκοζουρία) και να μειώνεται η υπεργλυκαιμία.

Επιπλέον, με τον αποκλεισμό των συμμεταφορέων SGLT2, οι συμμεταφορείς SGLT1 που έχουν μικρότερη μεταφορική δυνατότητα, επωμίζονται το μεγαλύτερο φόρτο στην επαναρρόφηση της γλυκόζης ώστε να αποτρέπονται ανεπιθύμητες υπογλυκαιμίες.

Δαπαγλιφλοζίνη

Η δαπαγλιφλοζίνη είναι ένας από τους εκπρόσωπους αυτής της κατηγορίας φαρμάκων. Πρόκειται για ένα ισχυρό, εκλεκτικό και αναστρέψιμο αναστολέα του υπότυπου 2 του συμμεταφορέα νατρίου και γλυκόζης (SGLT2) με μεγαλύτερη εκλεκτικότητα για τον συμμεταφορέα SGLT2 έναντι του SGLT1 (το βασικό μεταφορέα στον εντερικό βλεννογόνο που ευθύνεται για την απορρόφηση της γλυκόζης).

Οι κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η δαπαγλιφλοζίνη βελτιώνει τόσο τα επίπεδα της γλυκόζης πλάσματος νηστείας όσο και της μεταγευματικής γλυκόζης, μειώνοντας τη νεφρική επαναρρόφηση της γλυκόζης, που τελικά επιφέρει απέκκριση της γλυκόζης στα ούρα.

Η χρήση της ενδείκνυται σε ενήλικες ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 για τη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου, όταν η δίαιτα και η άσκηση από μόνες τους δεν παρέχουν ικανοποιητικό γλυκαιμικό έλεγχο, αλλά και δεν συνιστάται η χορήγηση μετφορμίνης λόγω δυσανεξίας ή σε συνδυασμό με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν τη γλυκόζη.

Εμπαγλιφλοζίνη

Η εμπαγλιφλοζίνη, ένας ακόμη εκ των εκπροσώπων της κατηγορίας, είναι ένας υψηλής εκλεκτικότητας αναστολέας του συμμεταφορέα νατρίου και γλυκόζης υποτύπου 2 (SGLT2).

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών, η εμπαγλιφλοζίνη κατάφερε να επιτύχει μείωση κατά 14% του κίνδυνου καρδιαγγειακού θανάτου, μη θανατηφόρου καρδιακής προσβολής ή μη θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου, όταν προστέθηκε στην καθιερωμένη φαρμακευτική αγωγή, σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και υψηλό κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάντα.

Η λήψη της εμπαγλιφλοζίνης επιπλέον της καθιερωμένης θεραπευτικής αγωγής μείωσε τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο κατά 38%.

Επίσης, η θεραπεία με εμπαγλιφλοζίνη οδήγησε σε χαμηλότερο κίνδυνο για θνησιμότητα οποιασδήποτε αιτιολογίας (μείωση κατά 32%) και νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια (μείωση κατά 35%).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το προσδόκιμο επιβίωσης των ατόμων με διαβήτη τύπου 2 και υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι κατά μέσο όρο μειωμένο έως 12 χρόνια, ενώ ποσοστό έως 50% των θανάτων σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 οφείλεται στα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα όμως δεν είναι το μόνο μέτωπο στο οποίο έδειξε αποτελεσματικότητα η εμπαγλιφλοζίνη. Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα το συγκεκριμένο φάρμακο μείωσε σημαντικά την επιδείνωση της νεφροπάθειας κατά 39% σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.

Πηγή: European Medicines Agency
Photo credit: World photo created by jcomp – www.freepik.com


Screen-Shot-2019-04-19-at-14.53.22-1024x683.png

9 Σεπτεμβρίου, 2019 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια μεταβολική νόσος που χαρακτηρίζεται από αύξηση των επιπέδων του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα και οφείλεται σε απόλυτη ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης ή και μειονεκτική δράση της.

Η αντιμετώπισή του βασίζεται στον τρόπο ζωής του ατόμου και κυρίως στις διατροφικές συνήθειες. Τα άτομα με διαβήτη χρειάζεται να τρέφονται υγιεινά, να έχουν φυσιολογικό βάρος και να διατηρούν σε φυσιολογικά επίπεδα το σάκχαρο, τα λιπίδια αίματος και την αρτηριακή πίεση. Η σωστή επιλογή των τροφών σε συνδυασμό με τη συχνή σωματική δραστηριότητα βοηθούν στην επίτευξη των ανωτέρω στόχων.

Γενικότερα αυτό που συμβαίνει στην περίπτωση του διαβήτη είναι ότι η λήψη ζάχαρης, υδατανθράκων και λιπαρών αυξάνει απότομα τη γλυκόζη στο αίμα, προκαλώντας υπεργλυκαιμία. Προκύπτουν έτσι αυξημένες απαιτήσεις σε ινσουλίνη και ακολουθεί η απότομη μείωση του σακχάρου (υπογλυκαιμία). Αυτές οι απότομες αυξομειώσεις δεν βοηθούν στην επίτευξη του γλυκαιμικού ελέγχου, ο οποίος είναι ο στόχος διαχείρισης της νόσου. Για τον λόγο αυτό τα γλυκά αποτελούν μια κατηγορία τροφίμων, τα οποία παραδοσιακά αποφεύγονται από τα άτομα με διαβήτη.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να απολαύσουν κάποιο επιδόρπιο. Μπορούν να καταναλώνουν τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, ώστε να αποφεύγονται οι απότομες αυτές οι αυξομειώσεις. Ο γλυκαιμικός δείκτης μετράει το βαθμό και το ρυθμό αύξησης του σακχάρου μετά την κατανάλωση ενός συγκεκριμένου τροφίμου. Τα τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη απελευθερώνουν αργά και σταθερά τη γλυκόζη, δίνοντας ενέργεια στο σώμα και αποφεύγοντας τις απότομες αυξομειώσεις των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, που προκαλούνται μετά από γεύματα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη.

Συνεπώς, κατά την επιλογή επιδορπίου τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να αξιολογούν τα εξής χαρακτηριστικά: χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, απουσία ζάχαρης, περιορισμένες θερμίδες και χαμηλά λιπαρά. Όσο για το αν πρέπει ή όχι να αποφεύγονται γενικότερα τα γλυκά, εάν αυτά περιλαμβάνουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, τότε συμβάλλουν και στην αποφυγή ατασθαλιών που φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα.

Food photo created by valeria_aksakova – www.freepik.com


Screen-Shot-2019-05-13-at-19.38.54-1024x523.png

Η σωματική άσκηση σε συνδυασμό με τη διατροφή αποτελούν τον βασικότερο παράγοντα για τη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καθώς μπορεί να ρυθμίσει άμεσα το σάκχαρο στα άτομα εκείνα, ενώ παράλληλα έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνει την επιβίωση σε διαβητικούς και των δύο τύπων.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού). Αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η άσκηση προϋποθέτει κάποιο χρονικό διάστημα για να υπάρχει όφελος: Τριάντα λεπτά μέτριας αεροβικής άσκησης ή και γρήγορο βάδισμα 5 φορές την εβδομάδα και 2 φορές την εβδομάδα αναερόβιας άσκησης όπως είναι τα βάρη και οι αντιστάσεις.

Πριν την άσκηση

Πρέπει να τονιστεί ότι η απότομη άσκηση σε διαβητικούς με καθιστική ζωή μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα, γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να ξεκινούν με ελαφρό περπάτημα και αφού έχουν εξεταστεί από τον γιατρό τους και κάνουν ένα καρδιογράφημα. Στην περίπτωση που προκύψουν συμπτώματα όπως δυσκολία στην ανάσα, πόνος στο στήθος και τις γάμπες όταν γυμνάζονται ή έχουν επιπλοκές από το διαβήτη ή πάσχουν από τη νόσο για πάνω από 10 χρόνια θα πρέπει να κάνουν τεστ κοπώσεως.

Οι κίνδυνοι

Η έντονη σωματική άσκηση μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αρρυθμίες ή και έμφραγμα σε περίπτωση που υπάρχει γνωστό ή όχι πρόβλημα με την καρδιά. Το άτομο μπορεί επίσης να εκδηλώσει υπογλυκαιμία στην περίπτωση που λαμβάνει ινσουλίνη ή φάρμακα που προκαλούν υπογλυκαιμία.

Προκειμένου να την αποφύγει, θα πρέπει να μετρά το σάκχαρό του πριν από την άσκηση. Αν είναι:

  • <90, θα πρέπει να καταναλωθούν 10 με 15 γραμμάρια υδατάνθρακες που σημαίνει μισό ποτήρι χυμό πορτοκάλι, καθώς και μέτρηση του σάκχαρου κατά την άσκηση κάθε μισή ώρα.
  • 90-150, μπορεί να ξεκινήσει η άσκηση αλλά και να καταναλωθούν επίσης 10 με 15 γραμ. υδατανθράκων κάθε μισή ώρα άσκησης, εφόσον αυτή διαρκέσει μια ώρα ή περισσότερο.
  • 150-250, μπορούν να αρχίσουν να ασκούνται και να είναι σε επιφυλακή αν παρουσιάσουν συμπτώματα υπογλυκαιμίας.
  • 250-350, μπορούν να ασκηθούν ελαφρά, δηλαδή χαλαρό περπάτημα, διαφορετικά θα πρέπει να διορθώσουν το σάκχαρο ανάλογα με τις οδηγίες του ιατρού τους.
  • >350, θα πρέπει να  διορθώσουν το σάκχαρο ανάλογα με τις οδηγίες του ιατρού τους και εν συνεχεία να ασκηθούν.

Επίσης, την ημέρα της άσκησης ο διαβητικός θα πρέπει να είναι σε επιφυλακή για υπογλυκαιμία καθώς έχει παρατηρηθεί ότι ακόμα και το νυχτερινό σάκχαρο της ημέρας της άσκησης μπορεί να μειωθεί με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σοβαρές νυχτερινές υπογλυκαιμίες.

Η άσκηση είναι απαραίτητη για τη σωστή ρύθμιση του διαβητικού, όμως προηγουμένως απαιτείται ένα τσεκ απ, καθώς και συνεχής παρακολούθηση ώστε να τροποποιηθούν τα φάρμακα και η δοσολογία τους προς αποφυγή της υπογλυκαιμίας και άλλων επιπλοκών.

People photo created by jcomp – www.freepik.com


OLD91Y0.png

Η μυϊκή άσκηση σε συνδυασμό με τη διατροφή αποτελούν το βασικότερο παράγοντα για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καθώς μπορεί να ρυθμίσει άμεσα τα επίπεδα σακχάρου, ενώ παράλληλα έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνει την επιβίωση σε διαβητικούς και των δύο τύπων.

Η γυμναστική σε γενικές γραμμές μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στους ασθενείς αυτούς, διότι βελτιώνει μεταξύ άλλων τη δράση της ινσουλίνης, μειώνει το πλεονάζον λίπος και βοηθάει στον έλεγχο του σωματικού βάρους, βελτιώνει τη μυϊκή αντοχή και την οστική πυκνότητα, αλλά και προστατεύει την καρδιά και τα αγγεία αυξάνοντας την «καλή» και μειώνοντας την «κακή» χοληστερόλη.

Συνίσταται ωστόσο προσοχή όταν ένα άτομο με διαβήτη πρόκειται να ξεκινήσει γυμναστική, καθώς χρειάζεται να μετρά και να καταγράφει το σάκχαρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση. Αυτή η καταγραφή είναι σημαντική διότι θα αποκαλύψει το πως ανταποκρίνεται το σώμα στην άσκηση και θα βοηθήσει στην αποφυγή επικίνδυνων διακυμάνσεων του σακχάρου.

Οι καταλληλότερες ασκήσεις για κάθε διαβητικό καθορίζονται από τον βαθμό στον οποίο έχει προχωρήσει η κατάσταση της υγείας του. Κάποιες επιπλοκές του διαβήτη, όπως η προχωρημένη αμφιβληστροειδοπάθεια ή νευροπάθεια, μπορεί να κάνουν κάποιες ασκήσεις επικίνδυνες. Ο γιατρός μπορεί να προγραμματίσει μια εξέταση για να εκτιμήσει την ανταπόκριση της καρδιάς του ατόμου στην άσκηση.

Συμβουλές

Αφού έχουν προηγηθεί τα παραπάνω, το άτομο που θα ξεκινήσει τη γυμναστική θα πρέπει να λάβει υπόψη τα εξής:

– Για να μειωθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας θα πρέπει να ακολουθήσει ένα σταθερό πρόγραμμα άσκησης και να προγραμματίσει τα γεύματα και τη λήψη των φαρμάκων την ίδια ώρα κάθε μέρα.
– Η παρατεταμένη ή πολύ έντονη άσκηση μπορεί να προκαλέσει την παραγωγή αδρεναλίνης και άλλων ορμονών που ανταγωνίζονται τη δράση της ινσουλίνης και μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου. Η συμμετοχή σε τέτοιου είδους άσκηση μπορεί να οδηγήσει στην ανάγκη τροποποίησης του σχήματος ινσουλίνης/αντιδιαβητικών δισκίων, κάτι το οποίο θα πρέπει να γίνεται σε συνεννόηση με τον γιατρό.
– Θα πρέπει ακόμη να δίνεται προσοχή όταν η άσκηση γίνεται σε ώρες που τα φάρμακα έχουν τη μεγαλύτερη δράση, καθώς μπορεί να χρειαστεί μείωση της δόσης της βασικής ή γευματικής ινσουλίνης, την οποία επίσης θα προσαρμόσει ο γιατρός.
– Τέλος, βασικό είναι το άτομο να μετρά το σάκχαρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση και να έχει πάντα μαζί του ένα σνακ με υδατάνθρακες (φρούτο, χυμός) για την περίπτωση υπογλυκαιμίας.

Γενικές οδηγίες

– Ξεκινήστε αργά και σταδιακά και αυξήστε την ένταση και τη διάρκεια.
– Να ασκείστε τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα για περίπου 30 λεπτά κάθε φορά. Ένα καλό πρόγραμμα άσκησης περιλαμβάνει 5 με 10 λεπτά προθέρμανση, τουλάχιστον 15 με 30 λεπτά συνεχή αερόβια άσκηση (γρήγορο περπάτημα ή ποδηλασία) και 5 λεπτά χαλάρωση στο τέλος.
– Προσθέστε σε αυτό το πρόγραμμα ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης ή αντίστασης 2 με 3 φορές την εβδομάδα.
– Αν έχετε παραπανίσια κιλά μια καλή ιδέα είναι η γυμναστική στο νερό. Άλλες επιλογές είναι η ποδηλασία ή το κολύμπι.
– Να πίνετε νερό κατά τη διάρκεια και μετά την άσκηση για την αποφυγή της αφυδάτωσης.
– Σταματήστε την άσκηση αν νιώσετε αδικαιολόγητο πόνο στους μυς και στις αρθρώσεις.
– Τα άνετα παπούτσια και η φροντίδα των ποδιών είναι σημαντικά.

Να σημειωθεί ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 1, των οποίων τα σάκχαρο είναι πάνω από 250 mg/dL αλλά έχουν και θετικές κετόνες στα ούρα ή στο αίμα, δεν θα πρέπει να ξεκινήσουν την άσκηση διότι θα αυξήσουν ακόμα περισσότερο τα επίπεδα σακχάρου.

Photo credit: Freepik


Prodiabitis.png

O προδιαβήτης είναι μια μεταβολική διαταραχή κατά την οποία οι τιμές γλυκόζης στο αίμα –το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού– βρίσκονται πάνω από το φυσιολογικό, αλλά όχι σε επίπεδα που να τίθεται η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 εμφάνισαν αρχικά προδιαβήτη. Δεν ισχύει όμως το αντίθετο, δηλαδή όσοι έχουν προδιαβήτη δεν αναπτύσσουν σίγουρα διαβήτη.

Χωρίς συμπτώματα

Ο προδιαβήτης δεν έχει κλινική συμπτωματολογία και δεν αποτελεί ιδιαίτερη νοσολογική οντότητα, πρέπει όμως να ανιχνεύεται έγκαιρα και να αντιμετωπίζεται με την ανάλογη σοβαρότητα, διότι εξελίσσεται σε σακχαρώδη διαβήτη και συνδέεται με καρδιαγγειακά συμβάματα.

Πώς προκαλείται

Καθώς ο προδιαβήτης είναι μια κατάσταση πριν από το σακχαρώδη διαβήτη, έτσι και τα αίτια των δύο είναι όμοια. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή, η μεγάλη κατανάλωση υδατανθράκων, καθώς και η κληρονομικότητα.

Εκτός αυτών όμως αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη έχουν και άτομα με υπέρταση ή υπερλιπιδαιμία, καρδιαγγειακή νόσο, όσοι λαμβάνουν αντιψυχωσικά φάρμακα, καθώς και οι γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης ή σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Οι παραπάνω θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τον έλεγχο, καθώς ο προδιαβήτης είναι συχνά μια «σιωπηλή» κατάσταση που δεν εμφανίζει συμπτώματα.

Φυσιολογικές τιμές

Ο προδιαβήτης χαρακτηρίζεται από δύο διαταραχές στα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Αυτές είναι:

– Η διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας, που σημαίνει ότι το πρωινό σάκχαρο βρίσκεται στα 100-125 mg/dl (νηστικός). Κάτω από 100 είναι το φυσιολογικό, ενώ από 126 και πάνω πρόκειται για διαβήτη.
– Η διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, η οποία βρίσκεται με τη δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης και ορίζεται ως σάκχαρο στις 2 ώρες 140-199 mg/dl. Κάτω από 140 είναι το φυσιολογικό, ενώ πάνω από 200 πρόκειται για διαβήτη.

Από τη στιγμή που διαπιστωθεί κάποιο από τα παραπάνω θα πρέπει να υπάρχει τακτικότερος έλεγχος τουλάχιστον μια φορά το χρόνο ή το εξάμηνο.

Βέβαια, οι καταστάσεις αυτές δεν είναι μόνιμες. Συνήθως μπορούν και πρέπει να υποχωρήσουν κυρίως με σωστή δίαιτα, απώλεια βάρους και συστηματικό πρόγραμμα άσκησης έτσι ώστε να μην οδηγήσουν σε διαβήτη.

Αντιμετώπιση

Η αλλαγή τρόπου ζωής με καθημερινή άσκηση, η αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών με διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, λιγότερα λίπη και αποφυγή των «κακών» υδατανθράκων (κυρίως των έτοιμων φαγητών), των γλυκών και γενικότερα της ζάχαρης, βοηθούν στην αντιμετώπιση του προδιαβήτη, επιβραδύνοντας την εξέλιξη σε σακχαρώδη διαβήτη.

Πότε να απευθυνθείτε στον ειδικό

Είναι σημαντικό να γίνεται ετήσιο τεστ γλυκόζης για την παρακολούθηση του προδιαβήτη, ειδικά σε ηλικίες άνω των 30 και σε περιπτώσεις αυξημένου σωματικού βάρους. Τα συμπτώματα που μπορεί να υποδηλώνουν την ανάπτυξη του προδιαβήτη είναι:

  • ανεξήγητη απώλεια βάρους,
  • σύγχυση σκέψης, αδυναμία, ζαλάδες και πονοκέφαλοι, ναυτία,
  • πολυουρία, πολυδιψία και πείνα,
  • αυξημένη επιδεκτικότητα σε μολύνσεις, ειδικά του δέρματος και του κόλπου.

Diabates-generic.png

31 Οκτωβρίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης (ορμόνη η οποία βοηθά τη γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα) από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Η γενικευμένη αυτή διαταραχή του μεταβολισμού μπορεί να προκαλέσει βλάβες σε αρκετούς ιστούς του σώματος καθώς και μια σειρά δυσλειτουργιών που επηρεάζουν μεταξύ άλλων το ουροποιογεννητικό σύστημα. Σε αυτές περιλαμβάνονται διαταραχές στην ουροδόχο κύστη και στο νεφρό, καθώς και η σεξουαλική δυσλειτουργία.

Οι διαταραχές στην ουροδόχο κύστη εκδηλώνονται συνήθως με αδυναμία πλήρους κένωσης, ανάπτυξη ουρολοιμώξεων και πύου στα ούρα, ενώ ακόμη μπορεί να εμφανιστούν και συμπτώματα όπως συχνουρία και δυσουρία. Ορισμένοι διαβητικοί ωστόσο παρουσιάζουν συχνά επεισόδια πυουρίας χωρίς συμπτώματα.

Όσον αφορά τις διαταραχές στο νεφρό, κατά τα πρώτα χρόνια εμφάνισης της νόσου εκδηλώνονται ορισμένες οργανικές διεργασίες, μεταξύ των οποίων πάχυνση της βασικής μεμβράνης και υπερτροφία των νεφρικών σπειραμάτων (μικροσκοπικά φίλτρα που κρατούν τις πρωτεΐνες εντός του σώματος). Προοδευτικά αναπτύσσεται και έκκριση λευκωματίνης στα ούρα, η οποία οδηγεί ορισμένους ασθενείς σε αιμοκάθαρση. Μερικές φορές μάλιστα αναπτύσσεται νεφρική σωληναριακή οξέωση (διαταραχή στα ουροφόρα σωληνάρια) και υπερκαλιαιμία (αυξημένη συγκέντρωση Καλίου στον οργανισμό), με το νεφρό να γίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητο σε φάρμακα και τοξικές ουσίες.

Τέλος, η σεξουαλική δυσλειτουργία εκδηλώνεται με αδυναμία ικανοποιητικής στύσης και εκδηλώσεις παλίνδρομης εκσπερμάτισης στον άνδρα, καθώς και με ξηρότητα κόλπου και πόνου κατά τη συνουσία στη γυναίκα.

Κατά τις ανωτέρω περιπτώσεις ο βαθμός της κακής ρύθμισης του σακχαρώδη διαβήτη και η διάρκεια της υπερκαλιαιμίας είναι μεταξύ των παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση του κινδύνου χρόνιων επιπλοκών.

Οι ασθενείς με διαβήτη που εμφανίζουν ουροποιογεννητικά συμπτώματα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το κάπνισμα, η υψηλή πίεση και η υψηλή χοληστερόλη επιδεινώνουν τα βλαπτικά αποτελέσματα του αυξημένου σακχάρου. Θα πρέπει επίσης να λάβουν υπ’ όψιν ότι είναι απαραίτητη η επαρκής πρόσληψη νερού και η περιοδική εξέταση των ούρων (ενίοτε και των γεννητικών υγρών) για μικρόβια και μικρολευκωματίνη.

Η αντιμετώπιση των ουροποιογεννητικών συμπτωμάτων γίνεται μέσω φαρμακευτικής αγωγής, ωστόσο είναι απαραίτητη και η σωστή αγωγή για τη θεραπεία του διαβήτη.


7648-1024x683.png

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν νοσήματα της στοματικής κοιλότητας, καθώς η νόσος ευνοεί την εμφάνιση και την όξυνση φλεγμονής στο στόμα.

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη, μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Έχει διαπιστωθεί ότι η νόσος των ούλων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα βακτήρια να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να ενεργοποιήσουν τα κύτταρα που παράγουν βιολογικά σήματα φλεγμονής, τα οποία έχουν μια καταστρεπτική επίδραση σε όλο το σώμα. Στο πάγκρεας, τα κύτταρα που είναι υπεύθυνα για την ινσουλίνη, μπορεί να υποστούν κάποια βλάβη ή να καταστραφούν. Μόλις συμβεί αυτό, μπορεί να ενεργοποιηθεί ο διαβήτης τύπου 2 – ακόμη και σε ένα υγιές άτομο που δεν έχει τους παράγοντες κινδύνου του διαβήτη.

Οι ασθενείς με διαβήτη, εάν δεν ελέγχουν επαρκώς τα επίπεδα της γλυκόζης, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσους των ούλων και να χάσουν περισσότερα δόντια από τους μη διαβητικούς. Οι νόσοι των ούλων, όπως και όλες οι λοιμώξεις, μπορεί να αποτελέσουν ένα παράγοντα πρόκλησης αύξησης της ποσότητας σακχάρου στο αίμα και να κάνουν πιο δύσκολο τον έλεγχο του διαβήτη. Άλλα στοματικά προβλήματα που συνδέονται με το διαβήτη περιλαμβάνουν τη μυκητιασική στοματίτιδα, μια μόλυνση που προκαλείται από μύκητες που αναπτύσσονται στο στόμα, καθώς και την ξηροστομία που μπορεί να προκαλέσει πόνο, έλκη, λοιμώξεις και τερηδόνα.

Γλυκαιμικός έλεγχος

Η προχωρημένη περιοδοντίτιδα, βάσει ερευνητικών δεδομένων, μπορεί να δυσχεραίνει το γλυκαιμικό έλεγχο στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και να επηρεάσει τα επίπεδα σακχάρου σε μη διαβητικά άτομα.

Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι η βαρύτητα της περιοδοντίτιδας αυξάνει τον κίνδυνο για την εμφάνιση επιπλοκών του διαβήτη, ενώ πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν αυξημένο ενδεχομένως κίνδυνο για έναρξη διαβήτη σε άτομα με βαριάς μορφής περιοδοντίτιδα. Η περιοδοντική θεραπεία βοηθάει στον γλυκαιμικό έλεγχο σε άτομα με διαβήτη, διότι βάσει μελετών βρέθηκε ότι τα επίπεδα του σακχάρου ήταν χαμηλότερα μετά από αυτήν.

Πρόληψη

Για καλή στοματική υγεία τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη χρειάζεται να:

  1. Ελέγχουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα
  2. Επισκέπτονται τακτικά τον οδοντίατρο τους
  3. Διατηρούν καλή στοματική υγιεινή
  4. Σταματήσουν το κάπνισμα, το οποίο επιδεινώνει τις νόσους των ούλων.

Είναι σημαντικό ο ασθενής να ενημερώσει τον οδοντίατρο του ότι πάσχει από τη νόσο, καθώς και για την φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί. Ο σακχαρώδης διαβήτης, ιδιαίτερα όταν δεν ρυθμίζεται καλά, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές σε ορισμένες οδοντιατρικές θεραπείες όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις.

Photo credit: Nensuria


Diabetes.png

11 Ιουλίου, 2018 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού) και αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Οι δύο πιο συνηθισμένες επείγουσες διαβητικές καταστάσεις είναι η υπογλυκαιμία (χαμηλή γλυκόζη αίματος) και η υπεργλυκαιμία (υψηλή γλυκόζη αίματος). Οι καταστάσεις αυτές μπορεί να εμφανιστούν τόσο σε άτομα με διαβήτη τύπου 1 όσο και σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, με εξαίρεση τους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 που αντιμετωπίζονται με δίαιτα και άσκηση μόνο, οι οποίοι δεν εμφανίζουν υπογλυκαιμία.

Ο λόγος που η υπεργλυκαιμία χαρακτηρίζεται ως επείγουσα διαβητική κατάσταση είναι γιατί αποτελεί κύρια αιτία πρόκλησης σοβαρών και επικίνδυνων για τη ζωή επιπλοκών.

Μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η ανεπαρκής ινσουλίνη, το έντονο στρες, η υπερβολική συναισθηματική φόρτιση, κάποια λοίμωξη, ο πυρετός, η διατροφή με πολλούς υδατάνθρακες καθώς και η ελάχιστη σωματική άσκηση (λιγότερο απ’ ό, τι συνήθως).

Συμπτώματα υπεργλυκαιμίας

Οι υπογλυκαιμία συνήθως εκδηλώνεται με τα παρακάτω σημεία:

  1. Υψηλό σάκχαρο (γλυκόζη) στο αίμα
  2. Υψηλό επίπεδο γλυκόζης στα ούρα
  3. Πολυφαγία
  4. Πολυδιψία
  5. Πολυουρία
  6. Θολότητα όρασης
  7. Απώλεια Βάρους
  8. Αργή επούλωση τραυμάτων
  9. Ξηροστομία (στεγνό στόμα)
  10. Καρδιακή αρρυθμία
  11. Βαθιά και συχνή αναπνοή
  12. Ανικανότητα
  13. Κνησμός (φαγούρα) και ξηρό δέρμα
  14. Κόπωση / κούραση
  15. Καταπληξία (shock)
  16. Κώμα

Αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας

Έαν το άτομο αισθανθεί τα συμπτώματα της υπεργλυκαιμίας θα πρέπει να ελέγξει τα επίπεδα του σακχάρου του και σε περίπτωση που είναι εξαιρετικά αυξημένα να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια.

Η άσκηση μπορεί να μειώσει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Προσοχή όμως στην περίπτωση που υπάρχουν κετονικά σωμάτια στα ούρα, διότι η άσκηση μπορεί να ανεβάσει τα επίπεδα σακχάρου πολύ περισσότερο.

Σε γενικές γραμμές η υπεργλυκαιμία αντιμετωπίζεται με την έγκαιρη πρόληψη. Απαιτούνται τακτικές εξετάσεις αίματος και ούρων ώστε να ελέγχονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Επίσης, το άτομο που λαμβάνει ινσουλίνη δεν θα πρέπει να αμελεί τη δόση του. Τα αφεψήματα χωρίς ζάχαρη και η προσεγμένη διατροφή, σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού, μπορούν να βοηθήσουν.


pexels-photo-259363.png

Όταν καταναλώνουμε τρόφιμα που περιλαμβάνουν υδατάνθρακες, αυτά με τη σειρά τους διασπώνται από το πεπτικό σύστημα και μετατρέπονται σε γλυκόζη για την παροχή ενέργειας στα κύτταρα του σώματος.

Παράλληλα, ο οργανισμός με τη λήψη της τροφής παράγει ινσουλίνη, μια ορμόνη που είναι υπεύθυνη για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν η γλυκόζη εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, από όπου στη συνέχεια με τη βοήθεια της θα εισχωρήσει στα κύτταρα. Όταν όμως ο μηχανισμός αυτός υπολειτουργεί, τότε το άτομο πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την εγκυμοσύνη το σώμα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα ινσουλίνης και εάν αυτή δεν είναι επαρκής (είτε λόγω ελαττωματικής παραγωγής από το πάγκρεας, είτε λόγω ελαττωματικής δραστικότητας), τότε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ανεβαίνουν. Αυτό ακριβώς είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης.

Οι παράγοντες κινδύνου ποικίλουν, ωστόσο αυξημένο (σε ποσοστό έως και 14%) έχουν μεταξύ άλλων οι περιπτώσεις όπου η έγκυος είναι ηλικίας άνω των 25 και ιδιαίτερα άνω των 35 ετών, έχει παχυσαρκία ή αυξάνεται υπερβολικά το βάρος της κατά τη διάρκεια της κύησης ή ακόμη έχει ιστορικό που σχετίζεται με τη νόσο.

Ο –μη ρυθμισμένος– σακχαρώδης διαβήτης της εγκυμοσύνης αυξάνει τους κινδύνους για εμφάνιση επιπλοκών τόσο στο έμβρυο όσο και στη μητέρα (όπως η ανάπτυξη υπέρτασης ή προεκλαμψίας) και για το λόγο αυτό θα πρέπει να παρακολουθείται συχνά κατά τη διάρκειά της. Επίσης, μετά τον τοκετό θα πρέπει να επανεκτιμηθεί η κατάσταση της μητέρας, διότι υπολογίζεται ότι 40% των γυναικών αυτών μπορεί να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μέσα στην επόμενη δεκαετία.

Ασυμπτωματική νόσος

Το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη εγκυμοσύνης δεν παρουσιάζουν συμπτώματα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται.

Ένας απλός τρόπος είναι κατά τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης, ανεξάρτητα από την ώρα της ημέρας και τη λήψη τροφής, η λήψη 50 γραμμαρίων γλυκόζης και ο προσδιορισμός σακχάρου αίματος μια ώρα μετά. Αν τα επίπεδα σακχάρου του αίματος είναι υψηλότερα των 140 mg/dl, τότε πρέπει να γίνει μια εξέταση με την ονομασία «καμπύλη γλυκόζης» σύμφωνα με τις οδηγίες του ειδικού.

Οι επιπλοκές του διαβήτη κύησης

Ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης αυξάνει τον κίνδυνο για μια σειρά από επιπλοκές. Σε αυτές περιλαμβάνονται η εμφάνιση υπερτασικής νόσου στη μητέρα, ο ενδομήτριος θάνατος του εμβρύου, το υδράμνιο (πλεονάζον αμνιακό υγρό γύρω από το έμβρυο), η εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών και η μακροσωμία του εμβρύου.

Μετά τον τοκετό μπορεί επίσης να εμφανιστεί στη μητέρα υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, καθώς και σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας στο έμβρυο.

Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό αν όχι όλες, οι έγκυοι υψηλού κινδύνου να ελέγχονται για διαβήτη εγκυμοσύνης, γιατί είναι μια κατάσταση που αν διαγνωστεί έγκαιρα και δοθεί κατάλληλη θεραπεία μηδενίζονται οι κίνδυνοι για τη μητέρα και το παιδί.

Η θεραπεία περιλαμβάνει την εκπαίδευση σε θέματα διατροφής, στον τρόπο παρακολούθησης της γλυκόζης αίματος και ούρων καθώς και στον έλεγχο του σωματικού βάρους μέσω καθημερινής άσκησης. Στην περίπτωση που η διατροφή και η άσκηση δεν αρκούν, μπορεί να χρειαστούν ινσουλίνη ή φάρμακα για τον έλεγχό του σακχάρου.

Σημειωτέον ότι θα πρέπει να ξαναγίνει μια καμπύλη γλυκόζης σε 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό για να επιβεβαιωθεί το αν ο διαβήτης υποχώρησε.

Τέλος, κάθε γυναίκα που παρουσιάζει διαβήτη στην εγκυμοσύνη θα πρέπει να θυμάται πως έχει μεγάλες πιθανότητες να αναπτύξει διαβήτη αργότερα στη ζωή της.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.