Blog

Discover-the-underwater.-1024x536.png

7 Ιουνίου, 2019 Angelos KlitsasΔιαβήτης0

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα (το απλό σάκχαρο που δίνει ενέργεια στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού). Αναπτύσσεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει ή δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία βοηθά στην απομάκρυνση του πλεονάσματος γλυκόζης από το αίμα.

Η γυμναστική αποτελεί ένα από τα βασικότερα σημεία της διαχείρισης του διαβήτη, καθώς συμβάλλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση καταστάσεων που επιβαρύνουν την υγεία του διαβητικού. Σε γενικές γραμμές η σωματική άσκηση:

– Βελτιώνει τη δράση της ινσουλίνης
– Μειώνει το πλεονάζον λίπος και βοηθάει στον έλεγχο του σωματικού βάρους
– Προστατεύει την καρδιά και τα αγγεία αυξάνοντας την «καλή» και μειώνοντας την «κακή» χοληστερίνη
– Μειώνει την αρτηριακή πίεση
– Βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος και μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου
– Βοηθάει στη χαλάρωση και στη μείωση του άγχους
– Βελτιώνει τη μυϊκή αντοχή
– Βελτιώνει την οστική πυκνότητα και αντοχή
– Αυξάνει το επίπεδο ενέργειας
– Βοηθάει στον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα

Η έναρξη ωστόσο ενός προγράμματος άσκησης χρειάζεται προσοχή στην περίπτωση του διαβήτη, καθώς το άτομο θα πρέπει να μετρά και να καταγράφει τα επίπεδα σακχάρου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την γυμναστική. Αυτή η καταγραφή είναι αναγκαία καθώς θα αποκαλύψει το πως ανταποκρίνεται το σώμα στην άσκηση προς αποφυγή επικίνδυνων διακυμάνσεων του σακχάρου.

Πώς επηρεάζονται τα επίπεδα του σακχάρου

Η άσκηση επιδρά με τον ίδιο τρόπο σε άτομα με ή χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας όταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνονται, όπως για παράδειγμα μετά το φαγητό. Η ινσουλίνη είναι απαραίτητη για τη χρησιμοποίηση του σακχάρου από το ήπαρ και τους μυς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ελαττώνονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.

Κατά τη διάρκεια της άσκησης το σώμα χρειάζεται πρόσθετη ενέργεια με τη μορφή σακχάρου για τους ασκούμενους μυς. Κατά την άσκηση σύντομης διάρκειας, όπως ένα γρήγορο τρέξιμο για να προλάβεις το λεωφορείο, οι μυς και το ήπαρ απελευθερώνουν σάκχαρο από τις αποθήκες τους για να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο. Αν η άσκηση συνεχιστεί σε μέτρια ένταση ωστόσο, οι μυς προσλαμβάνουν σάκχαρο με έναν ρυθμό 20 φορές μεγαλύτερο από αυτόν που προσλαμβάνουν σε ηρεμία. Άρα τα επίπεδα σακχάρου ελαττώνονται. Στα άτομα που δεν χρησιμοποιούν ινσουλίνη ή αντιδιαβητικά δισκία, τα επίπεδα ινσουλίνης ελαττώνονται και έτσι μειώνεται ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας. Στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη η έντονη άσκηση μπορεί παροδικά να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου, γι’ αυτό και πρέπει οπωσδήποτε το άτομο να κάνει έλεγχο μετά την άσκηση.

Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό πριν την έναρξη ένος προγράμματος άσκησης το άτομο να έχει την έγκριση του γιατρού του, ειδικά αν η φυσική του δραστηριότητα προηγουμένως ήταν περιορισμένη. Θα πρέπει επίσης να συζητήσει ποιες δραστηριότητες είναι οι καταλληλότερες, καθώς και τις ώρες που θα γίνουν διότι μπορεί να χρειαστεί τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής.


Fotolia_152605182_Subscription_Monthly_M-1024x680.jpg

Μετά τα 50, η ανάγκη να δώσουμε έμφαση στην καλή ζωή και να φροντίσουμε την υγεία μας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Τι πρέπει, λοιπόν, να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε, τι να προσέχουμε και τι να αποφεύγουμε; Διαβάστε παρακάτω τη συνέντευξη που παραχώρησα στη Μαρία Λυσάνδρου και στο περιοδικό HealthyMe.

Καθώς μεγαλώνουμε, το σώμα μας αλλάζει. Ποιες είναι οι σημαντικότερες γενικές αλλαγές που μπορεί να παρατηρήσουμε, μπαίνοντας στη δεκαετία των 50; Υπάρχουν καθόλου διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς αυτές τις αλλαγές;

Μπαίνοντας ο άνθρωπος στη δεκαετία των 50, παρατηρεί σημαντικές αλλαγές στο σώμα του, οι οποίες μπορεί να έχουν ξεκινήσει ακόμα νωρίτερα. Θα πρέπει να τονίσουμε, ασφαλώς, πως σε αυτό παίζει ρόλο ο τρόπος ζωής του καθενός – δεδομένου ότι εκείνος που ασκείται συστηματικά, αλλά και διατρέφεται σωστά, είναι πιο ευνοημένος, σε σχέση με κάποιον που έχει καθιστική ζωή και δεν προσέχει τη διατροφή του.

Συνιστώνται κυρίως χαμηλής έντασης δραστηριότητες, χωρίς πολλούς κραδασμούς, όπως το περπάτημα, το ποδήλατο, αλλά και το κολύμπι. Σημαντικό είναι, παράλληλα, να φροντίσει κανείς και για τη μυϊκή του ενδυνάμωση.

Ειδικότερα, ως ασφαλέστερες ασκήσεις για τα άτομα άνω των 50 θεωρούνται το γρήγορο περπάτημα σε επίπεδη επιφάνεια, με τον ρυθμό να είναι τόσο γρήγορος, όσο να μπορεί κανείς να μιλάει χωρίς να λαχανιάζει. Επιπλέον, ασκήσεις με βάρη ανάλογα με τη δύναμη του καθενός, αλλά και ασκήσεις που χρησιμοποιούν το βάρος του σώματος, όπως καθίσματα και κάμψεις.

Σε γενικές γραμμές, ο άνδρας μετά τα 50 παρατηρεί μία γενικότερη μυϊκή χαλάρωση, ιδίως σε ομάδες μεγάλων μυών, όπως ο τετρακέφαλος, ο δικέφαλος, αλλά και οι θωρακικοί και κοιλιακοί μύες. Η χαλάρωση αυτή μπορεί να εκφραστεί, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και ως έκπτωση της μυϊκής ισχύος, αδυναμία δηλαδή του συγκεκριμένου μυός να εκτελέσει με άνεση το έργο που έκανε πριν από κάποια χρόνια. Χαρακτηριστική στον άνδρα είναι η κοιλιακή παχυσαρκία, η συσσώρευση δηλαδή λίπους, ιδίως στην περιοχή της κοιλιάς, λόγω του χαμηλότερου μεταβολικού ρυθμού.

Η γυναίκα, από την άλλη, δεδομένης και της εμμηνόπαυσης, νιώθει υποτονικότητα και χαλάρωση σχεδόν σε όλο το σώμα, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στους μυς του προσώπου, τους μαστούς, την κοιλιακή χώρα, αλλά και τους γλουτούς. Οι ορμονικές μεταβολές, με προεξάρχουσα την παύση της λειτουργίας των οιστρογόνων, προσδίδουν στο γυναικείο σώμα μία εικόνα παχυσαρκίας που αφορά κυρίως το κάτω ημιμόριο του σώματος.

Ποια θρεπτικά στοιχεία έχουμε περισσότερο ανάγκη σε αυτές τις ηλικίες για την υγεία των οστών, του νευρικού συστήματος κ.λπ.;

Τα θρεπτικά στοιχεία που έχουμε περισσότερο ανάγκη σε αυτή την καμπή της ζωής είναι ασφαλώς η βιταμίνη D, που θα ενισχύσει τον σκελετό μας και θα βοηθήσει να αποτραπεί η οστεοπενία και η οστεοπόρωση, αλλά και η βιταμίνη Β12, που θα συνδράμει το μυϊκό και το νευρικό μας σύστημα.

Τη βιταμίνη D μπορούμε να τη λάβουμε από τροφές, όπως ο σολομός (ιδιαίτερα ο άγριος), το σκουμπρί, το τυρί ή το μουρουνέλαιο, ενώ τη Β12 μέσα από την κατανάλωση οστρακοειδών, σαρδελών, βοδινού κρέατος κ.λπ. Οφείλουμε, βέβαια, να πούμε ότι η χρήση και άλλων βιταμινών ή συμπληρωμάτων θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διατήρηση της σωματικής υγείας ενός ανθρώπου μετά την ηλικία των 50.

Το μαγνήσιο (από αμύγδαλα, ηλιόσπορους, μπανάνες, βρώμη κ.λπ.), το ασβέστιο (από πράσινα λαχανικά, σαρδέλες κ.λπ.) και το φυλλικό οξύ (από όσπρια, παντζάρια, βοδινό συκώτι κ.λπ.) είναι κάποια από αυτά τα ιχνοστοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν ανάλογα και με τις ανάγκες ή το ιστορικό του καθενός.

Ποιος ο ρόλος ιδιαίτερα των φυτικών ινών για την καλή λειτουργία του οργανισμού σε αυτές τις ηλικίες;

Οι φυτικές ίνες παίζουν ασφαλώς σημαντικό ρόλο σε αυτή τη φάση της ζωής του ανθρώπου. Είναι αυτές που μας δίνουν άφθονα θρεπτικά συστατικά, που βοηθούν στο αίσθημα κορεσμού, αλλά και ρυθμίζουν τον μεταβολισμό. Επιπλέον, είναι αυτές που καθορίζουν και την καλή λειτουργία του γαστρεντερικού μας συστήματος.

Τι είναι καλό να αποφεύγουμε ή να περιορίσουμε μετά τα 50, σε επίπεδο διατροφής;

Σε αυτή τη δεκαετία της ζωής μας, αλλά και νωρίτερα, θα ήταν καλό να φροντίζουμε να αποφεύγουμε κάποιες συνήθειες που λειτουργούν επιβαρυντικά στην υγεία μας. Η χρήση του αλατιού θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί, δεδομένου ότι αυτό συμβάλλει τα μέγιστα στην άνοδο της αρτηριακής μας πίεσης, με συνέπεια να αρχίσουν τα πρώτα σημάδια δυσλειτουργίας της καρδιάς.

Τα λιπαρά φαγητά θα πρέπει επίσης να αποφεύγονται, καθώς συμβάλλουν στην παχυσαρκία, αλλά και στην αθηρωματική νόσο, που αποτελεί πρωτεύοντα παράγοντα κινδύνου για τα αγγεία μας.

Θα πρέπει εδώ να κάνουμε μία ξεχωριστή αναφορά στο κάπνισμα και να πούμε ότι έχει πλέον γίνει τεράστια αναφορά παγκοσμίως για την αναγκαιότητα της διακοπής του, δεδομένου ότι τόσο ο καρκίνος του πνεύμονα, όσο και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καταστρέφουν δραματικά τη ζωή των χρόνιων καπνιστών.

Πόσο σημαντική είναι, όμως, και η κατανάλωση νερού –ειδικά για όσους αρχίζουν να λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή;

Η κατανάλωση νερού είναι ιδιαίτερα σημαντική και σε αυτή τη φάση της ζωής μας. Με δεδομένο ότι, μετά τα 50, αρκετοί αρχίζουν να λαμβάνουν διάφορα φάρμακα, ιδίως αντιυπερτασικά και καρδιολογικά, αντιδιαβητικά και άλλα, τα οποία ευνοούν την αφυδάτωση, είμαστε υποχρεωμένοι να τονίζουμε συνεχώς ότι είναι απαραίτητη η λήψη τουλάχιστον δύο λίτρων νερού την ημέρα.

Μέλημά μας πρέπει να είναι η προστασία της λειτουργίας των νεφρών, οι οποίοι στρεσάρονται από τη λήψη τέτοιων φαρμάκων και μπορούν να επηρεαστούν πολλές φορές χωρίς να το αντιληφθούμε.

Φυσικά, πέρα από την υγεία του οργανισμού, σε αυτές τις ηλικίες αρχίζει να απασχολεί εντονότερα και το θέμα της αντιγήρανσης. Υπάρχουν κάποιες τροφές που μπορεί να συμβάλουν σε αυτόν τον τομέα;

Στο κομμάτι της αντιγήρανσης, που αποτελεί έννοια με πολύ μεγάλη σημασία τα τελευταία χρόνια, οφείλουμε να τονίσουμε ότι, πέρα από τα οποιαδήποτε “βοηθητικά” προϊόντα, τη μεγαλύτερη βοήθεια την παρέχει η διατροφή. Φρούτα, λαχανικά και άφθονο νερό είναι οι θεμέλιοι λίθοι σε αυτό το κομμάτι. Τα μούρα, το αβοκάντο, τα καρότα και οι ντομάτες είναι μερικές από τις τροφές που θα μπορούσε κανείς να προτιμήσει, αλλά και οι ξηροί καρποί, ιδιαίτερα τα καρύδια και τα αμύγδαλα.

Πολλά άτομα μετά τα 50 εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης, όταν συνειδητοποιούν ότι ο χρόνος περνά. Μπορούν οι διατροφικές συνήθειες ενός ατόμου να λειτουργήσουν βοηθητικά στο κομμάτι αυτό – ή, έστω, συμπληρωματικά σε κάποια σχετική αγωγή που μπορεί να λαμβάνει;

Οι ψυχικές νόσοι αποτελούν μάστιγα για την εποχή μας. Ο τρόπος ζωής, οι αυξημένες απαιτήσεις της καθημερινότητας και το άγχος συχνά οδηγούν σε διαταραχές της διάθεσης του τύπου της αγχώδους διαταραχής, της διαταραχής πανικού ή ακόμη και της κατάθλιψης. Επιπλέον, μετά τα 50, οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να νιώθουν ότι «στενεύουν τα περιθώρια», παρατηρώντας παράλληλα και αλλαγές στο σώμα τους, με αποτέλεσμα να καταβάλλονται ψυχολογικά.

Εδώ, ασφαλώς, η διατροφή οφείλει να στηρίξει την οποιαδήποτε κατάσταση. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι θεμελιώδης, αλλά και απαραίτητη σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι η βοήθεια ενός ειδικού ψυχολόγου ή και ψυχιάτρου.


Untitled-design.png

27 Μαΐου, 2019 Angelos KlitsasΆρθρα0

Ο αιματοκρίτης (HCT) είναι μια τιμή που προκύπτει από αιματολογική εξέταση και δείχνει το ποσοστό του όγκου που καταλαμβάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα.

Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι ο πιο πολυπληθής τύπος κυττάρου του αίματος και ο βασικός μηχανισμός που διαθέτει ο οργανισμός μας για τη μεταφορά οξυγόνου στους διάφορους ιστούς μέσω της ροής του αίματος.

Η τιμή αυτή χρησιμοποιείται μαζί με εκείνην της αιμοσφαιρίνης (πρωτεΐνη του αίματος η οποία δεσμεύει και μεταφέρει οξυγόνο) για να διαπιστωθεί αν το εκάστοτε άτομο έχει αναιμία.

Φυσιολογικές τιμές

Τα φυσιολογικά επίπεδα του αιματοκρίτη διαφέρουν ανά ηλικία, αλλά μετά την εφηβεία καθορίζονται με βάση το φύλο. Για τους άνδρες συνήθως κυμαίνονται μεταξύ 40-52% ενώ για τις γυναίκες σε 36-48%, όταν δεν βρίσκονται σε εγκυμοσύνη. Μετά τα 60 οι άντρες και οι γυναίκες έχουν ελαφρά χαμηλότερες τιμές αιματοκρίτη, κάτι που αντανακλά τον χαμηλότερο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αυτήν την ηλικία. Οι γυναίκες μάλιστα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι κατά την εγκυμοσύνη οι φυσιολογικές τιμές είναι χαμηλότερες από ότι συνήθως. Στην περίπτωση της μονής κύησης είναι στο 34% και 30% στην πολύδυμο κύηση.

Χαμηλός αιματοκρίτης

Όταν ο αιματοκρίτης είναι εκτός των ορίων αναφοράς, τότε το άτομο έχει ανάλογα χαμηλό ή υψηλό αιματοκρίτη. Η χαμηλή τιμή μπορεί να υποδηλώνει λιγότερα ερυθρά αιμοσφαίρια στο αίμα από το κανονικό, τα οποία παράγονται στο μυελό των οστών και ο οποίος με τη σειρά του τα απελευθερώνει στο αίμα.

Η χαμηλή τιμή αιματοκρίτη σημαίνει ότι τα διάφορα όργανα του σώματος δεν λαμβάνουν αρκετό οξυγόνο, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν τα συμπτώματα της αναιμίας. Σε αυτά περιλαμβάνονται η εύκολη κόπωση, η λιποθυμική τάση, το αίσθημα ταχυκαρδίας, η δύσπνοια, η απώλεια αντοχής και η αδυναμία συγκέντρωσης.

Υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν χαμηλό ή υψηλό αιματοκρίτη, ενώ παροδική και μικρή πτώση προκαλείται από τις ιώσεις, το άγχος, την αϋπνία και την κόπωση. Χαμηλό αιματοκρίτη προκαλούν επίσης οι διατροφικές ανεπάρκειες, η κατάκλιση, η υπερφόρτωση με υγρά, ορισμένες ορμονικές διαταραχές, αλλά και η εγκυμοσύνη όπως προαναφέρθηκε.

Αναιμία

Η αναιμία είναι μια κατάσταση κατά την οποία η τιμή της αιμοσφαιρίνης είναι χαμηλότερη των 13,5g% στους άνδρες και χαμηλότερη των 12g% στις γυναίκες. Τα άτομα που έχουν χαμηλό αιματοκρίτη, συχνά την εκδηλώνουν. Οι βασικότερες αιτίες της είναι η απώλεια σημαντικής ποσότητας αίματος, η οποία μπορεί να οφείλεται:

– σε τραυματισμό, αιμορραγία, χειρουργική επέμβαση ή καρκίνο του παχέος εντέρου,
– σε διατροφικές ελλείψεις, όπως σιδήρου, βιταμίνης Β12 ή φυλλικού οξέος,
– σε παθήσεις του μυελού των οστών λόγω καρκίνου, χημειοθεραπείας ή νεφρικής ανεπάρκειας,
– και στα μη φυσιολογικά επίπεδα αιμοσφαιρίνης, που μπορεί να προκύπτουν από τη δρεπανοκυτταρική αναιμία.

Τα συνηθέστερα νοσήματα που μπορεί να συνοδεύονται από αναιμία χρόνιας νόσου είναι:

– οι λοιμώξεις όπως το AIDS, η φυματίωση, οι μυκητιάσεις, η οστεομυελίτιδα και τα χρόνια αποστήματα,
– τα φλεγμονώδη νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και οι συστηματικές αγγειίτιδες,
– καθώς και τα κακοήθη νεοπλάσματα συμπαγών οργάνων, τα λεμφώματα και το πολλαπλούν μυέλωμα.

Αντιμετώπιση

Προκειμένου να διευκρινιστούν με ακρίβεια οι λόγοι μιας αναιμίας απαιτούνται αιματολογικές εξετάσεις πέραν της τιμής του αιματοκρίτη. Όταν υπάρχει πραγματική αναιμία (ανεξάρτητα από το αν υπάρχει εγκυμοσύνη) αυτή οφείλεται συνήθως σε έλλειψη σιδήρου και αποκαλείται σιδηροπενική αναιμία. Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συμπεριληφθούν τροφές πλούσιες σε σίδηρο. Το κόκκινο κρέας και τα φρούτα πλούσια σε βιταμίνη C όπως το πορτοκάλι και το ακτινίδιο μπορούν να βοηθήσουν.

Εκτός όμως από τη σιδηροπενική αναιμία, ο χαμηλός αιματοκρίτης μπορεί να οφείλεται και σε άλλες καταστάσεις όπως η έλλειψη βιταμινών ή ιχνοστοιχείων και κάποια χρόνια ασθένεια. Θα πρέπει λοιπόν να γίνουν περαιτέρω εξετάσεις για το σίδηρο, τη Β12, τη φεριτίνη και το φυλλικό οξύ, ανάλογα με την ηλικία του ατόμου. Αναλόγως θα δρομολογηθεί και η θεραπευτική προσέγγιση.

Featured image designed by Freepik


Yourdoc-hypertension.png

Η υψηλή αρτηριακή πίεση ή υπέρταση (HTN) είναι μια χρόνια πάθηση, η οποία κάνει την καρδιά να εργάζεται πιο εντατικά από το φυσιολογικό για την κυκλοφορία του αίματος.

Αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης καρδιαγγειακών παθήσεων και συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας στις αναπτυγμένες χώρες.

Συχνά παραγνωρίζεται από τους πάσχοντες διότι για αρκετό καιρό μπορεί να μην εμφανιστούν συμπτώματα. Οι επιπλοκές της αρρύθμιστης αρτηριακής πίεσης όμως είναι πολύ σοβαρές, ενώ στο πρόβλημα έρχονται να προστεθούν και ορισμένοι μύθοι που διαδίδονται αναφορικά με την αντιμετώπισή της.

Διαβάστε παρακάτω για μερικούς από τους πιο συχνούς μύθους γύρω από την υπέρταση:

Μύθος: Ο κύριος στόχος για τη μείωση της υπέρτασης είναι η μείωση στην πρόσληψη αλατιού

Ο κυριότερος στόχος είναι το σωματικό βάρος, δηλαδή η μείωση του σωματικού βάρους και μετά η μείωση του νατρίου και η αύξηση του καλίου. Το νάτριο δεν βρίσκεται μόνο στο αλάτι αλλά και σε τρόφιμα όπως το ψωμί και το τυρί, ενώ είναι και συστατικό ορισμένων συντηρητικών. Έτσι, αν η καθημερινή πρόσληψη για παράδειγμα ψωμιού και τυριού είναι υψηλή, μπορεί η πρόσληψη νατρίου να υπερβαίνει τις συστάσεις χωρίς καν να χρησιμοποιείται αλάτι για το μαγείρεμα.

Mύθος: Η υψηλή πίεση σημαίνει πάντα πως είμαστε υπερτασικοί

Η αρτηριακή πίεση δεν είναι σταθερή κατά τη διάρκεια του 24ωρου, αλλά διακυμαίνεται αναλόγως της δραστηριότητας του κάθε ατόμου. Κατά τη σωματική άσκηση, την κίνηση, τη συγκίνηση και το στρες, η πίεση ανεβαίνει. Αντιθέτως κατά την ανάπαυση ή το βαθύ ύπνο ελαττώνεται και ξανανεβαίνει κατά τις πρωινές ώρες λίγο πριν από το ξύπνημα.

Για να χαρακτηρισθεί κανείς υπερτασικός θα πρέπει να υπάρχει συστηματική άνοδος της αρτηριακής του πίεσης πάνω από τα επίπεδα που θεωρούνται για αυτόν φυσιολογικά. Η στιγμιαία άνοδος της πίεσης που είναι συνέπεια ενός έντονου στρες δεν κατατάσσει το άτομο στην κατηγορία των υπερτασικών.

Μύθος: Το σκόρδο και το κρεμμύδι μειώνουν την αρτηριακή πίεση

Υπάρχουν κάποιες μελέτες που έχουν δείξει ότι όντως τα αποτελέσματα είναι ευεργετικά για την υπέρταση. Όμως για να υπάρξουν αυτά τα ευεργετικά αποτελέσματα η πρόσληψη πρέπει να είναι ιδιαίτερα μεγάλη, να καταναλώνονται δηλαδή 15-20 σκελίδες σκόρδου την ημέρα, ενώ προσλήψεις της τάξεως των 1-2 σκελίδων την ημέρα δεν επιφέρουν κάποιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Επίσης, μελέτες που χρησιμοποίησαν συμπυκνωμένα συμπληρώματα σκόρδου κατέληξαν σε αντικρουόμενα αποτελέσματα.

Μύθος: Τα φάρμακα για υπέρταση λαμβάνονται δια βίου

Η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής αποφασίζεται από τον γιατρό, είτε εάν η πίεση του ασθενούς είναι πολύ υψηλότερα από τα φυσιολογικά όρια και ο καρδιαγγειακός του κίνδυνος υψηλός είτε επειδή η τρίμηνη περίοδος αλλαγής τρόπου ζωής με απώλεια βάρους και μείωση στην κατανάλωση άλατος απέτυχε. Εάν κάποια στιγμή στο μέλλον ένας παχύσαρκος και με κακές διατροφικές συνήθειες υπερτασικός ασθενής, ο οποίος λαμβάνει αντιυπερτασική θεραπεία, αποφασίσει να αλλάξει τον τρόπο που ζει, να χάσει βάρος και να μειώσει το αλάτι, μπορεί να μην χρειάζεται πλέον αντιυπερτασική αγωγή.

Μύθος: Μετά την έναρξη αντιυπερτασικής αγωγής δεν χρειάζεται ο έλεγχος της πίεσης

Η ρύθμιση της υπέρτασης είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα επίπεδα της ρύθμισης τόσο στη χώρας μας όσο και διεθνώς είναι μικρά. Οι λόγοι για αυτήν την αποτυχία είναι πολλαπλοί.

Πολλοί πιστεύουν ότι από την ώρα που ξεκινάς αντιυπερτασική αγωγή δεν χρειάζεται να ελέγχεις πια την πίεση γιατί λαμβάνεις θεραπεία. Ο έλεγχος όμως είναι απαραίτητος διότι τα επίπεδα καθορίζουν και τη δοσολογία των φαρμάκων.

Από την άλλη, ένας από τους κυριότερους παράγοντες είναι η μη συμμόρφωση του ασθενή με την φαρμακευτική του αγωγή. Συνήθως όσο αυξάνεται ο αριθμός των δισκίων που πρέπει να παίρνει ένας ασθενής τόσο ελαττώνεται η συμμόρφωσή του, δηλαδή ξεχνά ή αρνείται να πάρει τα φάρμακά του.


Fotolia_208676720_Subscription_Monthly_M-1024x683.jpg

23 Μαΐου, 2019 Angelos KlitsasΆρθρα0

Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και γενικότερα στον δυτικό κόσμο τα καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως η στεφανιαία νόσος και η περιφερική αρτηριοπάθεια, έχουν καταστεί υπεύθυνα για την απώλεια ζωής μεγάλου μέρους του γενικότερου πληθυσμού.

Αυτό συμβαίνει διότι οι παράγοντες κινδύνου, όπως η αρτηριακή υπέρταση, η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης, το κάπνισμα και ο καθιστικός τρόπος ζωής παρουσιάζουν δραματική αύξηση σύμφωνα με μελέτες. Η κατάλληλη αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη των καρδιαγγειακών επιπλοκών, γι’ αυτό και θα πρέπει ο καθένας μας να μεριμνήσει για την ενημέρωσή του ώστε να διαπιστώσει εάν διατρέχει κίνδυνο.

Στα μέτρα που μπορούν να επιφέρουν σημαντικό όφελος στην υγεία της καρδιάς περιλαμβάνονται η αντιμετώπιση ενδεχομένων παθήσεων που την επηρεάζουν, η διακοπή του καπνίσματος, η τακτική άσκηση και η βελτίωση της διατροφής.

Ο γιατρός μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη των ανωτέρω στόχων, ενώ ειδικά για τη βελτίωση της διατροφής, η οποία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη συνολική μας υγεία, θα συστήσει μεταξύ άλλων τα εξής:

  1. Κατανάλωση περισσότερων φρούτων και λαχανικών.
  2. Έμφαση στα προϊόντα ολικής άλεσης, όπως ψωμί και ζυμαρικά, καστανό ρύζι, δημητριακά με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες, κ.α.
  3. Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα τα όσπρια στη διατροφή.
  4. Μείωση της ποσότητας του αλατιού.
  5. Χρησιμοποίηση ελαιόλαδου στη μαγειρική και στις σαλάτες, το οποίο είναι πλούσιο σε μονοακόρεστα λιπαρά.
  6. Τουλάχιστον δύο μερίδες λιπαρών ψαριών, όπως σαρδέλα ή σολομός, που αποτελούν την κύρια πηγή πολυακόρεστων ω3. Σε ίδια βάση βοηθούν και οι ανάλατοι ξηροί καρποί και οι μαλακές μαργαρίνες, που αποτελούν πηγές πολυακόρεστων ω6 λιπαρών.
  7. Μείωση της κατανάλωσης ζωικών λιπών και περιορισμός τηγανητών τροφίμων ή trans λιπαρών.
  8. Προτίμηση σε γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά ή καθόλου λιπαρά και άπαχο κρέας.
  9. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αυξημένη χοληστερόλη, τα άτομα μπορούν κατόπιν συνεννόησης με τον γιατρό και τον διαιτολόγο τους να επωφεληθούν και από τρόφιμα με λειτουργικά χαρακτηριστικά, όπως οι φυτικές στερόλες/στανόλες.

Όλα τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία σε συνδυασμό με τη διατήρηση του σωματικού βάρους σε υγιή επίπεδα.


Diabetes-Peptiko-1024x682.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια μεταβολική νόσος η οποία στις μέρες μας, κυρίως λόγω του δυτικού τρόπου ζωής, επηρεάζει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.

Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η αδυναμία του οργανισμού να παράγει μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη, η οποία μεταξύ άλλων ρυθμίζει την ποσότητα σακχάρου που λαμβάνεται από τα τρόφιμα και κυκλοφορεί στο αίμα. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης ινσουλίνης είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Ο διαβήτης ποικίλει σε μορφή και σοβαρότητα, αλλά ανεξάρτητα από αυτό όλοι οι τύποι που υπάρχουν μπορούν να θέσουν την υγεία μας σε κίνδυνο. Μπορεί να προκαλέσει μια σειρά σοβαρών επιπλοκών, όπως καρδιαγγειακή νόσο, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, βλάβες του αμφιβληστροειδούς, βλάβες των νεύρων, κ.ά.

Ένα από τα συστήματα που μπορούν να επηρεαστούν είναι το πεπτικό. Πρόκειται για ένα δίκτυο οργάνων στο οποίο συμπεριλαμβάνονται το στόμα, ο φάρυγγας και το στομάχι, τα οποία συνεργάζονται για την απορρόφηση της τροφής από το σώμα, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει.

Ο οργανισμός μας λαμβάνει όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά μέσα από τον πεπτικό κύκλο, ο οποίος αποτελείται από την μεταφορά, την έκκριση, την απορρόφηση και την απέκκριση. Ο πεπτικός κύκλος βοηθά επίσης να καθαρίσουμε ή να αποβάλουμε εκείνα τα στοιχεία που το σώμα μας δεν χρειάζεται πλέον.

Πώς επηρεάζει ο διαβήτης το πεπτικό σύστημα

Ο διαβήτης μπορεί να επηρεάσει πολλά μέρη και συστήματα του σώματος, μεταξύ των οποίων και το νευρικό. Η πέψη είναι μια διαδικασία η οποία λειτουργεί αυτόματα χάρη στο νευρικό σύστημα. Συνεπώς, όταν ο διαβήτης δημιουργήσει πρόβλημα σε αυτό το σύστημα, εμποδίζει την σωστή λειτουργία του πεπτικού.

Δεν είναι όμως μόνο η διαδικασία της πέψης που επηρεάζεται. Όταν το αίμα περιέχει μια αυξημένη ποσότητα γλυκόζης, το πεπτικό σύστημα μπορεί να προσβληθεί από διάφορα προβλήματα όπως διάρροια, δυσκοιλιότητα και στομαχικές διαταραχές. Επίσης, η ανεπάρκεια του πεπτικού συστήματος που προκαλείται, μπορεί να οδηγήσει στο σημείο όπου το σώμα να μην μπορεί να απορροφήσει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά.

Τα άτομα με διαβήτη πρέπει να ακολουθούν μια αυστηρή θεραπευτική αγωγή και σε ορισμένες περιπτώσεις να λαμβάνουν συγκεκριμένα φάρμακα που ενισχύουν το πεπτικό σύστημα. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουν να υποστούν ζημιά, καθώς δεν θα μπορούν να λάβουν όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά από την τροφή που καταναλώνουν. Τέλος, είναι πολύ σημαντικό να βεβαιώνονται διαρκώς ότι έχουν τα επιθυμητά επίπεδα σακχάρου.


Screen-Shot-2019-05-17-at-17.33.50-1024x683.png

17 Μαΐου, 2019 Angelos KlitsasΆρθρα0

Ο θυρεοειδής αδένας είναι ένας από τους πιο σημαντικούς του ενδοκρινικού μας συστήματος, καθώς παράγει βασικές για τον οργανισμό ορμόνες. Βρίσκεται στο λαιμό ακριβώς μπροστά από τους χόνδρους του λάρυγγα και αποτελείται από δύο λοβούς: τον αριστερό και το δεξιό που ενώνονται μεταξύ τους με τον ισθμό.

Οι θυρεοειδικές ορμόνες που παράγει είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική αύξηση, ανάπτυξη και ρύθμιση των μεταβολικών διεργασιών για την εύρυθμη λειτουργία όλων των συστημάτων του οργανισμού μας. Μέσω της κυκλοφορίας του αίματος οι θυρεοειδικές ορμόνες μεταφέρονται σε όλους τους ιστούς του σώματος και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία πολλαπλών οργάνων όπως της καρδιάς, του εντέρου και των πνευμόνων.

Υπάρχουν ορισμένα σημάδια προάγγελοι της δυσλειτουργίας του, μεταξύ των οποίων είναι τα εξής:

  • Αίσθημα εξάντλησης: Μπορεί να συνδέεται με υποθυρεοειδισμό, μια διαταραχή κατά την οποία ο αδένας εργάζεται λιγότερο σε σχέση με τις ανάγκες του οργανισμού, δηλαδή υπάρχει μειωμένη παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. Αν νιώθετε κούραση το πρωί όταν ξυπνάτε ή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, παρότι έχετε κοιμηθεί καλά, ίσως ο οργανισμός σας λέει ότι ο θυρεοειδής δε λειτουργεί σωστά.
  • Νευρικότητα και άγχος: Τα δύο αυτά συμπτώματα συνδέονται με υπερθυρεοειδισμό, όπου ο οργανισμός παράγει πολλή θυρεοειδική ορμόνη, στέλνοντας συνεχώς μηνύματα ενεργοποίησης, με αποτελέσματα να μην μπορείτε να χαλαρώσετε με τίποτα.
  • Δεν υπάρχει όρεξη για τίποτα: Αν νιώθετε καταθλιπτικοί ή στεναχωρημένοι, ίσως αυτό να είναι σύμπτωμα υποθυρεοειδισμού. Κι αυτό γιατί η μικρή παραγωγή της θυρεοειδικής ορμόνης, επηρεάζει τα επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο.
  • Δυσκολία συγκέντρωσης: Πολλές γυναίκες πιστεύουν ότι η δυσκολία συγκέντρωσης που έχουν είναι σημάδι εμμηνόπαυσης, ενώ μπορεί να οφείλεται σε πρόβλημα στο θυρεοειδή.
  • Έχει επηρεαστεί η όρεξη για φαγητό ή έχει αλλάξει η γεύση: Αν θέλετε συνεχώς κάτι να τρώτε, αυτό είναι σημάδι υπερθυρεοειδισμού, καθώς η παραγωγή της θυρεοειδικής ορμόνης σας προκαλεί συνεχές αίσθημα πείνας. Από την άλλη, όταν ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, επηρεάζεται η αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης.
  • Δεν υπάρχει διάθεση για σεξ: Η μειωμένη ή καθόλου όρεξη για σεξ ίσως είναι σύμπτωση διαταραχής του θυρεοειδούς.
  • Ξηρό δέρμα: Πρόκειται συνήθως για ένα από τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού.
  • “Φτερουγίσματα” στην καρδιά: Μπορεί να είναι σημάδι ότι στον οργανισμό κυκλοφορεί μεγάλη ποσότητα θυρεοειδικής ορμόνης (υπερθυρεοειδισμός).
  • Διαταραχή στη λειτουργία του εντέρου: Όσοι πάσχουν από υποθυρεοειδισμό εμφανίζουν προβλήματα δυσκοιλιότητας.
  • Αλλαγές στην έμμηνο ρύση: Μεγαλύτερη διάρκεια περιόδου με περισσότερη ροή αίματος και κράμπες μπορεί να είναι σημάδι υποθυρεοειδισμού. Αν έχετε υπερθυρεοειδισμό η έμμηνος ρύση διαρκεί λιγότερο, εμφανίζεται σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και δεν είναι βαριάς μορφής.
  • Πόνος στα άκρα και τους μύες.
  • Υψηλή αρτηριακή πίεση.
  • Υψηλή χοληστερόλη.
  • Αλλαγές στη θερμοκρασία του σώματος.
  • Βραχνάδα ή περίεργη αίσθηση στο λαιμό.
  • Αυξημένο βάρος χωρίς να έχει αλλάξει πολύ το διαιτολόγιό.
  • Έχει αλλάξει το πρόγραμμα στον ύπνο.
  • Δυσκολία για τις γυναίκες να μείνουν έγκυες.

Ενημερώστε τον γιατρό σας για οποιαδήποτε από τα παραπάνω.


Screen-Shot-2019-05-15-at-18.25.43-1024x682.png

Άνθρωποι που αφήνουν χωρίς αντιμετώπιση την άπνοια ύπνου, ακόμα και για μικρό διάστημα, μπορεί ενδεχομένως να έχουν υψηλότερο κίνδυνο αύξησης των επιπέδων σακχάρου, των ορμονών στρες και της αρτηριακής πίεσης, ανακάλυψε νέα έρευνα.

Ακόμα και λίγες ημέρες αποτυχίας αντιμετώπισης της άπνοιας μπορεί να προκαλέσει άνοδο των επιπέδων, ανακάλυψαν ερευνητές και δήλωσαν ότι τα ευρήματα στηρίζουν τη χρήση συσκευών CPAP.

Ο Dr. Jonathan Jun, του Johns Hopkins University School of Medicine στη Βαλτιμόρη, δήλωσε ότι πρόκειται για μια από τις πρώτες έρευνες που δείχνουν σε πραγματικό χρόνο την επίδραση της άπνοιας στο μεταβολισμό κατά τη νύχτα. Ο Jun παρακολούθησε 31 παχύσαρκους ασθενείς με μέση ηλικία τα 51 χρόνια, καθώς κοιμόνταν. Δυο τρίτα ήταν άντρες και οι περισσότεροι λευκοί.

Όλοι είχαν μέτρια ως σοβαρή αποφρακτική άπνοια και παρακολουθήθηκαν είτε ενώ χρησιμοποιούσαν τη συσκευή CPAP είτε όταν δεν τη χρησιμοποίησαν για 2 νύχτες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα των λιπαρών οξέων στο αίμα, της ινσουλίνης, του σακχάρου και της κορτιζόλης. Τα επίπεδα αυξήθηκαν σε όσους δεν είχαν χρησιμοποιήσει τη συσκευή και περισσότερο σε όσους είχαν την πιο σοβαρή περίπτωση άπνοιας.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι η αρτηριακή πίεση αυξήθηκε σε ασθενείς που δεν είχαν χρησιμοποιήσει συσκευές CPAP τις 2 προηγούμενες νύχτες. Ο Jun δήλωσε ότι καθώς μόνο παχύσαρκοι άνθρωποι παρατηρήθηκαν στην έρευνα, τα ευρήματα μπορεί ενδεχομένως να μην αφορούν όλους τους ανθρώπους με άνοια. Χρειάζονται νέες έρευνες. Ωστόσο δήλωσε ότι τα αποτελέσματα παρέχουν περισσότερες ενδείξεις ότι η άπνοια δεν είναι μόνο μια ένδειξη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου αλλά μπορεί να τις επιδεινώσει.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism.

Πηγή: iatronet.gr

Woman photo created by katemangostar – www.freepik.com


734.jpg

10 Μαΐου, 2019 Angelos KlitsasΆρθρα0

Η χοληστερόλη, κοινώς γνωστή ως χοληστερίνη, είναι μια ουσία με κηρώδη σύσταση, η οποία προέρχεται από τον ίδιο τον οργανισμό και από τις τροφές που προσλαμβάνουμε. Μεταφέρεται μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, ενώ υπάρχει και σε όλα τα κύτταρα, καθώς είναι απαραίτητη στον οργανισμό μας, μεταξύ άλλων και για το σχηματισμό κυτταρικών μεμβρανών όπως και για τη σύνθεση ορμονών. Ο ανθρώπινος οργανισμός παράγει το μεγαλύτερο μέρος της ποσότητας χοληστερόλης στο ήπαρ, ενώ η ποσότητα που λαμβάνουμε από την τροφή είναι πολύ μικρότερη.

Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι χοληστερόλης:

– η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL χοληστερόλη), η οποία μεταφέρει τη χοληστερόλη από το ήπαρ προς τα άλλα κύτταρα του σώματος και
– η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL χοληστερόλη), η οποία κάνει το αντίθετο, δηλαδή απομακρύνει τη χοληστερόλη από την κυκλοφορία και την επιστρέφει στο ήπαρ.

Η LDL-C είναι ευρύτερα γνωστή ως η «κακή» χοληστερόλη. Αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της χοληστερόλης του σώματος και τα υψηλά επίπεδά της στο αίμα οδηγούν στη δημιουργία αθηρωματικών πλακών στις αρτηρίες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος απόφραξής τους (αθηρωματική αγγειακή νόσος).

Η κακή διατροφή, το αυξημένο σωματικό βάρος και γενικότερα επιβαρυντικές για την υγεία συνήθειες όπως το κάπνισμα και η απουσία άσκησης αποτελούν παράγοντες που ευνοούν την αύξηση των επιπέδων της LDL.

Για ορισμένα όμως άτομα με αυξημένη LDL χοληστερόλη, τα παραπάνω δεν αποτελούν τη βασική αιτία της κατάστασής τους. Τα άτομα αυτά πάσχουν από μια γενετική πάθηση που ονομάζεται οικογενής υπερχοληστερολαιμία, την πιο συχνή γενετική διαταραχή του μεταβολισμού.

Στην οικογενή υπερχοληστερολαιμία μεταλλάξεις συγκεκριμένων γονιδίων εμποδίζουν την απομάκρυνση της περίσσειας LDL από τον ανθρώπινο οργανισμό με αποτέλεσμα τα πολύ αυξημένα επίπεδά της στο αίμα. Υπάρχουν δύο τύποι οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας, η ετερόζυγη και η ομόζυγη:

Ετερόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία 

Η ετερόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία εμφανίζεται σε 1 ανά 200 έως 500 άτομα σε όλο τον κόσμο. Τα άτομα που προσβάλλονται, κληρονομούν τη μετάλλαξη του συγκεκριμένου γονιδίου από έναν μόνο από τους δύο γονείς και έχουν υψηλά επίπεδα LDL-C που κυμαίνονται σε τιμές πάνω από 190mg/dL για τους ενήλικες και πάνω από 160mg/dL για τα παιδιά χωρίς θεραπεία.

Πέρα από τα αυξημένα επίπεδα της LDL, μερικοί ασθενείς μπορεί επίσης να έχουν ορατά σημεία εναπόθεσης λίπους στις αρθρώσεις του χεριού ή και κάτω από τα βλέφαρα και στην ίριδα.

Δυστυχώς οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ότι μπορεί να πάσχουν από τη νόσο μέχρι να αναπτύξουν καρδιαγγειακή νόσο ή και να εμφανίσουν καρδιακό επεισόδιο.

Ομόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία

Η ομόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία είναι λιγότερο συχνή, αλλά πολύ πιο σοβαρή από την ετερόζυγη μορφή της. Είναι πολύ σπάνια και επηρεάζει μόνο 1 άτομο στο 1 εκατομμύριο, το οποίο έχει κληρονομήσει το μη φυσιολογικό γονίδιο και από τους δύο γονείς.

Τα σημεία και τα συμπτώματα είναι παρόμοια με εκείνα της ετερόζυγης μορφής αλλά εμφανίζονται πολύ νωρίτερα και συγκεκριμένα στην παιδική ηλικία, και ενεργούν πιο επιθετικά.

Τα επίπεδα της LDL-C μπορεί να φτάνουν σε τιμές έως και 1.000mg/dL, ενώ μπορεί να εμφανιστεί καρδιαγγειακή νόσος ήδη από την εφηβεία.

Αντιμετώπιση

Η δίαιτα αποτελεί το πρώτο βήμα για τη μείωση της χοληστερόλης αλλά αν αυτή δεν μειωθεί όσο χρειάζεται, τότε πρέπει να γίνει και λήψη φαρμάκων. Όμως ο συνδυασμός αυτός είναι απαραίτητος σε όλους τους ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία, διότι η δίαιτα μόνη της δεν μπορεί να μειώσει σε ικανό επίπεδο την υψηλή χοληστερόλη.

Ο σκοπός της θεραπείας σε άτομα με οικογενή υπερχοληστερολαιμία είναι να μειωθούν τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης κάτω από 175 mg/dL, ενώ της LDL κάτω από 100 mg/dL. Αν ένα άτομο με οικογενή υπερχοληστερολαιμία έχει ήδη εμφανίσει κάποιο καρδιαγγειακό νόσημα, όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου, τότε ο στόχος της θεραπείας για τα επίπεδα της χοληστερόλης μπορεί να είναι ακόμη μικρότερος.

Για τις σπάνιες βαριές μορφές της νόσου απαιτείται και η εφαρμογή της LDL αφαίρεσης, μια διαδικασία που μοιάζει με την αιμοκάθαρση προκειμένου να μειωθεί η «κακή» χοληστερόλη.

Photo credit: Freepik


Screen-Shot-2019-05-08-at-19.14.33-1024x683.png

Το αλκοόλ είναι ένα θερμιδογόνο συστατικό της διατροφής μας, το οποίο αποδίδει «κενές» θερμίδες. Έχει αρκετά υψηλή ενεργειακή πυκνότητα (αποδίδει 7 Kcal/γρ), ωστόσο δεν είναι απαραίτητο για την ομαλή ανάπτυξη του οργανισμού μας.

Από την άλλη βέβαια πολλές έρευνες δείχνουν ότι η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ –από οποιοδήποτε ποτό– μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση για την υγεία μας. Πολύ σημαντικό όμως είναι η κατανάλωση να είναι περιορισμένη.

Το αλκοόλ δεν απαγορεύεται στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη. Οι περισσότεροι που πάσχουν από διαβήτη μπορούν να απολαύσουν μια μικρή ποσότητα αλκοόλ. Η κατανάλωση όμως θα πρέπει να γίνεται με προσοχή, είτε πρόκειται για διαβήτη τύπου 1 είτε τύπου 2, καθώς και οι προσλαμβανόμενες θερμίδες αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μεταβολίζεται η αλκοόλη, έχει επιδράσεις στη γενικότερη κατάσταση της υγείας τους.

Μερικά προβλήματα που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ, όταν υπάρχει διαβήτης, είναι η αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης, η εμφάνιση υπογλυκαιμίας, η αύξηση του σωματικού βάρους, καθώς και η υπερτριγλυκεριδαιμία. Ειδικά η υπογλυκαιμία μπορεί να προκληθεί από το αλκοόλ είτε άμεσα είτε 24 ώρες μετά.

Για αυτό όταν το άτομο πίνει αλκοόλ ή σχεδιάζει να πιεί, θα πρέπει να μετρά το σάκχαρό του, πριν, κατά την διάρκεια και μετά το ποτό. Πριν από τον ύπνο αν τα επίπεδα σακχάρου κυμαίνονται μεταξύ 100 και 140 mg/dl, τότε μπορεί να κοιμηθεί. Αν είναι χαμηλότερα θα πρέπει να φάει κάτι ελαφρύ πρώτα για να αποφύγει τη νυχτερινή υπογλυκαιμία.

«Πόσο μπορώ να πιω;»

Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, αν ένα ενήλικο άτομο με σακχαρώδη διαβήτη επιλέξει να καταναλώσει αλκοόλ, η κατανάλωση της αλκοόλης θα πρέπει να γίνεται με μέτρο. Συγκεκριμένα, επιτρέπεται μέχρι 1 μονάδα αλκοόλης για τις γυναίκες και μέχρι 2 για τους άντρες ημερησίως (μια μονάδα αλκοόλης -unit- αντιστοιχεί σε 350 ml μπύρας 150 ml κρασιού ή 45 ml ηδύποτου και περιέχει 15 γραμμάρια αλκοόλης).

Το μέγεθος του ποτηριού εξαρτάται από το ποτό. Έτσι για την μπύρα, επιτρέπεται 1 ποτήρι του νερού, για το κρασί ένα ποτήρι του κρασιού και για τα σκληρά ποτά (ούζο, τσίπουρο, ουίσκι, βότκα, ρούμι) μικρότερη ποσότητα.

Για το διαβήτη γενικότερα το λευκό ξηρό κρασί, το τσίπουρο και τα ποτά τύπου ουΐσκι ή βότκα με νερό ή χυμό λεμόνι είναι σίγουρα οι πιο ασφαλείς λύσεις. Αντίθετα, η μπύρα και τα γλυκά κρασιά περιέχουν υδατάνθρακες που μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα του σακχάρου του αίματος.

Φαγητό

Η κατανάλωση της όποιας μορφής αλκοόλης πρέπει πάντα να γίνεται μαζί με το φαγητό, ειδικότερα στα άτομα με διαβήτη που ακολουθούν αγωγή με ινσουλίνη ή υπογλυκαιμικά φάρμακα για να αποφεύγονται τα υπογλυκαιμικά επεισόδια.

Όταν η κατανάλωση γίνεται με άδειο στομάχι, η απορρόφησή της αλκοόλης γίνεται πιο γρήγορα και ακολουθείται από χαμηλά σάκχαρα. Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις όπου η λήψη της γίνεται με μέτρο, απαιτείται επιπρόσθετα προσοχή από την ταυτόχρονη λήψη άλλων υδατανθράκων μαζί με το αλκοόλ (π.χ. σε ανάμικτα ποτά), η οποία μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα του σακχάρου. Προσοχή επίσης χρειάζεται στην κατανάλωση λιπαρών σνακ, που επιβαρύνουν με τη σειρά τους το συνολικό θερμιδικό φορτίο της δίαιτας τους.

Πότε να αποφύγετε το αλκοόλ

Όταν μαζί με το διαβήτη συνυπάρχει και διαταραχή βάρους, η κατανάλωση του οινοπνεύματος θα πρέπει να είναι περιορισμένη ή ακόμα και να αποφεύγεται. Επίσης, τα υπερτασικά άτομα ή τα άτομα που παρουσιάζουν υπερτριγλυκεριδαιμια πρέπει να αποφεύγουν τη λήψη αλκοόλης.




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ




Κλείτσας Άγγελος Παθολόγος Καλαμαριά - Σήμα αναγνώρισης ασθενών από Doctoranytime



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.



Web design by Siteworks



Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved. Web design by Siteworks