Blog

belly.jpg

Η απώλεια έστω και του 5% του σωματικού βάρους για ένα παχύσαρκο άτομο μπορεί να αποδώσει σημαντικά οφέλη για την υγεία, δείχνει αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Cell Metabolism.

Επιστημονική ομάδα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεν Λούις, με επικεφαλής τον Σάμιουελ Κλάιν, διευθυντή του Κέντρου Ανθρώπινης Διατροφής, υποστηρίζει ότι το όφελος προκύπτει από τον καλύτερο έλεγχο της ινσουλίνης, όπως επίσης και από την μείωση του λιπώδους ιστού αλλά και την μυϊκή ενδυνάμωση.

Οι ερευνητές έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 40 παχύσαρκους άνδρες και γυναίκες, 32-56 ετών και τους συνέκριναν με 20 άτομα που διατήρησαν το βάρος τους και άλλους 20 που έκαναν προσπάθειεα να το μειώσουν από 5% έως 15%.

Μία απώλεια βάρους της τάξης του 5% (δηλαδή ένας άνθρωπος 100 κιλών έχασε πέντε κιλά) αποδείχθηκε αρκετή για να βελτιωθεί ο μεταβολισμός των παχύσαρκων και να μειωθεί ο κίνδυνος εκδήλωσης διαβήτη και καρδιοπάθειας.

Σύμφωνα με τον δρ. Κλάιν, «είναι πολύ πιο δύσκολο να χάσει κανείς το 10% του βάρους του, όμως ακόμη και με ένα 5% είδαμε πραγματικά σημαντικά οφέλη για πολλά όργανα ταυτόχρονα. Πολλές παθήσεις εμφανίζονται στους παχύσαρκους, επειδή το σώμα τους χάνει την ικανότητα να ελέγχει την ινσουλίνη, μία ορμόνη-κλειδί που μπορεί να ανοίξει την “πόρτα” σε αρκετές καρδιομεταβολικές ασθένειες εκτός του διαβήτη τύπου ΙΙ».

Να σημειωθεί ότι στην ερευνητική ομάδα συμμετείχε και ο έλληνας Φαίδων Μάγκος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης, καθώς και ερευνητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεν Λούις.

Πηγή: health.in.gr

Childhood-obesity.jpg

Παιδιά και έφηβοι που γίνονται ή παραμένουν παχύσαρκοι μπορεί ενδεχομένως γρήγορα να αντιμετωπίσουν τριπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης σε σύγκριση με τους πιο αδύνατους συνομηλίκους τους, αναφέρει νέα έρευνα.

Τα ευρήματα έχουν ενδιαφέρον επειδή η υπέρταση στα παιδιά που από υπέρβαρα έγιναν παχύσαρκα ή σε αυτά που παρέμειναν παχύσαρκα εμφανίστηκε σε μικρό διάστημα. Η έρευνα διήρκεσε 3 χρόνια.

Η ερευνήτρια Emily Parker, του HealthPartners Institute for Education and Research in Bloomington, δήλωσε ότι τα ευρήματα τονίζουν τη σημασία έγκαιρης ανάπτυξης και εφαρμογής αποτελεσματικών στρατηγικών για την πρόληψη της παχυσαρκίας.

Οι ερευνητές συνέλεξαν στοιχεία 100.000 παιδιών και εφήβων που καταγράφηκαν μεταξύ 2007 και 2011. Η ηλικία των παιδιών κυμαινόταν μεταξύ 3 και 17 ετών. Κατά τη διάρκεια της έρευναςη ποσοστό 0,3% των παιδιών και των εφήβων εμφάνισε υπέρταση. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι παιδιά μεταξύ 3 και 11 ετών, που από υπέρβαρα έγιναν παχύσαρκα, είχαν περισσότερες από διπλάσιες πιθανότητες εμφάνισης υπέρτασης. Σε παιδιά 12 έως 17 ετών οι πιθανότητες υπέρτασης υπερτριπλασιάστηκαν.

Όταν οι ερευνητές εστίασαν στη διαφορά μεταξύ παιδιών που ήταν παχύσαρκα και πολύ παχύσαρκα ανακάλυψαν ότι ο κίνδυνος υπέρτασης διπλασιαζόταν για τα παχύσαρκα. Ωστόσο, ο κίνδυνος αυξανόταν πάνω από 4 φορές για τα παιδιά που ήταν πολύ παχύσαρκα.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Pediatrics.

Πηγή: iatronet.gr


17337713225_85ef5a039c_b.jpg

Πολλοί άνθρωποι ενδεχομένως γνωρίζουν ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι μια δια βίου νόσος η οποία μπορεί να ελεγχθεί, αλλά όχι να θεραπευτεί πλήρως. Οι ασθενείς χρειάζεται να ξεκινήσουν – παράλληλα με τη λήψη ειδικών φαρμάκων – έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, εντάσσοντας στην καθημερινότητά τους τη σωματική άσκηση και την υγιεινή διατροφή, ώστε να ελέγξουν μια νόσο που σε πολλές περιπτώσεις είναι προοδευτική.

Νέα δεδομένα ωστόσο δείχνουν ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι υποχρεωτικά προς το χειρότερο, καθώς έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου ο διαβήτης κατάφερε να υποστρέψει τόσο ώστε να μην χρειάζονται φάρμακα.

Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει σε άτομα που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους. Σπάνια έχει επίσης αναφερθεί και σε άτομα που έχουν κάνει μόνο αλλαγές στον τρόπο ζωής. Έτσι, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μην είναι ο μόνος δρόμος για την ύφεση της νόσου.

Στις περιπτώσεις όπου οι μετρήσεις των επιπέδων του σακχάρου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είναι χαμηλότερες των ενδείξεων του διαβήτη, το οποίο επιτεύχθηκε χωρίς τη λήψη φαρμάκων ή τη χειρουργική επέμβαση, τότε κάνουμε λόγο για υποστροφή του διαβήτη.

Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία (American Diabetes Association) έχει εκδώσει τους παρακάτω ορισμούς:

– Μερική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας από 100 μέχρι 125mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 6,0% μέχρι 6,5% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Ολική υποστροφή διαβήτη υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 6,0% για 1 χρόνο χωρίς φάρμακα.

– Παρατεινόμενη υποστροφή υπάρχει όταν πετύχουμε σάκχαρο νηστείας μικρότερο από 100mg/dL, ή γλυκοζυλιωμένη μικρότερη από 6.0% για 5 χρόνια χωρίς φάρμακα.

Ποιος μπορεί να πετύχει υποστροφή του διαβήτη

Το ποιος μπορεί να πετύχει μερική ή ολική υποστροφή του διαβήτη δεν έχει απαντηθεί ακόμα από την ιατρική κοινότητα, ωστόσο η έρευνα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σύμφωνα πάντως με τις σημερινές ενδείξεις, υποστροφή του διαβήτη δεν μπορούν να πετύχουν όσοι έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 1, αλλά είναι πιθανό για όσους έχουν βεβαιωμένη διάγνωση διαβήτη τύπου 2.

Μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν όσοι έχουν πρόσφατη διάγνωση διαβήτη, έχουν αυξημένο σωματικό βάρος, είναι νέα ή μεσήλικα άτομα, δεν έχουν άλλα νοσήματα ή επιπλοκές από τη νόσο και ακολουθούν τις οδηγίες για τη ρύθμισή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια για ρύθμιση του σακχάρου και απώλεια βάρους μπορεί να φρενάρει την εξέλιξη του διαβήτη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς να χρειαστεί να αυξηθεί η φαρμακευτική αγωγή στο μέλλον, αλλά και ότι μπορεί να αντιστραφεί η πορεία του, δηλαδή να πετύχουμε καλύτερη ρύθμιση με λιγότερα φάρμακα.

Photo credit: davis.steve32 via Foter.com / CC BY

blood-pixabay2.jpg

20 Ιανουαρίου, 2016 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία1

Η παχυσαρκία συνδέεται με τη δημιουργία θρόμβων στις φλέβες παιδιών και εφήβων, ενώ μάλιστα αποτελεί στατιστικά σημαντικό προγνωστικό παράγοντα, σύμφωνα με μια νέα έρευνα.

Η φλεβική θρόμβωση είναι ένας όρος που περιγράφει το σχηματισμό πηγμάτων αίματος μέσα σε φλεβικά αγγεία. Πρόκειται για μια σχετικά συχνή πάθηση, η οποία πολλές φορές διαφεύγει της διάγνωσης και αποτελεί σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας.

Προκαλεί ιστολογική βλάβη, η οποία αρχίζει πρώτα με τη βλάβη του αγγείου και τη συνάθροιση αιμοπεταλίων και την οποία ακολουθεί έκκριση θρομβοπλαστινικών ουσιών και σχηματισμός ινικής, που παγιδεύει τα ερυθρά αιμοσφαίρια.

Οι ερευνητές προειδοποίησαν ότι η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και φλεβικής θρομβοεμβολής μπορεί να προκαλέσει προβλήματα υγείας αν παραμείνει χωρίς αγωγή.

Η Elizabeth Halvorson του Wake Forest Baptist Medical Center στη Βόρεια Καρολίνα, δήλωσε ότι η έρευνα έδειξε σχέση μεταξύ της παχυσαρκίας και της φλεβικής θρομβοεμβολής στα παιδιά, η οποία θα πρέπει να ερευνηθεί με περαιτέρω μελέτες.

Πρόσθεσε ότι αυτό είναι σημαντικό επειδή η εμφάνιση φλεβικής θρομβοεμβολής στα παιδιά έχει αυξηθεί σημαντικά τα προηγούμενα 20 χρόνια και η παιδική παχυσαρκία παραμένει σε υψηλά επίπεδα στις ΗΠΑ.

Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία ασθενών μεταξύ Ιανουαρίου 2000 και Σεπτεμβρίου 2012, εντοπίζοντας 88 ασθενείς μεταξύ 2 και 18 ετών – επιβεβαιωμένα περιστατικά φλεβικής θρομβοεμβολής. Αφού έλαβαν υπόψη άλλους παράγοντες κινδύνου, οι ερευνητές ανακάλυψαν μικρή αλλά στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της παχυσαρκίας και της φλεβικής θρομβοεμβολής.

Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hospital Pediatrics.

Με πληροφορίες από iatronet.gr.


Walk.jpg

Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ θα πρέπει να λαμβάνουν σαφείς οδηγίες σωματικής άσκησης, ώστε να καθορίζεται ξεκάθαρα η διάρκεια, το είδος, η ένταση και η συχνότητα των προπονήσεων για κάθε άτομο ξεχωριστά, σύμφωνα με ανασκόπηση που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο British Journal of Sports Medicine.

Ως γνωστόν η γυμναστική βελτιώνει τον έλεγχο του σακχάρου του αίματος, την ευαισθησία στην ινσουλίνη, την αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα. Όμως οι περισσότεροι ασθενείς με διαβήτη δεν γυμνάζονται τακτικά.

Επιστημονική ομάδα με επικεφαλής τον δρ. Ρομέου Μεντες από τη Μονάδα Δημόσιας Υγείας των Κέντρων Υγείας της Βίλα Ρεαλ στην Πορτογαλία επανεξέτασε όλες τις δημοσιευμένες συστάσεις ή κατευθυντήριες οδηγίες για την άθληση σε άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ, που είχαν εκδοθεί από διεθνείς επιστημονικούς φορείς της διαβητολογίας, ενδοκρινολογίας, καρδιολογίας, δημόσιας υγείας και αθλητικής ιατρικής.

Τελικά εντόπισαν 11 δημοσιεύσεις από φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Εταιρεία για τη Μελέτη του Διαβήτη, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία και το Σουηδικό Εθνικού Ινστιτούτο Υγείας.

Όλοι οι φορείς συμφωνούσαν ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ θα πρέπει να γυμνάζονται αθροιστικά τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα, σε τρεις διαφορετικές ημέρες με αερόβια έντονη ή μέτρια άσκηση και επίσης δύο φορές την εβδομάδα ασκήσεις αντίστασης.

Η αερόβια γυμναστική περιλάμβανε ζωηρό περπάτημα, τρέξιμο, ποδήλατο, κολύμπι ή άλλες δραστηριότητες και οι ασκήσεις αντίστασης έπρεπε να επικεντρώνονται σε μεγάλες μυϊκές ομάδες με ελεύθερα βάρη ή χρήση μηχανημάτων.

«Ωστόσο, η επιστήμη διαρκώς τάσσεται υπέρ των φαρμακευτικών παρεμβάσεων στην διαχείριση του διαβήτη, αντί να προτείνει στρατηγικές βελτίωσης του τρόπου ζωής. Έτσι, η πλειοψηφία των ασθενών με διαβήτη τύπου ΙΙ δεν ενθαρρύνεται να γυμνάζεται τακτικά. Αυτό εν μέρει εξηγεί γιατί δεν υπάρχει ευαισθητοποίηση και ενημέρωση για τα οφέλη της άθλησης, καθώς και για τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες» εξηγεί ο δρ. Μεντες.

Ο ερευνητής μάλιστα προτείνει να δίνονται στους ασθενείς συγκεκριμένες πληροφορίες για το είδος, τη διάρκεια, την ένταση και τη συχνότητα της άθλησης, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός καθώς και συναρτήσει των υπολοίπων παραμέτρων υγείας.

Πηγή: health.in.gr


diet1-1024x681.jpg

16 Δεκεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία0

Αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που παίρνουν βάρος μεταξύ δύο κυήσεων, σύμφωνα με διεθνή μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο The Lancet. Συγκεκριμένα αυξάνεται ο κίνδυνος θνησιγένειας κατά τη δεύτερη εγκυμοσύνη.

Επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον καθηγητή Κλινικής Επιδημιολογίας Σβεν Κνατίνγκιους, ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 450.000 γυναίκες.

Κίνδυνο θνησιγένειας αντιμετώπιζαν οι γυναίκες με φυσιολογικό βάρος κατά την πρώτη εγκυμοσύνη (δηλαδή με Δείκτη Μάζας Σώματος κάτω από 25), οι οποίες αύξαναν το βάρος τους κατά περίπου έξι κιλά, ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο τοκετό.

Όσα περισσότερα κιλά είχαν πάρει ανάμεσα στις δύο εγκυμοσύνες, τόσο αύξανε ο κίνδυνος. Αν η αύξηση των κιλών ήταν πάνω από 11, τότε ο κίνδυνος αυξανόταν κατά περίπου 50%, σε σχέση με όσες διατηρούν φυσιολογικό βάρος.

Αντίθετα, οι υπέρβαρες γυναίκες που καταφέρναν να χάσουν βάρος ανάμεσα στις εγκυμοσύνες, μείωναν τον κίνδυνο απώλειας του βρέφους. Αν μια γυναίκα έχει χάσει τουλάχιστον έξι κιλά πριν τη δεύτερη εγκυμοσύνη, τότε ο κίνδυνος μειώνεται κατά περίπου 50%.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, σχεδόν το ένα πέμπτο των γυναικών παίρνει βάρος μετά την πρώτη εγκυμοσύνη και αυτές αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο θνησιγένειας στη δεύτερη εγκυμοσύνη.

Οι αιτίες θανάτου του νεογνού πριν ή μετά τη γέννα ήταν, μεταξύ άλλων, οι γενετικές ανωμαλίες, η ασφυξία, οι λοιμώξεις και το σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου. Επίσης, η ηλικία της γυναίκας και το κάπνισμα συντελούσαν σε περαιτέρω αύξηση του κινδύνου.

Αν και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί η προσθήκη κιλών ανάμεσα στις εγκυμοσύνες επιδρά αρνητικά στο κυοφορούμενο έμβρυο, οι επιστήμονες εικάζουν ότι ο αυξημένος λιπώδης ιστός της εγκύου και ο διαβήτης κύησης μπορούν να επιβαρύνουν το καρδιαγγειακό σύστημα του παιδιού, να μειώσουν την παροχή οξυγόνου σε αυτό και να αυξήσουν το επίπεδο φλεγμονής του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, όλο και περισσότερες γυναίκες είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες στην αρχή της εγκυμοσύνης. Φυσιολογικού βάρους θεωρείται μια γυναίκα, όταν ο Δείκτης Μάζας Σώματος είναι 18,5 έως 25, λιποβαρής όταν ο ΔΜΣ είναι κάτω του 18,5, υπέρβαρη όταν έχει ΔΜΣ 25 έως 30 και παχύσαρκη πάνω από 30.

Πηγή: Health.in.gr

child-701645_1280.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια.

Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης (ορμόνη η οποία βοηθά τη γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα) από το πάγκρεας, οπότε κάνουμε λόγο για διαβήτη τύπου 1, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη – που συμβαίνει στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 2.

Πριν κάποια χρόνια ήταν πολύ σπάνιο να διαγνωσθεί σε παιδί ο διαβήτης τύπου 2, παρά μόνο ο διαβήτης τύπου 1. Ο «κανόνας» αυτός όμως πλέον έχει καταρριφθεί. Έχει παρατηρηθεί πως τα παιδιά που είναι περισσότερο ευάλωτα στον διαβήτη τύπου 2 είναι όσα αντιμετωπίζουν προβλήματα παχυσαρκίας κι όσα έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη.

Οι έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχει επίσης μία αυξημένη τάση των Αμερικανών, Ισπανών, Λατινόφωνων, Ασιατών, Ινδών καθώς και των Αφρο-Αμερικανών να εμφανίζουν τη νόσο. Αυτό όμως φυσικά δεν σημαίνει ότι τα παιδιά με την παραπάνω καταγωγή θα πάθουν σίγουρα διαβήτη τύπου 2 ή ότι τα υπόλοιπα, που δεν ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής, βρίσκονται εκτός κινδύνου.

Τα κορίτσια, σύμφωνα με τις μελέτες, έχουν περισσότερες πιθανότητες ν’ αντιμετωπίσουν θέματα με το σάκχαρό τους συγκριτικά με τα αγόρια.

Στα συμπτώματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν περιλαμβάνονται:

– Η ανεξήγητη απώλεια βάρους
– Η συχνοουρία, πολυδιψία και πολυφαγία
– Η συχνά θολή όραση
– Η ξηροστομία
– Η δυσκολία στην αναπνοή
– Η φαγούρα στο δέρμα
– Τα μουδιάσματα και μυρμηγκιάσματα
– Η αργή επούλωση πληγών

Οι καθημερινές συνήθειες αποτελούν τον πιο σημαντικό παράγοντα σε ό,τι αφορά την εκδήλωση ή την πρόληψη και αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2. Αυτές έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή καταγωγής. Η κακή διατροφή, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας κι άσκησης, η παχυσαρκία και η χρόνια χρήση φαρμάκων εντάσσονται σε αυτές τις παραμέτρους.


diet-398613_1280.jpg

Η παχυσαρκία αποτελεί έναν γνωστό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καταστάσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για την υγεία εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα.

Υπάρχουν ωστόσο μελέτες οι οποίες έχουν δείξει ότι οι υπέρβαροι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο ζουν περισσότερο από τους ασθενείς με φυσιολογικό βάρος, που έχουν επίσης καρδιαγγειακά νοσήματα.

Για να ελεγχθεί αν το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τους ασθενείς με διαβήτη, οι ερευνητές παρακολούθησαν περισσότερους από 10.500 ασθενείς, διάμεσης ηλικίας 63 ετών με διαβήτη τύπου 2 και χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο. Στη μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Annals of Internal Medicine, οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν για ένα μέσο χρονικό διάστημα 10.6 χρόνων και καταγράφηκαν τα καρδιαγγειακά συμβάματα και η θνησιμότητα κάθε αιτιολογίας.

Οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι ασθενείς είχαν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα, αλλά όσοι ήταν υπέρβαροι είχαν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης σε σύγκριση με εκείνους που ήταν ελλιποβαρείς ή είχαν φυσιολογικό βάρος. Οι ελλιποβαρείς ασθενείς είχαν γενικά την χειρότερη πρόγνωση. Τα αίτια του θανάτου όμως δεν ήταν διαθέσιμα στους μελετητές.

Οι συγγραφείς προσφέρουν μερικές πιθανές αιτίες για το παράδοξο της παχυσαρκίας στο διαβήτη τύπου 2. Πρώτον, ο διαβήτης τύπου 2 που προκαλείται από τη μεταβολική «καταπόνηση» της παχυσαρκίας μπορεί ουσιαστικά να διαφέρει από εκείνον που αναπτύσσεται με την απουσία της παχυσαρκίας. Δεύτερον, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χαμηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση καπνού και οινοπνεύματος, συμβάλλοντας τόσο για την ανάπτυξη του διαβήτη όσο και για το χαμηλότερο ΔΜΣ. Τέλος, οι παχύσαρκοι ασθενείς μπορεί να είναι πιο πιθανό να ελεγχθούν νωρίτερα για τον διαβήτη, οδηγώντας σε πιο έγκαιρη διάγνωση.

Οι ερευνητές πάντως προειδοποιούν ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν υποδηλώνουν ένα ιδανικό ΔΜΣ και δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει τους ασθενείς από την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής.

Ann Intern Med. 2015;162(9):610-8.


diet-398613_1280.jpg

23 Σεπτεμβρίου, 2015 Angelos KlitsasΠαχυσαρκία0

Ο μεταβολισμός σαν όρος αποτελεί το αθροιστικό σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που γίνονται στα κύτταρα, κατά τις οποίες είτε αποθηκεύεται ενέργεια είτε αυτή απελευθερώνεται από τα βιομόρια.

Το μεταβολικό σύνδρομο είναι μια σύνθετη οντότητα για την οποία συνήθως κάνουμε λόγο όταν συνυπάρχουν πολλοί παράγοντες κινδύνου, δηλαδή πολλές πιθανότητες να υποστεί ο ασθενής σοβαρό καρδιαγγειακό ή αγγειακό νόσημα που να συνδέεται με κάποια διαταραχή του μεταβολισμού.

Η κοιλιακή παχυσαρκία διαδραματίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο μεταξύ όλων των μεταβολικών χαρακτηριστικών του μεταβολικού συνδρόμου. Κατά συνέπεια, η επικράτηση του μεταβολικού συνδρόμου έχει αυξηθεί σταθερά παράλληλα με την αυξανόμενη επιδημία της παχυσαρκίας, που παρατηρείται κυρίως στον δυτικό κόσμο.

Η θεραπεία του μεταβολικού συνδρόμου σήμερα περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου, όπως η αθηρογενετική δυσλιπιδαιμία και η υψηλή αρτηριακή υπέρταση, καθώς και ειδική φαρμακευτική αγωγή.

Φαρμακοθεραπεία είναι διαθέσιμη για την παχυσαρκία για περισσότερο από μία δεκαετία, αλλά με μικρή επιτυχία στην βελτίωση του μεταβολικού προφίλ. Οι αναστολείς της παγκρεατικής λιπάσης και τα σεροτονινεργικά δρώντα ήταν από τα λίγα φάρμακα που είχαν αρχικά εγκριθεί για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Προς το παρόν όμως, μόνο η ορλιστάτη είναι εγκεκριμένη για μακροχρόνια θεραπεία της παχυσαρκίας.

Σύμφωνα πάντως με την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας (ΕΙΕΠ), νέες κατηγορίες αντιδιαβητικών φαρμάκων σήμερα αξιολογούνται για τις επιδράσεις τους στην παχυσαρκία και τις μεταβολικές επιπλοκές.

Οι γενετικές μελέτες έχουν εντοπίσει νέα μόρια που δρουν στο νευροφυσιολογικό μηχανισμό της πείνας και του κορεσμού και υπόσχονται στόχους για την μελλοντική ανάπτυξη φαρμάκων. Ο στόχος είναι να αναπτυχθούν φάρμακα που αντιμετωπίζουν όχι μόνο την παχυσαρκία, αλλά να έχουν και ευνοϊκές επιπτώσεις στις σύνοδες μεταβολικές διαταραχές.


Vitamin-D.jpg

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος όπου το σώμα δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη γλυκόζη που λαμβάνουμε από τα τρόφιμα για τη μετατροπή της σε ενέργεια. Χαρακτηρίζεται από αύξηση της συγκέντρωσης του σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία) και διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης, είτε ως αποτέλεσμα ελαττωμένης έκκρισης της ινσουλίνης (ορμόνη η οποία βοηθά τη γλυκόζη να εισέλθει από το αίμα στα κύτταρα) από το πάγκρεας, είτε λόγω ελάττωσης της ευαισθησίας των κυττάρων του σώματος στην ινσουλίνη.

Οι παράγοντες που συνδέονται με τον διαβήτη ποικίλουν, με την παχυσαρκία -ιδίως κοντά στην κοιλιά- να ενοχοποιείται περισσότερο. Πρόσφατα όμως ερευνητές διαβεβαίωσαν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορούν να συνδεθούν με την εμφάνιση της νόσου ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος.

Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε στο Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism (JCEM, 2015; jc.2014-3016 DOI:10.1210/jc.2014-3016).

Σε αυτήν μετρήθηκαν συγκριτικά τα επίπεδα της βιταμίνης D σε 148 συμμετέχοντες, οι οποίοι είχαν ταξινομηθεί βάσει το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), καθώς και κατά πόσον είχαν διαβήτη, προδιαβήτη ή δεν εμφάνιζαν γλυκαιμικές διαταραχές. Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης την έκφραση του γονιδίου του υποδοχέα της βιταμίνης D στο λιπώδη ιστό.

Η ανάλυση έδειξε ότι παχύσαρκα άτομα που δεν είχαν διαταραχές του μεταβολισμού της γλυκόζης είχαν υψηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D από τα διαβητικά άτομα. Ομοίως, τα λεπτόσαρκα άτομα με διαβήτη ή άλλη διαταραχή του μεταβολισμού της γλυκόζης ήταν πιο πιθανό να έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Η βιταμίνη D συνεπώς συνδέεται ευθέως με τα επίπεδα της γλυκόζης, αλλά όχι με τον ΔΜΣ.

Οι συντάκτες της μελέτης τόνισαν ότι η βιταμίνη D σχετίζεται πιο στενά με το μεταβολισμό της γλυκόζης από την παχυσαρκία, αλλά πρόσθεσαν ότι η έλλειψή της και η παχυσαρκία αλληλεπιδρούν συνεργικά να αυξηθεί ο κίνδυνος διαβήτη καθώς και άλλων μεταβολικών διαταραχών.

Τέλος, επεσήμαναν ότι ο μέσος άνθρωπος μπορεί ελαττώσει τον κίνδυνο αυτό υιοθετώντας μια πιο υγιεινή διατροφή και αυξάνοντας τις υπαίθριες δραστηριότητές του.

Food vector designed by Freepik




ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ





ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΥΓΕΙΑ






Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.





Copyright by Yourdoc.gr 2025. All rights reserved.